Η Κύπρια ηθοποιός μεγαλώνοντας, ήθελε να φύγει από το νησί για να ζήσει σε ένα άλλο μέρος, κοσμοπολίτικο, μια μητρόπολη με έντονη καλλιτεχνική ζωή, αλλά και πιο πολλούς παράξενους ανθρώπους. Έναν τόπο που να αντιπροσωπεύει την ελευθερία.
 
– Πώς είναι να ζεις στα Εξάρχεια; Είναι μια περιοχή που μου είναι οικεία, γιατί εδώ πέρασα τα φοιτητικά μου χρόνια και εδώ κοντά μένουν και οι περισσότεροί μου φίλοι. Μια πολύ ζωντανή γειτονιά με ωραία μαγαζάκια και μπαρ, στο κέντρο, όπου μπορώ να κυκλοφορώ με τα πόδια. Είναι μια πρόκληση να ζεις στα Εξάρχεια, όμως, με κάθε έννοια. Παλιά ήταν πιο έντονο το κομμάτι της αναρχίας, τα επεισόδια ανάμεσα σε αναρχικούς και αστυνομικούς και ήταν κατανοητό αυτό – να βλέπεις μια νεολαία να αντιδρά σε κάτι. Τώρα, είναι όλο και πιο ξεκάθαρο πως κάτι λειτουργεί μαφιόζικα κι αυτό άρχισε να με τρομάζει. 
 
– Περιέγραψέ μου τον πιο ενδιαφέροντα γείτονά σου. Όλοι στα Εξάρχεια έχουν ενδιαφέρον! Να σου πω όμως για μια γριά που μένει απέναντι και τη βλέπω από τον ακάλυπτο. Είναι ό,τι πιο παράξενο υπάρχει εδώ. Νιώθω σαν να ξέμεινε, σαν να βρίσκεται σε λάθος μέρος και μου προκαλεί τρομερή ανησυχία. Έξω γίνονται οι φοβερές συγκρούσεις κι αυτή μπορεί να βγει απ’ το σπίτι για να πάει στη λαϊκή και να μιλά στους αναρχικούς ή στους αστυνομικούς, σαν να θυμώνει στα εγγόνια της! 
 
– Είναι περισσότεροι αυτοί που αγαπούν ή που μισούν την Αθήνα; Θεωρώ ότι οι περισσότεροι τη μισούν. Δεν το αντιλαμβάνομαι από τα λόγια τους, αλλά από τις πράξεις. Όταν δεν σε ενδιαφέρει η αισθητική του τόπου που μένεις, καταλαβαίνεις ότι υπάρχει πολύς καταπιεσμένος θυμός. Και αισθητική δεν είναι ο τρόπος που κτίζεις κάτι, αλλά και να το διατηρείς καθαρό ή ο τρόπος που μιλάς στον απέναντί σου και πώς φέρεσαι στο δρόμο γενικότερα. Μπορεί οι κάτοικοι να έχουν πολύ καλούς λόγους γι’ αυτό, μπορεί η ζωή τους να είναι όντως δύσκολη. Εγώ όμως αγαπώ πολύ την Αθήνα και πολύ συνειδητά πήρα την απόφαση να ζήσω εδώ. 
 
– Τι σε κάνει να την αγαπάς; Το ότι είναι μητρόπολη, η ζωή του θεάτρου της είναι πολύ έντονη και πολύ χορταστική για έναν άνθρωπο που του αρέσει ο πολιτισμός και ότι για εμένα ήταν ένας τόπος ελευθερίας. Μεγάλωσα σε αυτή την πόλη, εδώ ερωτεύτηκα και εδώ έζησα τα πάντα. 
 
– Τι θα σε έκανε να την εγκαταλείψεις; Μια οικογενειακή ανάγκη. Θα μου άρεσε όμως να έμενα σε ακόμα πιο μεγάλα μέρη, μου αρέσουν οι μεγάλες πόλεις, μου άρεσε όταν έμενα στο Λονδίνο για παράδειγμα. Δεν θα ήθελα καθόλου να πάω στην εξοχή ή στο βουνό. 
 
– Πώς είναι μια συνηθισμένη σου μέρα; Αλλάζει ανάλογα με τη δουλειά, επειδή η κάθε δουλειά είναι τόσο διαφορετική. Δηλαδή, μπορώ να σου περιγράψω μια μέρα χωρίς δουλειά, μια μέρα με δουλειά ή μια περίοδο χωρίς δουλειά, που είναι εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους. Γενικά, όμως, η μέρα μου είναι μεγάλη και κινείται πιο πολύ προς το βράδυ παρά προς το πρωί.  
 
– Πώς διαμορφώνεται η καθημερινότητά σου όταν βρίσκεσαι στην Κύπρο; Ξυπνώ νωρίτερα γιατί η μέρα αρχίζει νωρίτερα στην Κύπρο. Επίσης είναι πιο οικογενειακή, δηλαδή θα φάω το μεσημέρι με την οικογένειά μου, όχι μόνη μου ό,τι ώρα θέλω ή με τον σύντροφό μου ό,τι ώρα μας βολεύει. Η μεγαλύτερη χαρά είναι τα ανίψια μου, που μπορεί να έρθουν να με ξυπνήσουν χοροπηδώντας στο κρεβάτι. Και η μεγαλύτερη δυσκολία η μετακίνηση, που πρέπει να κυκλοφορείς συνεχώς με το αυτοκίνητο, ενώ εγώ δεν οδηγώ. Οπότε, νιώθω περιορισμένη. 
 
– Ο πατέρας σου είναι ποιητής και η μητέρα σου κριτικός θεάτρου. Πώς είναι να μεγαλώνεις σε ένα σπίτι που κυριαρχεί ο λόγος; Εγώ θυμάμαι να μεγαλώνω σ’ ένα σπίτι στο οποίο είχε πάντα φασαρία, γιατί ήμασταν τρία παιδιά σε κοντινές ηλικίες. Το πιο αξιοπερίεργο, που εμένα όμως μου φαινόταν απόλυτα φυσιολογικό, ήταν πως οι γονείς μου μας έπαιρναν και τους τρεις σε όλες τις εκδηλώσεις, στο θέατρο, σε εκθέσεις, στα πάντα. Επειδή δεν είχαν πού να μας αφήσουν, ήμασταν συνεχώς μαζί τους, έτσι από τριών χρονών, έχω δει ό,τι έχει παιχτεί στην Κύπρο. 
– Ήσουν διαφορετική από τα υπόλοιπα παιδιά; Ναι, χωρίς αμφιβολία μεγάλωσα σε μια διαφορετική οικογένεια. Και λόγω της καταγωγής της μητέρας μου, υπήρχε ούτως ή άλλως κάτι αλλιώτικο, σε μια εποχή που δεν ήταν τόσο συνηθισμένο όπως είναι τώρα. Οπότε, από κάποια φάση και μετά, μπορούσα να το αντιληφθώ. Πιστεύω πως αυτός είναι και ο λόγος που ήθελα μεγαλώνοντας να φύγω από την Κύπρο – ήθελα πολύ να ζήσω σε ένα άλλο περιβάλλον με περισσότερη τέχνη, με περισσότερους παράξενους ανθρώπους. 
 
– Ένιωθες ξένη; Κάθε έφηβος νιώθει ξένος, επειδή νιώθει μόνος. 
 
– Ποιο βιβλίο σε είχε καθορίσει εκείνα τα χρόνια; Ένα συγκεκριμένο βιβλίο που με μετακίνησε στα εφηβικά μου χρόνια ήταν «Ο Λύκος της Στέπας» του Έρμαν Έσε. Νομίζω ότι πέρα από ξένος που είπα ότι αισθάνεται κάθε έφηβος, αισθάνεται αυτό που περιγράφει το βιβλίο, ένας λύκος της στέπας. Με αυτή τη σκέψη και την επιρροή από έργο του Γιάνους Κόρτσακ, στον οποίο είναι αφιερωμένη η πλατφόρμα μας, ήρθε ο τίτλος για τις Αποθήκες «Νέος σε Έρημο Νησί». 
 
– Ποιοι οι στόχοι σας μέσα από τις Δράσεις στον ΘΟΚ; Όταν απευθύνεσαι σε ένα εφηβικό ή νεανικό κοινό, οι στόχοι παύουν να είναι προσωπικοί. Κάτι φοβερά ανακουφιστικό από τη ματαιοδοξία που συνήθως μας δέρνει ως καλλιτέχνες. Όσο το ψάχνουμε (ο Γιάννης Καραούλης είναι πιο πολύ στις παραστάσεις κι εγώ στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα), διαπιστώνουμε ότι υπάρχει τεράστιο πεδίο γιατί υπάρχει έλλειψη μιας συντονισμένης δράσης από κρατικούς φορείς. Για εμένα, ο πιο μεγάλος στόχος μέσα από αυτό, είναι να αντιπροσωπευθεί καλλιτεχνικά η πολυπολιτισμικότητα που υπάρχει σήμερα στην Κύπρο και στα σχολεία της, να βρει τη φωνή της στην τέχνη και να καταφέρουμε να συντονιστούμε μ’ αυτή την καινούρια πραγματικότητα. 

Info: Οι Δράσεις Αποθήκες ΘΟΚ, 2019-2020: Νέος σε έρημο νησί -θεατρικό εργαστήρι για εφήβους- σε καλλιτεχνική επιμέλεια του Γιάννη Καραούλη και της Ελένης Μολέσκη, ξεκινούν στις 10 Δεκεμβρίου, εναρκτήρια εκδήλωση. Εκπαιδευτικά σεμινάρια 7 & 8/12. www.thoc.org.cy

 
Φιλgood, τεύχος 249.