Ο σκηνοθέτης της παράστασης «Γυναίκα με τα Μαύρα», πιστεύει πως αν τα σκοτεινά σημεία του χαρακτήρα μας καταφέρουμε να τα βάζουμε σε μια ταινία ή σε ένα θεατρικό που γράφουμε ή σκηνοθετούμε, τότε θα είμαστε πολύ καλύτεροι άνθρωποι και στην πραγματική μας ζωή.
 
– Από πού προέρχεται το Splash στο όνομά σου; Μου το κόλλησαν σαν παρατσούκλι σε ένα γύρισμα, πριν από 14 χρόνια. Δούλευα στο catering και ήμουν τρομερά αδέξιος – ακόμα είμαι. Μπορείς να κάνεις εικόνα τους καφέδες που πετούσαν στον αέρα… 
 
– Τι βλέπεις γύρω σου αυτή τη στιγμή που μιλάμε; Είμαι στο γραφείο μου, περιτριγυρισμένος από πόστερ αγαπημένων ταινιών, που λειτουργούν σαν προσωπικό τεστ – θα φτάσω άραγε ποτέ στο σημείο να φτιάξω κάτι τόσο δημιουργικό; Πίσω μου βρίσκεται η αφίσα του Akira, ιαπωνικής ταινίας του ’80, το The Empire Strikes Back, από την αρχική τριλογία του Star Wars, το ιαπωνικό Godzilla από τα 50’s, η σειρά του BBC Doctor Who και το Profondo Rosso του Dario Argento, ένα horror movie του ‘70. 
 
– Ποια είναι η αγαπημένη σου; Η ερώτηση που δεν πρέπει να κάνεις ποτέ σε ένα σκηνοθέτη! Είναι δύσκολο να ξεχωρίσω μόνο μία, γιατί εξαρτάται πάντα από την εποχή και τη διάθεσή μου. Αν υπάρχει όμως μόνο μία που να μου έρχεται στο μυαλό είναι η «Οδύσσεια του Διαστήματος», του Στάνλεϊ Κιούμπρικ. Το 1993 την είχα νοικιάσει από ένα βίντεο κλαμπ της γειτονιάς με τον πατέρα μου. Μου είχε πει, θυμάμαι, «προχωράει κάπως αργά, αλλά μπορεί να σου αρέσει». Εκείνες οι δύο και κάτι ώρες που διαρκεί, ήταν ό,τι πιο κοντά σε θρησκευτική εμπειρία που έζησα ποτέ. Στους τίτλους τέλους, όταν εμφανίστηκε το credit «Directed by Stanley Kubrick», είπα αμέσως «αυτό θέλω να κάνω στη ζωή μου». Ακόμα κι αν δεν θα έφτανα ποτέ σε τέτοιο επίπεδο, ήξερα ότι αυτό θέλω να κάνω. 
 
Παρέμεινες πιστός στην απόφασή σου; Στην εφηβεία ζεις με το όνειρο ότι θα τα καταφέρεις, ότι η πρώτη σου ταινία θα κερδίσει όλα τα βραβεία στον κόσμο και πως θα γίνεις διάσημος, κάτι που εννοείται πως δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα. Όταν έγινα 18 σκέφτηκα ότι αυτό το όνειρο ήταν άπιαστο, έτσι σπούδασα Ναυτομηχανική. Μέσα μου όμως ήθελα ακόμα να κάνω σινεμά. Ξεκίνησα έτσι με κάποιες ταινίες μικρού μήκους, διαχειριζόμουν μια κινηματογραφική λέσχη και όταν τέλειωσα τις σπουδές μου άρχισα να δουλεύω στην κυπριακή βιομηχανία, μέχρι που το πήρα απόφαση και πήγα στο Λονδίνο, σπουδάζοντας σε σχολή κινηματογράφου. 
 
– Ποια ήταν η πιο απρόβλεπτη στιγμή στην καριέρα σου; Η μέρα που εγώ και η ομάδα μου, ο Φρίξος Μασούρας και ο Χάρης Αγιώτης, κερδίσαμε το βραβείο του HBO στο Sarajevo Film Festival, το 2017. Δεν το περιμέναμε, ήρθε εντελώς αναπάντεχα, άνοιξε διάφορες πόρτες και στους τρεις. Εκεί που ήμασταν εντελώς άγνωστοι film makers και σεναριογράφοι από την Κύπρο, κάποιοι παραγωγοί στο εξωτερικό μάς έδωσαν σημασία και είχα την ευκαιρία να βρεθώ μπροστά από άτομα του χώρου που θαύμαζα, όπως ο Ridley Scott, ο Frank Spotnik, ένας από τους δημιουργούς του X-Files, οι André και η Maria Jacquemetton, που βραβεύτηκαν με Emmy για το Mad Men. 
 
– Τι σου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση σε αυτούς; Η ταπεινότητά τους. Δουλεύεις με ανθρώπους βραβευμένους με Emmy, Oscar και Χρυσές Σφαίρες και που κάνουν ταινίες εκατομμυρίων, σε βλέπουν σαν συνάδελφο, σε κοιτούν κατευθείαν στα μάτια, σε παίρνουν στα σοβαρά και σου μιλούν σαν να βρίσκεστε στο ίδιο επίπεδο – η γνώμη σου μετρά. 
 
– Θυμάσαι μια συμβουλή που σου είχαν δώσει; Μια από τις πιο σημαντικές που άκουσα ήταν από ένα μέντορά μου, τον Alan Kingsberg, υπεύθυνο σεναριογραφίας του Columbia University στη Νέα Υόρκη. «Πάντα να προσπαθείτε να βάζετε τον εαυτό σας μέσα στις ιστορίες που θέλετε να πείτε. Γιατί αν δεν βάλετε τον εαυτό σας, δεν θα είναι οργανικά ζωντανές, αλλά ψυχρές και όσο κι αν προσπαθήσεις να το κρύψεις, οι θεατές θα το καταλαβαίνουν». 
 
– Πώς βρέθηκες από τον κινηματογράφο να κάνεις θέατρο; Ξεκίνησε με το «Αντίο Κοπρόσκυλα», που ήταν μια κυπριακή παρωδία του «Reservoir Dogs», που έγραψε ο Φρίξος Μασούρας. Ήθελα για χρόνια να σκηνοθετήσω μια θεατρική παράσταση, μου δόθηκε τότε η ευκαιρία στο Θέατρο Διόνυσος και ήταν ένα «πείραμα» που πέτυχε. Προσπαθήσαμε να φέρουμε τον κινηματογράφο στο σανίδι, πράγμα καθόλου εύκολο. Είναι διαφορετικό να δουλεύεις με ηθοποιούς στην τηλεόραση και στο σινεμά και διαφορετικό στο θέατρο, που κλειδώνεσαι μαζί τους 2 ή 3 μήνες μέχρι να βρείτε τον χαρακτήρα και να μετατρέψετε σε τρισδιάστατο αυτό που στο χαρτί είναι μονοδιάστατο. Τώρα, με το «Γυναίκα με τα Μαύρα» το πήγαμε ένα βήμα παραπέρα.
– Πώς έγινε η επιλογή του συγκεκριμένου έργου; Είδα το θεατρικό πριν από 8 χρόνια στο Λονδίνο και μου έκανε μεγάλη εντύπωση, έχω τρομερή αγάπη για το φανταστικό, είτε είναι τρόμου ή θρίλερ. Πέρσι, με προσέγγισε ο Χριστόδουλος Μαρτάς και μου έκανε πρόταση να το σκηνοθετήσω. Δεν χρειαζόταν να μου πει κάτι παραπάνω για να αποδεχτώ. Ο λόγος που ήθελα όμως πιο πολύ να το κάνω, είναι γιατί μια ακόμη φορά ένιωσα ότι το κείμενο της Susan Hill και του Stephen Mallatratt είχε να πει πράγματα για τη ζωή, που σε αυτή τη φάση μού μιλούσαν άμεσα, ήταν κάτι που χρωστούσα στον εαυτό μου και στους γύρω μου. 
 
– Τι είναι αυτό που μας ελκύει στα θρίλερ; Είναι ένας τρόπος να δούμε κατάματα αυτό που μας τρομάζει από μια απόσταση ασφαλείας. Να ζήσουμε καταστάσεις που μας αφήνουν άγρυπνους τα βράδια, μας δημιουργούν στρες, ακόμα και κατάθλιψη. Κι αν έχουμε κάνει εμείς καλή δουλειά ως δημιουργοί θα βοηθήσουμε το κοινό και να τα αποδεχτεί και να τα ξεπεράσει.   
 
– Τι είναι για εσένα επιτυχία; Όχι τόσο πολύ η εισπρακτική επιτυχία ή η προσέλευση του κοινού, όσο να έρθει κάποιος που πρώτη φορά θα βρεθεί στο θέατρο ή πάει σπάνια και να μου πει πως τον έκανα να το αγαπήσει. Όπως και να έρθει ένας άγνωστος και να μου πει ότι είδε μια δουλειά δική μου και πως είχε κάτι να του πει, πως τη σκεφτόταν για μέρες. 
 
– Πού τελειώνει η τέχνη και πού αρχίζει η ζωή; Είμαι σε μια φάση που και τα δύο κινούνται παράλληλα, δεν μπορώ να διαχωρίσω το ένα από το άλλο. Η ζωή μου επηρεάζει τη δουλειά μου και η δουλειά μου τη ζωή μου, ευτυχώς τις περισσότερες φορές με θετικό τρόπο. Όλοι έχουμε κάποια αρνητικότητα μέσα μας, αυτή είναι η σκληρή πραγματικότητα. Αν μπορούμε αυτά τα σκοτεινά σημεία του χαρακτήρα μας να τα βγάλουμε σε μια ταινία ή σε ένα θεατρικό που γράφουμε ή σκηνοθετούμε, τότε είμαστε πολύ καλύτεροι άνθρωποι στην πραγματική μας ζωή. 

* «Η Γυναίκα με τα Μαύρα», Λευκωσία, Θέατρο Διόνυσος, κάθε Παρασκευή, Σάββατο 20:30, Κυριακή 18:30 μέχρι 29/2. Λεμεσός,  Θέατρο Ένα, 24-29 Απριλίου, 22818999.

[email protected]