H κλιμάκωση των γεγονότων της Ουκρανίας οδήγησε κατά κάποιο παράδοξο τρόπο στην αποκλιμάκωση της υγειονομικής κρίσης των δύο τελευταίων χρόνων. Μία χώρα μετά την άλλη – κυρίως στη βορειοδυτική Ευρώπη –  εφάρμοσαν άρση των μέτρων ενώ τα μέσα ενημέρωσης μας προετοίμαζαν διεξοδικά για την πιθανότητα ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Ακολούθησε η επίσημη αναγνώριση της ανεξαρτησίας των περιοχών του Ντονμπάς από τους Ρώσους ενώ τρεις μέρες αργότερα ξεκίνησαν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις σε όλη την χώρα με βασικό στόχο την αποστρατικοποίηση της.

Η κρίση αυτή είχε ήδη ξεκινήσει πριν το τέλος του 2013 με την υποκίνηση μαζικών διαδηλώσεων σε όλη την Ουκρανία κατά του δημοκρατικά εκλεγμένου φιλορώσου προέδρου Βίκτορ Γιανουκόβιτς ο οποίος είχε αποκλείσει την πιθανότητα ένταξης της χώρας του στην ΕΕ. Τα πράγματα οδηγήθηκαν σε συγκρούσεις μεταξύ ένοπλων ριζοσπαστών και υπηρεσιών επιβολής του νόμου και τελικά σε βίαιη και αντισυνταγματική καθαίρεση του Γιανουκόβιτς και αντικατάσταση του με τον ολιγάρχη Πέτρο Ποροσένκο τον Μάη του 2014.

Ο διάδοχος του τελευταίου, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, είχε εφαρμόσει μία αδιανόητη πολιτική όσο αφορά τις διάφορες μειονότητες στην Ουκρανία. Με νόμο που πέρασε τον Ιούλιο του 2021, δεν αναγνώριζε πλέον τις 150 χιλιάδες Έλληνες, όπως και τους εκατομμύρια Ρώσους, Ούγγρους και Λευκορώσους ως γηγενείς εθνικές μειονότητες. Αναγνώρισε όμως τους Τουρκογενείς Τατάρους αφού είχε προχωρήσει και σε συμφωνία για αμυντική συνεργασία με την Τουρκία.

Η έξαρση παραστρατιωτικών οργανώσεων, κατάλοιπα δωσίλογων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπως το Τάγμα Αζόφ το οποίο ενσωματώθηκε στην ουκρανική εθνική φρουρά, έφερε το διάστημα 2014 – 2022 στις περιοχές Ντονέτσκ και Λουγκάνσκ, αιματηρές επιθέσεις σε κατοικημένες περιοχές, γεροκομεία, σχολεία και άλλα κτίρια, ενώ την ίδια περίοδο Αμερικανοί και Ευρωπαίοι συνέχισαν να εξοπλίζουν και να εκπαιδεύουν τους Ουκρανούς και να προωθούν την ιδέα της ένταξης τους στο ΝΑΤΟ. Η χρήση των λέξεων «γενοκτονία» και «αποναζιστικοποίηση» που χρησιμοποιήθηκαν από τον Βλαντιμίρ Πούτιν έχουν τα πιο πάνω ως υπόβαθρο.

Η Ρώσοι από την άλλη είχαν με την σειρά τους προχωρήσει με την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 στη Ρωσική Ομοσπονδία με δημοψήφισμα όπου το 97% των κατοίκων της τότε αυτόνομης περιοχής ψήφισε την ένωση με την Ρωσία. Αν πάμε πίσω στην ιστορία κάποτε κάναμε και εμείς δημοψηφίσματα για Ένωση με την Ελλάδα με βάση την αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών. Η Γαλλία, μια χώρα που ακόμη κατέχει υπό την κυριαρχία της εδάφη στην Καραϊβική από την περίοδο της αποικιοκρατίας, όπως και άλλες χώρες με ανάλογες κτήσεις, δεν αναγνώρισαν ποτέ την προσάρτηση αυτή. 

Η Ρωσία φαίνεται ότι σχεδίαζε εδώ και αρκετό καιρό αυτά που έχει θέσει σε εφαρμογή και έχει προετοιμαστεί για το ενδεχόμενο οικονομικών κυρώσεων. Είναι ξεκάθαρο ότι στα μέσα ενημέρωσης παρουσιάζεται κυρίως η δυτική πτυχή των πραγμάτων ενώ τα ρωσικά μέσα ενημέρωσης έχουν φιμωθεί πλήρως στην ευρωπαϊκή επικράτεια. Το γιατί πρέπει να παρουσιάζονται εξίσου όλες οι πτυχές ενός ζητήματος στο ευρύ κοινό θα πρέπει να είναι αυτονόητο. Είναι εμφανής επίσης η επιλεκτική ευαισθησία των δυτικών κρατών σε θέματα στρατιωτικών επεμβάσεων καθώς και σε ανθρωπιστικά ζητήματα. Ποτέ δεν καταδικάστηκε η Τουρκία για τον ρόλο της στη σύρραξη μεταξύ Αζερμπαϊτζάν και Αρμενίας το 2020 με αποστολή drones και Σύριων μισθοφόρων που έχουν προβεί σε εγκλήματα πολέμου στην περιοχή του Αρτσάχ. Ούτε  καταδικάστηκε η Αμερική για την εισβολή στο Ιράκ το 2003 και στο Αφγανιστάν το οποίο πριν μερικούς μήνες άφησε στο έλεος των Ταλιμπάν. Μήπως δεν ήταν οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι που το 2008 αναγνώρισαν άμεσα την μονομερή κήρυξη της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου από την Σερβία με την τελευταία να κάνει προσφυγή στον ΟΗΕ;

Η στάση της πολιτικής ηγεσίας Κύπρου και Ελλάδας ιδιαίτερα με τις δηλώσεις περί «πρώτης εισβολής σε ευρωπαϊκό έδαφος από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο» που έχουν προβεί κομματικά στελέχη και το Υπουργείο Εξωτερικών, όπως και η στρατιωτική βοήθεια που έχει αποστείλει η Ελλάδα, την στιγμή που ο Ζελένσκι ευχαριστεί εμφατικά τον «φίλο Ερντογάν» για την στήριξη του, δεν έχει λογική αν ληφθούν υπόψη όλα τα προαναφερθέντα.

Τα γεγονότα ως έχουν αποτελούν ευκαιρία για αναγνώριση από την διεθνή κοινότητα ότι η πρώτη εισβολή σε ευρωπαϊκό έδαφος έγινε το 1974 από την Τουρκία. Η πλευρά μας, παρά να συναινεί σε ό,τι της έχουν υποδείξει (διατάξει), θα έπρεπε να απαιτήσει πρώτα κυρώσεις από την διεθνή κοινότητα προς την Τουρκία για τις ανεπίτρεπτες ενέργειες της (όπως ο παράνομος εποικισμός της περίκλειστης Αμμοχώστου, οι συνεχείς προκλήσεις στην ΑΟΖ και το οργανωμένο σχέδιο δημογραφικής αλλοίωσης) και την άμεση επανατοποθέτηση του κυπριακού προβλήματος στην πρέπουσα βάση. Διαφορετικά, θα ήταν ορθότερο να τηρηθεί ουδέτερη στάση σε ένα ζήτημα που αφορά μια χώρα η οποία παίζει ουσιαστικό ρόλο στην κυπριακή οικονομία και που διατηρεί μια κοινότητα άνω των 50.000 κατοίκων στην Κύπρο. Μία χώρα με την οποία έχουμε βαθύτερους πολιτισμικούς και κοινωνικούς δεσμούς πέρα από τον οικονομικό παράγοντα.

Αυτό που χαρακτηρίζει την πολιτική ηγεσία είναι μια μεγάλων διαστάσεων υποκρισία η οποία εξυπηρετεί στο να καλύψει τις δικές τους αμαρτίες. Αφού έχουν χρυσοπληρωθεί από το πρόγραμμα ξεπουλήματος της κυπριακής υπηκοότητας κατά το οποίο έχουν πολιτογραφήσει αμφιβόλου ποιότητας Ρώσους επιχειρηματίες και αφού έχουν εκθέσει την Κύπρο ανά το παγκόσμιο με το ξέπλυμα χρήματος και την διαφθορά γενικότερα, παριστάνουν τώρα τα καλά παιδιά της Ευρώπης χωρίς κατανόηση των επιπτώσεων που θα έχει αυτή τους η στάση. Κάθε χώρα οφείλει να κοιτάζει πάνω από όλα το συμφέρον της όταν αποδεδειγμένα δεν υπάρχει η αναμενόμενη αλληλεγγύη από άλλες χώρες οι οποίες και αυτές το δικό τους συμφέρον κοιτάζουν. Γνωρίζουμε πολύ καλά τους λόγους που η Γερμανία δεν δέχτηκε ποτέ να επιβληθούν κυρώσεις στην Τουρκία.

Αυτοί που θα πληρώσουν το τίμημα είναι οι πολίτες τόσο της Ουκρανίας και της Ρωσίας όσο και πολλών άλλων χωρών που θα επηρεαστούν από αυτή την μεγάλη κρίση. Αντί λοιπόν να συνεχίζουν να πουλούν οπλισμό στην Ουκρανία και να ρίχνουν λάδι στη φωτιά επιβάλλοντας υπέρμετρες κυρώσεις που επηρεάζουν κυρίως τον απλό κόσμο, οι δυτικές χώρες οφείλουν, ως δημοκρατικές που παρουσιάζονται ότι είναι, να αναλάβουν τις ευθύνες τους και να προωθήσουν την ειρήνη και την σταθερότητα μέσα από τον διάλογο.

* Σύμβουλος Επιχειρήσεων.