Μία ενδιαφέρουσα συνέντευξη παραχώρησε στην εφημερίδα ‘Τα Νέα’ και στον δημοσιογράφο Κώστα Κωνσταντίνου ο νεοεκλεγείς πρόεδρος της Τουρκοκυπριακής κοινότητας, Ερσίν Τατάρ, στην οποία και καθιστά ευδιάκριτη την θέση του περί λύσης δύο κρατών στην Κύπρο, εμβαπτίζοντας την μάλιστα στα νάματα της λαϊκής νομιμοποίησης.

Και ως προς αυτό, είναι χαρακτηριστικό όταν δηλώνει πως «όπως γνωρίζετε, στις τελευταίες προεδρικές εκλογές στην «ΤΔΒΚ» (σ.σ: Τουρκική Δημοκρατία Βόρειας Κύπρου) οι Τουρκοκύπριοι με εξέλεξαν με την εντολή να αναζητήσω μια λύση δύο κρατών. Υποστήριζα αυτή τη θέση στη διάρκεια της προεκλογικής μου καριέρας αλλά και ανέκαθεν στην πολιτική μου καριέρα».[1] Σε αυτό το πλαίσιο, περισσότερο έχουμε να κάνουμε με μία εκ νέου γνωστοποίησης αυτής της θέσης σε ένα ευρύτερο κοινό, παρά με μία ποιοτική μετατόπιση ως προς διακηρυγμένες θέσεις, από την στιγμή όπου ο Ερσίν Τατάρ δηλώνει ως εδώ και χρόνια υποστηρικτής της λύσης δύο κρατών, ήτοι της επίσημης παγίωσης της χωρικής και πολιτικής διαίρεσης της νήσου.

Η θέση του Ερσίν Τατάρ, έτσι όπως εκφράζεται και στη συνέντευξη του, εδράζεται πάνω σε δύο άξονες: Αφενός μεν τροφοδοτείται από ό,τι ορίζεται ως απορριπτική στάση της ελληνοκυπριακής πλευράς, με χαρακτηριστικούς σταθμούς το ‘Όχι’ στο δημοψήφισμα για το Σχέδιο Ανάν του 2004, και την αποτυχία της διάσκεψης στο Κραν Μοντανά της Ελβετίας το 2017 να συμβάλλει στην προώθηση του όλου ζητήματος και διαμόρφωσης προϋποθέσεων επίλυσης στη βάση της Διζωνικής-Δικοινοτικής Ομοσπονδίας, όπως προβλέπουν διακηρύξεις και ψηφίσματα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ), αλλά και της ίδιας της ελληνοκυπριακής πλευράς.

 Και, αφετέρου η θέση περί ύπαρξης δύο κρατών, αντλεί από μία οιονεί αμφισβήτηση της βιωσιμότητας και δη της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας ενός ομόσπονδου κράτους, όπως επίσης και της αίσθησης περί της δυνατότητας κοινής συνύπαρξης των δύο κοινοτήτων του νησιού.[2] Δεν πρόκειται μόνο για αλλαγή δεδομένων όσον αφορά το άμεσο παρόν και το μέλλον της Κύπρου, αλλά για την κοινοποίηση της θέσης ό,τι η μορφή των δύο ξεχωριστών κρατών με τις δικές τους αναφορές, εισέρχεται στο τραπέζι των πιθανών διαπραγματεύσεων, φέροντας το Κυπριακό πρόβλημα-ζήτημα ενώπιον των αντιφάσεων του αλλά και των ενδεχόμενων επιλογών: Ποια λύση (επιλογή) και με ποιο κόστος;

Αυτό είναι ένα ερώτημα που εν προκειμένω, οφείλει να αντιμετωπίσει η Κυπριακή Δημοκρατία, με το μπαλάκι να βρίσκεται στη δική της πλευρά, μετά από τις δηλώσεις Τατάρ, και μετά από την ευρύτερη δραστηριοποίηση της Τουρκίας περιμετρικά της νήσου την τελευταία περίοδο, με τις παραβιάσεις της Κυπριακής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ), να προβάλλουν ανάγλυφα την σημασία που ενέχει η Κύπρος[3] για την ευόδωση των γεω-πολιτικών και γεω-στρατηγικών σχεδιασμών της Τουρκίας.

Η εμπλοκή και η εκ νέου διαμεσολαβητική ενεργοποίηση του ΟΗΕ[4] συνιστά ζητούμενο και δη διαπραγματευτικό ζητούμενο, καθώς και η αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων που δύναται να προσφέρει η παρουσία της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η υιοθέτηση του περιώνυμου ευρωπαϊκού κεκτημένου.  Αυτή την φορά όμως, με τους επι-γενόμενους όρους της εμπλοκής της ένωσης σε μία άμεση και ανοιχτή διαπραγμάτευση που θα θέτει ως βασικό σημείο αναφοράς την επιδίωξη μίας λύσης ‘θετικού αθροίσματος,’ λαμβάνοντας υπόψιν τα καινούργια δεδομένα, την με διάφορους τρόπους αναπαραγωγή  της αντίληψης  των δύο κρατών, όπως διαφαίνεται και σε κινήσεις όπως το άνοιγμα της Αμμοχώστου, στο οποίο και γίνεται λόγος στη συνέντευξη.[5]

 Έτσι, ο Τατάρ δεν προετοιμάζει το έδαφος, αλλά, αντιθέτως, κομίζει θέσεις, ανασύροντας στη δημόσια σφαίρα εργαλεία από την εργαλειοθήκη της ‘υπομονής’: Ως πότε οι Τουρκοκύπριοι θα νοούνται οι χαμένοι της υπόθεσης;’

Στον προβαλλόμενο ως πραγματικό ή αλλιώς, ρεαλισμό Τατάρ, στην αφήγηση περί ξεχωριστής και οριοθετημένης ‘πατρίδας,’  η Κυπριακή Δημοκρατία οφείλει να αντιτάξει τον δικό της ρεαλισμό, μη αποκλίνοντας στρατηγικά από τον στόχο της επανένωσης της νήσου, επιχειρώντας προσεκτικά βήματα μπροστά, ώστε να μην αποξενωθεί η ίδια από την Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Που δεν καθίσταται απλοϊκά και μονολιθικά, ‘Τουρκική.’  Σε ένα ιδιαίτερα σύνθετο, ιστορικά και μνημονικά, ζήτημα όπως το Κυπριακό, οι πολιτικές και πολιτισμικές ‘ανταλλαγές,’ η αμφισβήτηση και η υπέρβαση στερεοτυπικών προσεγγίσεων, αποκτούν σημαίνουσα αξία.

 Εάν ο Ερσίν Τατάρ προτάσσει την στρατηγική του ‘κόστους-οφέλους,’ ή αλλιώς, διαφορετικά ειπωμένο, την στρατηγική του ‘η λύση των δύο κρατών προσφέρει περισσότερα στους Τουρκοκύπριους και κυρίως, δύναται να προσφέρει την πολυπόθητη αναγνώριση,’ τότε, η Κυπριακή Δημοκρατία, η κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, είναι μείζον το να προετοιμασθεί για μία ‘μάχη’ στο επίπεδο των ιδεών και των αντιλήψεων περί κράτους, ταυτότητας, και κουλτούρας. Εάν είναι διατεθειμένη για αυτό.

 

 

[1] Βλέπε σχετικά, Ερσίν Τατάρ, ‘ «Με εξέλεξαν με εντολή για δύο κράτη», Συνέντευξη στον Κώστα Κωνσταντίνου, Εφημερίδα ‘Τα Νέα Σαββατοκύριακο,’ 7-8/11/2020, σελ. 43.

[2] Είναι χαρακτηριστικό πως σε ερώτηση του δημοσιογράφου για το αν υπάρχει η αίσθηση ύπαρξης μίας Κυπριακής ή έστω, Τουρκοκυπριακής ταυτότητας, η απάντηση του Ερσίν Τατάρ είναι ουσιωδώς αρνητική. Υπό αυτό το πρίσμα, προβαίνει σε έναν αυτο-προσδιορισμό που συγκροτείται πάνω στο πλαίσιο της ‘Τουρκικότητας,’ τονίζοντας την βαριά σκιά που ρίχνουν πάνω στο νησί οι δύο ‘μητέρες πατρίδες’ (Ελλάδα και Τουρκία). Ο όρος που υιοθετεί είναι «περήφανος Τούρκος», ακολουθώντας την κατά τον ίδιο, αντίστοιχη απάντηση που δίδει ο νυν πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας όταν ερωτάται σχετικά με την ταυτότητα του, αναφέροντας ό,τι είναι «περήφανος Έλληνας». Συμπεραίνουμε πως για τον ίδιο η Κυπριακή ταυτότητα δεν συγκροτείται παρά ως τεχνητή κατασκευή, κάτι που μας ωθεί να προσθέσουμε επιπλέον, πως ένας από τους λόγους προτίμησης του στα δύο ξεχωριστά κράτη άπτεται σε έναν αξιακό, πολιτισμικό και ιστορικό διαχωρισμό που φέρει η παρουσία των δύο ‘μητέρων πατρίδων’ στην Κύπρο. Βλέπε σχετικά, Ερσίν Τατάρ, ‘ «Με εξέλεξαν με εντολή για δύο κράτη»…ό.π., σελ. 43.

[3] Για τον διεθνολόγο Αλέξη Ηρακλείδη, «το Κυπριακό πρόβλημα δεν αποτέλεσε μόνο μόνο εθνοτική σύγκρουση με τη στενή έννοια του όρου, αλλά πολλές συγκρούσεις, διαδοχικά ή και ταυτόχρονα, ειδικά μέχρι το 1974, και βέβαια διεθνή σύγκρουση και διεθνές πρόβλημα». Βλέπε σχετικά, Ηρακλείδης Αλέξης, ‘Κυπριακό πρόβλημα 1947-2004. Από την Ένωση στη Διχοτόμηση;’ Εκδόσεις Σιδέρης Ι., Αθήνα, 2006, σελ. 26.

[4] Η μεσολαβητική εμπλοκή του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών πρέπει να ζητείται σε κάθε στάδιο της εξελισσόμενης διαπραγματευτικής διαδικασίας, και ιδίως εάν προκύψουν προϋποθέσεις επίλυσης που δύνανται να φέρουν και την εντατικοποίηση των συνομιλιών κύρια μεταξύ των δύο κοινοτήτων του νησιού.

[5] Βλέπε σχετικά, Ερσίν Τατάρ, ‘ «Με εξέλεξαν με εντολή για δύο κράτη»…ό.π., σελ. 43. Στην αφήγηση Τατάρ  «η Κύπρος είναι το κοινό σπίτι των Τουρκοκυπρίων και των Ελληνοκυπρίων», σπίτι όμως που έχει οικοδομηθεί από διαφορετικά υλικά, με βάση τα λεγόμενα του που εάν φανερώνουν κάτι, αυτό είναι η επιμονή και η στόχευση.