Με αφορμή την κυκλοφορία της νέας του δισκογραφικής δουλειάς με τίτλο «Απροστάτευτος», ο Μεταξοχωρίου και περιχώρων Θανάσης Παπακωνσταντίνου, ο δημιουργός που διαμόρφωσε την αισθητική μιας ολόκληρης γενιάς ανθρώπων, επιχειρεί μέσα από αυτή τη συνέντευξη να ξηλώσει όλους τους μύθους, που πλέκουμε γύρω από τ’ όνομά του. Και αποτυγχάνει.

Στα καφενεία της παλιάς πόλης ο ρυθμός, που οι μπύρες αφρίζουν στα διψασμένα στόματα των ανθρώπων, μοιάζει να ‘ναι μέρος μιας προσυμφωνημένης τελετουργίας. Σηκώνονται τα ποτήρια στον αέρα και σηκώνονται μαζί τους στον αέρα κι οι ψυχές, κάθε φορά που, μεταξύ ποτού και πραγματικότητας, οι παρέες φαλτσάρουν «μια νύχτα θα ‘ρθει από μακριά αέρας Πεχλιβάνης». Σε μια τέτοια συνθήκη, πριν από μια δεκαετία, άκουσα για πρώτη φορά πως «κάθε άνοιξη φυτρώνουν venceremos». Σε μια τέτοια συνθήκη, πριν από μια δεκαετία, έσκισα για πρώτη φορά το μέτωπό μου, για να φυτέψω τους σπόρους των πιο απροσδόκητων συνδυασμών λέξεων, που γέννησε ποτέ η νεοελληνική γλώσσα. Στ’ αυτιά μου ο Θανάσης έμοιαζε μ’ έναν βραχνό προφήτη, που ερχόταν απ’ το μέλλον με σκοπό να γκρεμίσει τον κόσμο μου, για να μπορέσω να ονειρευτώ έναν καλύτερο. «Η τέχνη είτε είναι παρηγορητική, είτε δεν υπάρχει», τον ακούμε να λέει σήμερα, όταν με τη βοήθεια της τεχνολογίας ταξιδεύουμε με τον Μιχάλη από τη Λευκωσία στο Μεταξοχώρι. «Αύριο γίνεσαι 62 χρονών», είναι το πρώτο που μου βγαίνει να του πω, καθώς το μυαλό μου τρέχει συνειρμικά σε μια δική του κινηματογράφηση από τα παλιά. «Η μάνα μου με πέταξε στα κέρατα του Ταύρου στις 26 Απριλίου το 1959», λέει και συνεχίζει «Σήμερα είναι 26 Απριλίου 1992. Κυριακή του Πάσχα. Μπαίνω στα 34 και θα σας πω τραγουδιστά αυτό που θέλω να γράψει η γυναίκα μου στον τάφο μου, όταν πεθάνω: Στο άπειρο πορεύομαι, απ’ το άπειρο ξεκίνησα, κέντρο του σύμπαντος κι αθάνατος, νόμιζα ο άμυαλος πως ήμουνα», τραγουδάει στο «Επιτύμβιο» και εγώ έχοντας πια την ηλικία του νεαρού στην κασέτα, αλλά χωρίς ακόμα να μπορώ με βεβαιότητα να δηλώσω έτοιμη μπροστά στη σημαντικότερη συνέντευξη της ζωής μου, αποφασίζω τελικά να υποστηρίξω μέχρι τέλους το ρίσκο της παρόρμησης. «Εν τέλει, όμως, το άλλαξα», με επαναφέρει στη συζήτηση. «Τώρα έχω ζητήσει απ’ τη γυναίκα μου κάτι άλλο. Της είπα, όταν πεθάνω, θέλω να γράψεις πάνω στον τάφο μου το εξής: Πέρασε τον περισσότερο χρόνο του κουρδίζοντας, παρά παίζοντας», λέει και με το γέλιο του τραντάζεται το άπειρο. Αύριο ξημερώνει Μεγάλη Δευτέρα…

Γεννήθηκα στον Τύρναβο, μια κωμόπολη έξω από τη Λάρισα. Ως παιδιά της υπαίθρου τα παιχνίδια μας τα φτιάχναμε μόνοι μας. Αυτή η δημιουργικότητα, νομίζω, με βοήθησε και στη συνέχεια, τόσο στη δραστηριότητά μου ως μηχανικού, όσο και στο θέμα της μουσικής.

Ως παιδί ήμουνα πολύ ήσυχος, ενώ απολάμβανα να διαβάζω με τις ώρες. Κάλπαζε η φαντασία μου από τότε και θυμάμαι πως ό,τι διάβαζα, το έπλαθα σε έναν κόσμο πραγματικό.

Μεγάλωσα στη διάρκεια της Χούντας. Τα τραγούδια στο σπίτι μου έρχονταν μόνο από το ραδιόφωνο. Ήμουνα κι από φτωχιά οικογένεια, δεν είχαμε ούτε πικάπ, αλλά ούτε και τίποτα άλλο. Για τηλεόραση δεν το συζητάμε καν. Στο σπίτι οι γονείς μου τραγουδούσανε δημοτικά τραγούδια, ενώ πού και πού το ραδιόφωνο έπαιζε λαϊκά, Τσιτσάνη, Καλδάρα κτλ. Έχει πλάκα, τώρα που το θυμάμαι, γιατί όταν μεγαλώνοντας ξεφύλλισα ένα βιβλίο αγγλικών του σχολείου, είδα στο εσώφυλλο γραμμένα τα ονόματα των ανθρώπων, που θαύμαζα εκείνη την εποχή. Πάνω έγραφα τους ποδοσφαιριστές, τον Δεληκάρη, τον Σιδέρη, ήμουνα και Ολυμπιακός. Φτάνοντας στους τραγουδιστές, είδα: Olympians, Βίκυ Λέανδρος, Δάκης, Τόλης Βοσκόπουλος. Κόντεψα να πάθω εγκεφαλικό.

Η διαμόρφωση της αισθητικής μου ξεκίνησε τη στιγμή που αντιλήφθηκα την πραγματική τέχνη. Κάποια στιγμή στα 17-18 μου χρόνια, έπαιξε στη Λάρισα η παράσταση του Διονύση Σαββόπουλου «Αχαρνής». Μπροστά σ’ ένα τέτοιο θέαμα, ένα παιδί μεγαλωμένο στην επαρχία, έπαθα πολιτισμικό σοκ. Μετά, το ότι άρχισα να ακούω Bob Dylan, Leonard Cohen, σε συνδυασμό με την παράδοση, που έπαιξε τον σημαντικότερο ρόλο, όλα αυτά με βοήθησαν στο να αναπτύξω τη δική μου αισθητική.

Κάποια στιγμή αποφάσισα να στείλω τους στίχους μου στον Μάνο Λοΐζο, σε ένα γράμμα, χωρίς να περιμένω τίποτα το ιδιαίτερο. Έλα, όμως, που μια βραδιά, όπως άνοιγα την πόρτα στη Θεσσαλονίκη, που ήμουνα φοιτητής, σκάλωσε η πόρτα και είδα ότι υπήρχε ένα τηλεγράφημα από κάτω; Έγραφε «Θανάση, γεια σου, είμαι ο Μάνος Λοΐζος, μ’ αρέσανε οι στίχοι σου και θέλω να συνεργαστούμε». Ήρθαμε σε επαφή και ο Μάνος ξεκίνησε να γράφει. Είχε ολοκληρώσει εννέα κομμάτια, για έναν δίσκο, που θα ερμήνευε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου. Δυστυχώς, όμως, έφυγε. Μάλιστα, θυμάμαι που μου έλεγε για πλάκα «Θανάση, το πρώτο εγκεφαλικό το έπαθα την ώρα που διάβαζα τους στίχους σου». Αφού πέρασε καιρός, του είπα ότι είχα γράψει και εγώ μερικά τραγούδια, για τα οποία ήθελα τη γνώμη του. Ακούγοντάς τα μου είπε «Θανάση, άστο, δεν έχεις ταλέντο, μην ασχολείσαι με τη μουσική. Στίχους γράφεις πολύ καλούς, αλλά με τη μουσική δεν το ‘χεις». Παρόλο που σεβόμουνα τη γνώμη του, δεν μπορώ να πω ότι αυτή η αντίδραση με φρενάρισε. Μάλιστα, αυτό το έχω πάντα στο μυαλό μου, όταν έρχονται αντίστοιχα σε μένα νέα παιδιά, για να ζητήσουν τη γνώμη μου. Είμαι διστακτικός να τους την πω, γιατί ποτέ δεν ξέρεις πότε θα έρθει η στιγμή κάποιου να ανθίσει. Κι αφού, λοιπόν, τότε έβλεπα ότι δεν είχα καλές προοπτικές, σύμφωνα με τον Λοΐζο, πήγα στον άλλο Μάνο, τον Χατζιδάκι.

Ο Χατζιδάκις έκανε τους αγώνες της Κέρκυρας, όταν έστειλα δύο τραγούδια μου. Το ένα δεν πέρασε καθόλου, ενώ για το άλλο με ειδοποίησαν τελευταία στιγμή, λόγω του ότι κάποιο άλλο κομμάτι είχε αποσυρθεί. Πάνω στο χαρτάκι της κασέτας που κράτησα, υπήρχε η σημείωση του Χατζιδάκι με κόκκινο που έλεγε «Περίεργο λαϊκό, να ξανακουστεί». Από τότε έγραφα περίεργα. 

Έγινα πατέρας στα 27. Λόγω του ότι τα παιδιά ήταν δίδυμα, πάνω στην άψη να τα μεγαλώσουμε, νομίζω ότι δεν προλάβαμε να το σκεφτούμε και ιδιαίτερα. Τα μεγάλωσα, δηλαδή, όπως γράφω μουσική: στα κουτουρού. Το μόνο που νομίζω ότι έκανα καλά, ήταν ότι ήμουνα ειλικρινής μαζί τους και ότι δεν τους έβαλα ποτέ στο παιχνίδι να ανταγωνίζονται τους συνανθρώπους τους, είτε με τα αθλήματα, είτε στο σχολείο. Αυτά ήταν τα θετικά. Ένα αρνητικό ήταν ότι σχεδόν ποτέ δεν τους επιβράβευσα, ενώ όταν ήταν να τους την πω για κάτι άσχημο, μου έβγαινε με μεγάλη ευκολία. Αυτό στην αρχή, ίσως τους έδωσε μια ανασφάλεια στη ζωή, όμως, από την άλλη, τους έκανε και πιο χαλαρούς. Νομίζω βγήκανε καλά παιδιά.

Ένας δημιουργός, που φλέγεται, είναι μονομανής. Δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτό και είναι, μπορώ να πω, και βαθιά εγωιστής, γιατί θέλει αυτό που έχει μέσα του να το πραγματώσει. Εγώ το πραγμάτωσα με το να κλείνομαι επί ώρες σ’ ένα δωμάτιο και με λύσσα να γράφω μουσικές. Έλα, όμως, που είχα και οικογένεια, με αποτέλεσμα να πέφτει όλο το βάρος στη Φάνη; Όταν κάποια στιγμή της είπα πόσο εκτιμώ το γεγονός ότι θυσίασε ένα μέρος του εαυτού της, προκειμένου εγώ να τα κάνω όλα αυτά, η απάντηση που μου έδωσε, ήταν αποστομωτική. Μου είπε «Θανάση, τίποτα δεν θυσίασα. Να ξέρεις ότι όταν αγαπάς έναν άνθρωπο, αγαπάς και τα όνειρά του». Δεν ήθελα τίποτα άλλο.

Ποτέ δεν περίμενα ότι θα εισπράξω τόση αγάπη μέσα από τη μουσική. Και τώρα ακόμα, μου φαίνεται περίεργο που συμβαίνει, αν σκεφτείτε ότι δεν έχω σκηνική παρουσία, ότι δεν έχω φωνή, ότι δεν έχω φύγει ποτέ από την επαρχία, ότι δεν βγαίνω στις τηλεοράσεις και ότι είμαι γενικά εκτός από όλα αυτά. Πραγματικά, δεν ξέρω τι γίνεται. Ένα στοιχείο, που ίσως παίζει ρόλο, είναι ότι είμαι ο εαυτός μου. Γι’ αυτό και στις συναυλίες μου, όταν κάποιες στιγμές πάει να υπάρξει μια μυθοποίηση, επεμβαίνω και την καταστρέφω. Θέλω να απομυθοποιούμαι. Αυτός είναι και ο λόγος, που πολλές φορές, μετά από μια συναυλία, παρότι μπορεί να είμαι κουρασμένος, κάθομαι και συνομιλώ με όλους όσοι έρχονται πίσω να με δουν.

Δυσκολεύομαι να πω με σιγουριά ποιο είναι το κοινό της μουσικής μου. Τους έχω μπερδέψει λίγο, επειδή κατά καιρούς κάνω πολύ διαφορετικές δουλειές. Μου κάνει κάπως εντύπωση ότι έρχονται και με ακούνε νέοι σε ηλικία. Αυτό δεν έχω ακόμα εξιχνιάσει, γιατί συμβαίνει. Ίσως, επειδή έχουν μπουχτίσει από τις στημένες συμπεριφορές, να βλέπουν σε μένα μία θετικότητα, που τους αγγίζει περισσότερο. Αυτό που μου λένε πολλά παιδιά, είναι πως τα τραγούδια μου τους σκαλίζουν τη συνείδηση. Και αυτό θέλω: Οι στίχοι μου να μπαίνουν βαθιά στον εσωτερικό κόσμο των ανθρώπων, όχι για να τους δυσκολέψουν, αλλά για να τους δώσουν μια παρηγοριά απέναντι σ’ αυτό το χάος της ύπαρξης.

Στις συναυλίες έχω ακούσει συγκλονιστικά πράγματα από ανθρώπους, που έχουν πόνο μέσα τους. Σε ένα live μας στη Δράμα, μια κυρία μού είπε ότι ένα αγαπημένο της πρόσωπο που θα πέθαινε, ζήτησε στην κηδεία του να τραγουδήσουν την «Ανδρομέδα». Για μένα αυτό ήταν κάτι φοβερό. Δεν περίμενα ποτέ ότι θα ακούσω κάτι τέτοιο για τα τραγουδάκια που γράφω. Μια άλλη περίπτωση, που με συγκλόνισε, ήταν όταν στο τραγούδι «Έρημα κορμιά» άτομα με ειδικές ανάγκες ανέβηκαν στη σκηνή και χορέψανε με τα καροτσάκια τους. Αυτές οι στιγμές, μου δείχνουν ότι η μουσική είναι πράγματι ένα στήριγμα.

Νιώθω ένα ον του σύμπαντος κατά βάση. Επίσης, νιώθω μια συγγένεια και μια αγάπη για όλους τους ανθρώπους αλλά και για ό,τι υπάρχει, τα ζώα, ακόμα και για τα ανόργανα, τις πέτρες. Αυτή η αγάπη είναι που καθορίζει και αυτά που κάνω, άσχετα αν δεν γίνεται εύκολα αντιληπτή. Το είχε πει πολύ ωραία ένας Κινέζος, στον οποίο πήγαινα για βελονισμό. Μου είπε «Αυτά που κάνεις αρέσουν στον κόσμο, χωρίς να ξέρουν το γιατί».

Έχω την αίσθηση ότι μου δόθηκε το χάρισμα να κρατάω την αναπνοή μου αρκετά, να βουτάω στο συλλογικό ασυνείδητο και να ανασύρω από εκεί πράγματα που έχουν κατακαθίσει από την πορεία του ανθρώπινου είδους. Επομένως, τα τραγούδια μου, δεν είναι δικά μου, αλλά είμαι σ’ αυτά κάπως σαν ενδιάμεσος. Είμαι όπως η πηγή και ο βράχος για το υπόγειο νερό που αναβλύζει. Είναι μία από τις ελάχιστες σκέψεις που έχω κάνει, που θεωρώ ότι είναι προσωπική αλλά μπορεί και να μην είναι κιόλας.

Παρόλο που στα τραγούδια μου βγάζω το πιο αυθεντικό κομμάτι του εαυτού μου, δεν θα έλεγα ότι είμαι και κάτι της προκοπής. Νομίζω, μάλιστα, πως οι καλλιτέχνες είμαστε γενικά υπερεκτιμημένοι. Το έχω πει πολλές φορές, για μένα την ανθρωπότητα τη στεφανώνει η θυσία. Ο άνθρωπος, που θυσιάζει τον εαυτό του για τους άλλους, είναι αυτός που αξίζει να έχουμε ψηλά και όχι τους καλλιτέχνες. Γιατί; Γιατί, εγώ αυτό που κάνω, το κάνω για να στηρίξω τη δικιά μου ζωή από το χάος της ύπαρξης. Επομένως, χονδρικά να το πω, είμαι ένας καλοπερασάκιας. Και αυτό, δεν μπορεί να είναι άξιο θαυμασμού.

Τα τραγούδια μου παλεύουν ενάντια στις ανεπάρκειές μου. Αν μπορούσα να έχω τη φωνή, που θα έπρεπε για να τα υποστηρίξω, θα ήταν καλύτερα τα πράγματα. Όταν είμαι σε μια παρέα χαλαρός, τραγουδάω καλύτερα. Με τα μικρόφωνα νιώθω πως βρίσκομαι έξω απ’ τα νερά μου.

Με τον Σωκράτη Μάλαμα, μας συνδέουν εκλεκτικές συγγένειες. Ένα βασικό κοινό στοιχείο, που έχουμε, είναι η κοντινή αισθητική άποψη για το τραγούδι. Κατά τα άλλα, είμαστε αρκετά διαφορετικές προσωπικότητες. Ο Σωκράτης είναι ανορθολογιστής στην καθημερινότητά του, ενώ στην τέχνη του είναι πιο ξεκάθαρος. Αντίθετα, εγώ είμαι πιο ορθολογιστής στην καθημερινότητά μου και βγάζω τα απωθημένα μου στην τέχνη. Σαν να συμπληρώνουμε ο ένας τον άλλο. Στην ουσία η τέχνη αυτό κάνει: σε βοηθά να εκφράζεις αυτό που σου λείπει.

Ο Σωκράτης έχει αυθεντικότητα και ειλικρίνεια. Ό,τι δεν θέλει, δεν το λέει. Αλλά, όταν κάτι του αρέσει, το υποστηρίζει. Σκεφτείτε ότι εγώ ξεκινώντας την ιστορία με τη μουσική, λόγω του ότι είμαι πολύ συνεσταλμένος, δεν έβγαινα να τραγουδήσω τα κομμάτια μου. Όταν τελικά αποφάσισα να το κάνω, εκεί έξω βρήκα μια έκπληξη: Χωρίς να τα έχω πει πουθενά, ο κόσμος γνώριζε τα τραγούδια μου, επειδή τα έλεγε ο Σωκράτης. Το πρώτο κοινό που είχα ήτανε σωκρατικοί, οι οποίοι έρχονταν σε μένα για να ακούσουν και το πρωτόλειο.

«Απροστάτευτος». Είναι το πιο πρόσφατο δημιούργημα και μία από τις δουλειές, που έκανα σχετικά γρήγορα. Μέσα σ’ ένα μήνα, είχε σχεδόν ολοκληρωθεί. Η μαγιά, ας το πούμε, ήτανε κάτι ποιήματα Λατινοαμερικάνων ποιητών, που μου έστελνε μέσω κινητού ο Σωκράτης, ο οποίος, όταν του αρέσει κάτι, το στέλνει και σε μένα. Και εγώ, έτσι περισσότερο για παιχνίδι, προσπάθησα τα λόγια να τα βάλω σε μέτρο. Όταν το κατάφερα σε 4-5, σκέφτηκα να δοκιμάσω και τις μουσικές. Ήρθανε και μερικά άλλα δικά μου, που πλαισιώσανε τη δουλειά. Και εγένετο. 

Στην παρούσα φάση νιώθω αρκετά τυχερός, γιατί ζω εκτός πόλεων, σ’ ένα χωριό με πολύ λίγους κατοίκους και που, παρά τις οποιεσδήποτε συνθήκες, δεν έχω χάσει τη βασική μου δραστηριότητα, να βγαίνω έξω στο φυσικό μου περιβάλλον.

Η πιο βαθιά στιγμή μέσα στη μέρα μου είναι όταν κάνω βόλτα στο δάσος και ακούω τον αέρα να περνάει μέσα από τα δέντρα. Εκείνη τη στιγμή νιώθω μόνος μου στον κόσμο ολόκληρο. Σαν να έρχεται ο αέρας αυτός και να με απογυμνώνει από τη σάρκα μου. Είναι η στιγμή που νιώθω πολύ πιο κοντά στην αρχή των πραγμάτων. Έχω την αίσθηση, κοντά σε αυτό που λέει ο Σοπενχάουερ, ότι αυτό που κινεί τα νήματα, είναι η θέληση για ζωή. Το σύμπαν θέλει να υπάρξει, θέλει να γνωρίσει τον εαυτό του. Αυτή η θέληση για ζωή έχει φτιάξει και τα νοήμονα όντα, τα οποία σκέφτονται το πώς βρέθηκαν εδώ. Αν τελικά ο άνθρωπος αποκτήσει αυτή την επίγνωση, εκείνη ακριβώς τη στιγμή θα την αποκτήσει και το σύμπαν. Αυτά είναι τα βαθιά που σκέφτομαι.

Στις 26 Απριλίου μπαίνω στα 63. Η ολοκλήρωση ενός ανθρώπου για μένα έρχεται όταν βιώσει με τον νου τη δικιά του ανυπαρξία. Αν αυτό το δει θετικά, μπορεί πραγματικά να γίνει καλύτερος άνθρωπος. Έχω την εντύπωση, ας πούμε, ότι οι άνθρωποι, που συνήθως μας κυβερνάνε και που κάνουν τους πολέμους, δεν έχουν σκεφτεί ούτε μία στιγμή ότι κάποτε θα τους γλεντάνε κι αυτούς τα σκουλήκια.

Η εικόνα που έχω όταν ανατρέχω στην παιδική ηλικία, ίσως να είναι και η τελευταία, που θα έρθει στο μυαλό μου πριν πεθάνω. Για μένα η πιο ωραία αίσθηση είναι να έχει ήλιο, να φυσάει ένα ελαφρύ αεράκι και να μυρίζω το χορτάρι, που έχει σπάσει απ’ το κορμί μου, καθώς είμαι ξαπλωμένος. Αυτά τα τρία: Ήλιος, αεράκι και μυρωδιά απ’ το χορτάρι.

Φιλελεύθερα, 25.4.2021