Ο βιασμός στην Κύπρο ως ποινικό αδίκημα, εντοπίζεται στον περί Ποινικού Κώδικα άρθρο 144 το οποίο αναφέρει ότι «όποιος έρχεται σε παράνομη συνουσία διά κολπικής, πρωκτικής ή στοματικής διείσδυσης του πέους στο σώμα άλλου προσώπου, χωρίς τη συναίνεσή του ή με συναίνεση η οποία δόθηκε υπό το κράτος βίας, απειλής ή φόβου, είναι ένοχος κακουργήματος που καλείται βιασμός και υπόκειται στην ποινή φυλάκισης διά βίου».

Όπως φαίνεται από το εν λόγω άρθρο, η διάπραξη του αδικήματος συντελείται μόνο με την ύπαρξη πέους βάσει του άρθρου 144. Απουσία του σεξουαλικού οργάνου, η ίδια ποινική συμπεριφορά ποινικοποιείται με το αδίκημα της «σεξουαλικής κακοποίησης διά διείσδυσης» βάσει του άρθρου 146Α το οποίο αναφέρεται στην ίδια ακριβώς συμπεριφορά με το άρθρο 144 χωρίς να περιορίζεται σε άτομα που έχουν πέος. 

Τα Δικαστήρια μας στην Κύπρο έχουν επεξηγήσει ότι ο βιασμός συντελείται όταν υπάρχει παράνομη συνουσία, χωρίς τη συναίνεση της παραπονούμενης, ή, με τη συναίνεσή της εφόσον αυτή δόθηκε υπό το κράτος βίας ή φόβου σωματικής βλάβης. Πρέπει να αποδεικνύεται εισδοχή του πέους στον κόλπο (όπως και εδώ) έστω και αν είναι ελάχιστου βαθμού. Ο βιασμός συντελείται έστω και εάν δεν τραυματίστηκε ο παρθενικός υμένας ή δεν υπήρξε εκσπερμάτωση. Πρέπει επίσης να αποδειχθεί η απαραίτητη ένοχη διάνοια (mens rea) ότι δηλαδή αυτός γνώριζε, κατά τον ουσιώδη χρόνο ότι η παραπονούμενη δεν συναινούσε στη συνουσία ή ότι ήταν αδιάφορος ως προς το εάν συναινούσε ή όχι. Αδιαφορία υπάρχει όταν ο κατηγορούμενος αντιλαμβάνεται ότι η παραπονούμενη πιθανόν να μην συγκατατίθεται ή όταν δεν τον απασχολεί το ζήτημα και προχωρεί στη σεξουαλική πράξη. Από την άλλη, όμως, όταν από το σύνολο της ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρίας προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος είχε εύλογη αιτία να πιστεύει πραγματικά ότι η παραπονούμενη συγκατατίθετο στη σεξουαλική πράξη, τότε δεν μπορεί να υπάρξει καταδίκη. Το αδίκημα συντελείται ακόμη και στην περίπτωση που η παραπονούμενη αρχικά συγκατατίθεται στη συνουσία, αλλά το πέος δεν αποσύρεται από τον κόλπο της όταν αυτή αποσύρει τη συγκατάθεσή της. Όπως φαίνεται από τις αποφάσεις του Δικαστηρίου υπάρχει διαφορά μεταξύ του να συναινέσει κάποιο πρόσωπο και του να ενδώσει στη σεξουαλική επαφή. Το πρώτο περιλαμβάνει το δεύτερο. Όμως το να ενδώσει απλώς στη σεξουαλική επαφή δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι συναινεί. Δεν απαιτείται από την κατηγορούσα αρχή να αποδείξει ότι είχε ασκηθεί βία ή υπήρχε φόβος για σωματική βλάβη, η απόδειξη της οποίας απαιτείται μόνο εφόσον υπήρχε «συναίνεση». Ούτε απαιτείται όπως η παραπονούμενη επιδείξει ή αναφέρει ρητά στον κατηγορούμενο την έλλειψη της συναίνεσής της, όμως η κατηγορούσα αρχή πρέπει να παρουσιάσει μαρτυρία, ανάλογα με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, που να καταδεικνύει αυτή την έλλειψη συναίνεσης.

Σε τέτοιας φύσης υποθέσεις, δηλαδή υποθέσεις που αφορούν σεξουαλικά αδικήματα, το Δικαστήριο δεν έχει νομοθετική υποχρέωση να αναζητήσει ενισχυτική μαρτυρία της μαρτυρίας της παραπονούμενης, αυτό όμως συνηθίζεται, ως θέμα πρακτικής, με βάση το κοινό δίκαιο. Το Δικαστήριο μπορεί να στηριχθεί εξ ολοκλήρου σε τέτοια μαρτυρία και να θεμελιώσει καταδίκη, αφού όμως πρώτα λάβει υπόψη και προειδοποιήσει τον εαυτό του για τους πιθανούς κινδύνους που ελλοχεύουν στη στήριξη καταδίκης αποκλειστικά με τέτοια μαρτυρία.

*Δικηγόρος