Βρισκόμαστε μόλις λίγες μέρες μετά το επίσημο άνοιγμα της αυλαίας για τη Β’ φάση του ΓεΣΥ που αφορά την ενδονοσοκομειακή περίθαλψη και τα δημόσια νοσηλευτήρια καλούνται πλέον να εξυπηρετούν καθημερινά, μαζί με τις ιδιωτικές κλινικές που έχουν ενταχθεί στο νέο Σύστημα, χιλιάδες δικαιούχους σε ένα άκρως ανταγωνιστικό και απαιτητικό περιβάλλον και έχοντας ήδη σηκώσει στις πλάτες τους το συντριπτικό βάρος διαχείρισης της πανδημίας του κορωνοϊού. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο και παρότι έχουν επιλυθεί κάποια ζητήματα, τα διαιωνιζόμενα προβλήματα των δημόσιων νοσηλευτηρίων έρχονται να επισκιάσουν τους ισχυρισμούς της Πολιτείας ότι η νέα αυτή φάση μεταρρύθμισης της Υγείας εξελίσσεται καλώς. 
Οι καθυστερήσεις που διαπιστώνονται στην ολοκλήρωση της διοικητικής και οικονομικής αυτονόμησης των κρατικών νοσηλευτηρίων και την αναβάθμιση των υποδομών, της στελέχωσης και της οργάνωσής τους, έχουν υπερβεί κάθε λογικό, αναμενόμενο και, ως εκ τούτου, επιτρεπτό πια χρονικό περιθώριο, ενώ υπονομεύουν σημαντικά, όπως αντιλαμβάνεται κανείς, την ικανότητα και την ετοιμότητα των νοσηλευτηρίων να παράσχουν ποιοτικές υπηρεσίες στους πολίτες και να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους.
Αδιαφιλονίκητα, τα δημόσια νοσηλευτήρια, ως επακόλουθο του ρόλου που διαχρονικά επιτελούν, διαθέτουν υψηλή επιστημονική εμπειρογνωμοσύνη και ιατρικές ειδικότητες που δε μπορούν να συγκριθούν σε πολλά επίπεδα με εκείνες των αντίστοιχων ιδιωτικών. Αναφέρομαι ειδικά σε ό,τι αφορά τα σύνθετα, χρόνια και σπάνια νοσήματα, με τα οποία έχω ασχοληθεί εις βάθος επί σειρά ετών, παρακολουθούνται στα δημόσια νοσηλευτήρια πολυάριθμες ομάδες ασθενών χωρίς να έχουν ακόμη ληφθεί οι απαραίτητες πρόνοιες για την ολιστική και αποτελεσματική αντιμετώπιση των αναγκών τους. Εδώ ακριβώς τίθεται και το θέμα της οικονομικής πτυχής των χρόνιων ασθενειών σε ό,τι αφορά τη βιωσιμότητα των κρατικών νοσηλευτηρίων.
Παράλληλα, δεν έχει αξιοποιηθεί ως οφείλεται η τεράστια και πολύ αξιόλογη εργασία που επιτελείται από εξειδικευμένους επαγγελματίες υγείας όλων των ειδικοτήτων προς όφελος των ασθενών αυτών, αφού η εμπειρογνωμοσύνη των ειδικών εγκλωβίζεται στα χαοτικά γρανάζια της γραφειοκρατίας.
Οι διαπιστωμένες– πρόσφατες και μη –αδυναμίες τουΟΚΥπΥ, όπως η διοικητική και οργανωτική ανεπάρκεια και η δυστοκία στη διαχείριση περίπλοκων καταστάσεων και την εξεύρεση εποικοδομητικών λύσεων, αφήνουν να διαφανεί ότι οι επιλογές που έγιναν για την πλήρωση νευραλγικών θέσεων στο τιμόνι του Οργανισμού δεν ήταν και οι σοφότερες. Θα πρέπει να επισημάνω με απόλυτη έμφαση σε αυτό το σημείο ότι δεν αμφισβητώ σε καμία περίπτωση τα ακαδημαϊκά προσόντα, την εντιμότητα και τις αγαστές προθέσεις των ιθυνόντων του Οργανισμού.
Θεωρώ, εντούτοις, πως ο τομέας της Υγείας χρειάζεται μια σωστά στελεχωμένη και καθόλα μάχιμη υπηρεσία, ακριβώς για να μπορεί να είναι ευέλικτος και να ενισχύεται διαρκώς. Η πολυπόθητη αυτή ευελιξία, που θα μας επέτρεπε να ξεφύγουμε από τους γόρδιους δεσμούς των πολυετών αγκυλώσεων της δημόσιας υγείας, δεν έχει δυστυχώς επιτευχθεί με τον ΟΚΥπΥ. Συνεπώς, οι όποιες προσπάθειες εξυγίανσης των κρατικών νοσηλευτηρίων γίνονται με αργούς ρυθμούς και, κυρίως, απουσία εμπεριστατωμένου στρατηγικού σχεδιασμού.
Ενδεικτική για το εύρος των δυσλειτουργιών αλλά και της έλλειψης ορθού συντονισμού και ελέγχου στα δημόσια νοσηλευτήρια είναι και η πρόσφατη ανακοίνωση υψηλόβαθμου επιστημονικού και ιατρικού στελέχους μεγάλου νοσοκομείου της χώρας, ότι προτίθεται να παραιτηθεί από τα καθήκοντά του εξαιτίας σωρείας επιπολαιοτήτων και περιστατικών καταπάτησης κανονισμών εντός του νοσοκομείου σχετικά με τη μη τήρηση των μέτρων για την πανδημία.
Μήπως λοιπόν έφτασε η στιγμή να αφήσουμε πίσω μας την ανταλλαγή συγχαρητηρίων και φιλοφρονήσεων για τις επιτυχίες της Κύπρου στη διαχείριση της πανδημίας και να επικεντρωθούμε στα φλέγοντα προβλήματα των κρατικών νοσηλευτηρίων, που θα κρίνουν εν πολλοίς το μέλλον και τη βιωσιμότητα της μεταρρύθμισης της Υγείας; Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται οι αποχωρήσεις έμπειρων ειδικών ιατρών από τα νοσηλευτήρια, αλλά και οι παραιτήσεις ανώτατων στελεχών του ΟΚΥπΥ, όπως αυτή του Sir David Nicholson και του Αλέκου Σταμάτη, που ουδόλως πρέπει να περνούν απαρατήρητες ή να υποτιμώνται.
*Ιολόγος, Εκτελεστική  Διευθύντρια Διεθνούς  Ομοσπονδίας Θαλασσαιμίας (ΔΟΘ)