Κάθε προεκλογική εξαγγελία για Συνταγματικές τροποποιήσεις πρέπει να τυγχάνει σοβαρής μελέτης εάν είναι αναγκαίες και επιτρεπτές και κατά το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προφανώς οι αρχές δικαίου που διαμορφώθηκαν για τις 17 τροποποιήσεις που ήδη ψηφίστηκαν από τη Βουλή καθοδηγούν πρόσθετα.

Τούτων λεχθέντων παρατηρώ ότι ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου με πρόσφατη συνέντευξη στην Εφημερίδα «Φιλελεύθερος» (28.08.2022), αναφέρθηκε στις διαφαινόμενες, με την 17η Τροποποίηση του Συντάγματος, προκλήσεις για την ομαλή υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων στη Δικαιοσύνη που θα τεθούν σε εφαρμογή από την 01.01.2023.

Μεταξύ άλλων τόνισε ότι: «Αντιλαμβάνεσθε ότι, ως εκ της θέσεώς μου, δεν θα ήταν ορθό να εκφράσω οποιαδήποτε άποψη σε σχέση με τη συνταγματική πτυχή των υπό συζήτηση μεταρρυθμιστικών νόμων. Πάγια προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι ότι τυχόν αμφισβητήσεις που αναφύονται ως προς τη συνταγματική διάσταση, θα κριθούν, ως είθισται, εν ευθέτω χρόνω, από το αρμόδιο Δικαστήριο. Να σημειώσω ότι στην πορεία συζήτησης των μεταρρυθμίσεων με τους αρμόδιους φορείς, αλλά και μεταξύ των μελών του Ανωτάτου Δικαστηρίου, εκφράστηκαν και αναπτύχθηκαν, μέσα από γόνιμο διάλογο, διαφορετικές απόψεις, σκέψεις κα θέσεις. Απηχούσαν, σε κάθε περίπτωση, τις γνήσιες ανησυχίες και προβληματισμούς όλων μας, δεδομένης της σοβαρότητας του θέματος και των συνεπειών που ενέχει στο μέλλον της Δικαιοσύνης στη χώρα μας. Πρυτάνευσε η ανάγκη βελτίωσης και διάσωσης του δικαστικού μας συστήματος, το οποίο βρισκόταν στα πρόθυρα κατάρρευσης, με όλες τις προβλεπτές συνέπειες για το ίδιο το Κράτος Δικαίου. Μας βαραίνει πλέον η ευθύνη υλοποίησης των μεταρρυθμιστικών της Δικαιοσύνης Νόμων, ως αυτονόητη οφειλή στην πατρίδα μας, αλλά και στον κάθε πολίτη ξεχωριστά».

Συνάγεται, λοιπόν, ότι υπήρξαν στη δεύτερη αυτή μεγάλη Συνταγματική τροποποίηση για τη Δικαιοσύνη «διαφορετικές απόψεις, σκέψεις και θέσεις…» μεταξύ των Μελών του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Κάτι που δεν συνέβηκε στην προετοιμασία και ολοκλήρωση της 8ης Τροποποίησης του Συντάγματος που αφορούσε στην ίδρυση τότε του Διοικητικού Δικαστηρίου και τη μεταφορά στη δικαιοδοσία του νέου Δικαστηρίου, όλων των προσφυγών που ήδη εκκρεμούσαν τότε σε επίπεδο πρώτου βαθμού ενώπιον Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  

Τότε με στόχο την «ελάφρυνση» ή αποφόρτιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου από τον όγκο πρωτόδικα των προσφυγών, υπήρξε ουσιαστική «συμμετοχή» και σύμφωνη γνώμη του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά τις συζητήσεις στην αρμόδια Κοινοβουλευτική Επιτροπή. Θέμα που ηγέρθη ως λόγος εξαίρεσης Δικαστών, ενώπιον της Ολομέλειας στη σχετική τότε Έφεση περί τη Συνταγματικότητα της 8ης Τροποποίησης με την παράθεση των «αναφορών, υποδείξεων και έγκρισης» τελικά του Νομοσχεδίου, που έγιναν από τα Μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου που συμμετείχαν στις σχετικές συνεδριάσεις της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών.

Θέμα που κρίθηκε τότε (extempore) ως εξής: «Το ζήτημα είναι, κατά την εκτίμησή μας, νομικό και επαφίεται αποκλειστικά στην κρίση του Δικαστηρίου κατά πόσο θα αποδεχθεί το αίτημα για εξαίρεση του Προέδρου ή/και Μελών του Δικαστηρίου. Είναι ορθό ότι έγιναν διαβουλεύσεις μεταξύ του Ανωτάτου Δικαστηρίου, του Υπουργού Δικαιοσύνης και της Βουλής των Αντιπροσώπων αναφορικά με το ζήτημα της δημιουργίας Πρωτοβάθμιου Διοικητικού Δικαστηρίου. Το Ανώτατο Δικαστήριο τάχθηκε υπέρ της δημιουργίας τέτοιου Δικαστηρίου, για σκοπούς οι οποίοι έγιναν γνωστοί και είναι η ελάφρυνση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, από μεγάλο μέρος της εργασίας του.  Όμως, το Ανώτατο Δικαστήριο, είτε διά του Προέδρου, είτε διά των Μελών του, ουδέποτε ενεπλάκη σε νομοτεχνική ή άλλη παρόμοια εργασία, διά της οποίας εξέτασε, εκ προοιμίου, τη συνταγματικότητα των προνοιών των Νόμων, διά των οποίων δημιουργήθηκε το Διοικητικό Δικαστήριο».

Το κατά πόσον ενεπλάκη ή όχι και εάν τούτο ήταν Συνταγματικά επιτρεπτό και μάλιστα εάν μπορούσαν όσοι συμμετείχαν στην όλη ετοιμασία της 8ης Τροποποίησης να μετέχουν στην Έφεση ως κριτές της Συνταγματικότητάς της, είναι το ερώτημα για το οποίο μιλούν τα αλλεπάλληλα πρακτικά της Βουλής τότε, που περιέχουν με τις θέσεις και υποδείξεις που διατυπώθηκαν από την αντιπροσωπεία του Ανωτάτου Δικαστηρίου!

Για ό,τι αφορά τώρα τη 17η τροποποίηση, κάθε αντικειμενικός τρίτος αναλύοντας προσεκτικά το προοίμιο του Νόμου της 17ης Τροποποίησης και κυρίως την αναφορά για το μεγάλο «εύρος των αρμοδιοτήτων» του Ανωτάτου, αντιλαμβάνεται λαμβάνοντας υπόψη και την προ-αναφερθείσα δήλωση του Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τη σιωπηλή, έστω, αποδοκιμασία αυτής της πρόνοιας και άλλων αναλόγων, αφού ομοιάζει, εάν δεν είναι, με προφανή επέμβαση των δύο άλλων εξουσιών (Εκτελεστική και Νομοθετική) στην ανεξαρτησία της δικαιοσύνης – Οψόμεθα!

*Δικηγόρος – Πρώην Βουλευτής