Θύμιζα πρόσφατα, με αφορμή την αθώωση του Σενέρ Λεβέντ από δικαστήριο του κατοχικού καθεστώτος, την εκτρωματική καταδίκη του δικού μας σκιτσογράφου, Πέτρου Παπαπέτρου, Πιν, από την Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας για δυο σκίτσα του. Θύμιζα (18/5/19) την τόλμη, το θράσος μάλλον, της Επιτροπής να κρίνει τη σάτιρα και να εκδώσει καταδικαστική απόφαση όταν, μάλιστα, ούτε το παράνομο δικαστήριο του κατοχικού καθεστώτος δεν τόλμησε να καταδικάσει τον Σενέρ Λεβέντ για τη γελοιογραφία που έδειχνε αρχαιοελληνικό άγαλμα να ουρεί στο κεφάλι του Ερντογάν, διότι έκρινε ότι επρόκειτο για σάτιρα και ελευθερία της έκφρασης. Τώρα υπάρχει και συνέχεια. Το Ανώτατο Δικαστήριο της Κυπριακής Δημοκρατίας (και όχι του κατοχικού καθεστώτος) εξέδωσε απόφαση στην υπόθεση Ζαχαρία Κουλία και εφημερίδας «Πολίτης» (4/6/19), απάλλαξε την εφημερίδα και κάνει εκτενή αναφορά σε γελοιογραφίες της εφημερίδας, που ήταν στη δικογραφία. Είναι πάρα πολύ σημαντικά τα σχόλια του δικαστηρίου και τα μέλη της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας οφείλουν να τα διαβάσουν με προσοχή για να μην παριστάνουν αυτά τους κριτές της σάτιρας όταν οι ίδιοι οι δικαστές αναγνωρίζουν τον ιδιαίτερο ρόλο της και την απαλλάσσουν από κατηγορίες. 
«Καρικατούρες, αντιαισθητικές, κακόγουστες και χαμηλού επιπέδου γελοιογραφίες δεν είναι κατ΄ ανάγκην επιλήψιμες», λέει το Ανώτατο. «Η κριτική των δημοσίων προσώπων μπορεί να λάβει διάφορες μορφές που ούτε μπορούν εκ των προτέρων να ταξινομηθούν ούτε να τεθούν κάτω από στερεότυπες αντιλήψεις. Γελοιογραφίες και σατιρικά κείμενα είναι συνήθη στην κριτική δημοσίων προσώπων». Αφού κάνει ειδικές αναφορές σε αποφάσεις του ΕΔΑΔ, αλλά και κυπριακών δικαστηρίων και σημειώνοντας ότι «η εξισορρόπηση του δικαιώματος ελευθερίας της έκφρασης υπερέχει του δικαιώματος προστασίας της φήμης και της υπόληψης», το Ανώτατο διαπιστώνει ότι «ο χιουμοριστικός τόνος και η χρησιμοποιούμενη σκιτσογραφία, πρέπει να αντιμετωπίζεται με τον απαραίτητο βαθμό χιούμορ». Και επισημαίνει: «Το χιούμορ θεωρείται ως ένα ιδιάζον και σπουδαίο μέσο νόμιμης έκφρασης, κυρίαρχο στη ζωή των ατόμων και της κοινωνίας, αλλά και της κυβέρνησης. Έστω και αν είναι ενοχλητικά ή προκαλούν αμηχανία, τα χιουμοριστικά κείμενα ή δηλώσεις ή σκίτσα, δεν θεωρούνται κατά κανόνα ότι έχουν ουσιαστική επίδραση στην υπόληψη κάποιου και δεν πρέπει να θεωρούνται ως δυσφημιστικά». 
Όλα αυτά από το Ανώτατο Δικαστήριο, που αποτελεί τον αυστηρότερο κριτή των υποθέσεων που φτάνουν ενώπιον του. Από την άλλη, η Επιτροπή Δεοντολογίας, που δεν αποτελείται από αυστηρούς δικαστές, ούτε της Κυπριακής Δημοκρατίας, ούτε ενός κατοχικού καθεστώτος, αποφάσισε ακριβώς τα αντίθετα όταν το 2016 έφτασε ενώπιον της μια καταγγελία από πολίτη για δυο σκίτσα του Πιν. Ήταν η εποχή των μεγάλων ψευδαισθήσεων για τη λύση του Κυπριακού που ερχόταν από ώρα σε ώρα, η εποχή του Άιντα και των ευθυγραμμισμένων άστρων του, η εποχή που όποιος αμφισβητούσε τις ανοησίες που έκαναν στο Κυπριακό (οι οποίες αποδείχτηκε τώρα πόσο ανοησίες ήταν), βρισκόταν αμέσως κατηγορούμενος. Η μια γελοιογραφία σατίριζε τον Άιντα και η δεύτερη τον Τάκη Χατζηδημητρίου. Μάλιστα, για να αντιληφθεί ένας τη σοβαρότητα της απόφασης της Επιτροπής, αρκεί να πούμε ότι, χωρίς να ντρέπεται, έλεγε στην απόφασή της ότι ειδικά για τη δεύτερη γελοιογραφία έλαβε υπόψη ότι ο κ. Χατζηδημητρίου «έχει ενεργό δράση στην προαγωγή των σχέσεων των δύο κοινοτήτων της Κύπρου και της επαναπροσέγγισης». Λες κι όποιος έχει ενεργό δράση στην επαναπροσέγγιση είναι υπό την προστασία της Επιτροπής Δεοντολογίας και απαγορεύεται να σατιρίζεται από τους γελοιογράφους. Τόσο «αμερόληπτη» απόφαση δεν βρίσκεις πουθενά αλλού, μόνο στην Κύπρο.
Τότε (14/4/16) κατήγγειλα την Επιτροπή ότι αποφάσισε με ιδεοληπτικά κριτήρια και ότι ήθελε να φιμώσει τον Πιν διότι τα σκίτσα του ενοχλούσαν τους παπατζήδες της όποιας λύσης, που ήταν στ΄ απάνω τους. Μετά από τις πιο πάνω αναφορές του Ανωτάτου Δικαστηρίου για τις καρικατούρες και τη σάτιρα επιβεβαιώνεται και επίσημα το αίσχος της Επιτροπής που πήρε τέτοια απόφαση. «Η νομολογία αποκαλύπτει ότι η σάτιρα ως ζήτημα γενικής αρχής επιτρέπεται και δεν συνιστά δυσφήμιση όσο ενοχλητική και να είναι», λέει το Ανώτατο. Επαναφέρω το θέμα, παρότι πέρασε καιρός, διότι δεν το χώνεψα από τότε, ούτε θα το χωνέψω ποτέ, εκτός κι αν η Επιτροπή Δεοντολογίας αποκτήσει το θάρρος να εξετάσει ξανά την υπόθεση και να υιοθετήσει, ως οφείλει, όσα λέει το Ανώτατο Δικαστήριο.

[email protected]