Κατά τη διάρκεια των τελευταίων 50 ετών, το κοινό αίσθημα για το Ευρω – αμερικανικό ιδεώδες αντικατεστάθη από τους «πολιτισμικούς πολέμους». Ομοιάζουν με τους πολιτειακούς πολέμους της περιόδου 1880 – 1920 μόνο που εκείνοι ήσαν πιο οξυμένοι, μεγαλύτερης διάρκειας και πιο πολιτικοποιημένοι.

Η πρώτη φάση αρχίζει στα τέλη της δεκαετίας του 1960 μέχρι τις 11 Σεπτεμβρίου 2001. Είχε προηγηθεί μια δραματική αλλαγή στην σύνθεση της αμερικανικής κοινωνίας μέσω νέων κυμάτων μεταναστών και μερικώς λόγω της διεκδικήσεως από τους Αφρο – αμερικανούς των πολιτικών τους δικαιωμάτων.
 
Οι Δημοκρατικοί, υπό την ηγεσία του Γερουσιαστού Ted Kennedy, ετροποποίησαν το νόμο για τη Μετανάστευση και την εθνικότητα, και κατήργησαν τις ποσοστώσεις της δεκαετίας1920.
 
Οι Μετανάστες με την υφιστάμενη νομοθεσία εκυμαίνοντο γύρω στις 170,000 ετησίως, και οι υποστηρικτές του νέου νόμου δεν επίστευαν ότι θα αυξήσει δραματικά την μετανάστευση. Δεν υπολόγισαν ότι πολλοί από το Μεξικό, την Κεντρική Αμερική και την Καραϊβική καθώς και από τα ασιατικά κράτη θα εκμεταλλεύονταν τις πρόνοιες του νόμου για την επανασύνδεση οικογενειών, πράγμα που επέτρεπε σε συγγενείς να μεταναστεύσουν χωρίς να περιορίζονται από τις ποσοστώσεις.
 
Στην δεκαετία του 1950, 68% των νόμιμων μεταναστών προήρχετο από την Ευρώπη και τον Καναδά, αλλά από το 1971 μέχρι το 1991, περίπου το ήμισυ προήρχετο από το Μεξικό, την Κεντρική Αφρική και την Καραϊβική και ένα τρίτο από την Ασία. Επιπροσθέτως, λόγω των εποχιακών εργασιακών αναγκών, εργάτες από τα Μεξικό κατέκλυζαν τις παραμεθόριες περιοχές παρανόμως. Το 1969 εισήλθαν 540,000, το 1996 5 εκατ., και το 2,000 8,4 εκατ.
 
Πολλοί από τους νέους μετανάστες και η μεγάλη πλειοψηφία των παράνομων μεταναστών, ήσαν ανειδίκευτοι με ελάχιστη μόρφωση. Δουλεύουν κυρίως στην γεωργία. Συγχρόνως συναγωνίζονται με αυτόχθονες στα τουριστικά επαγγέλματα, στις κατασκευές, στα σφαγεία. Στις μεσο – δυτικές πολιτείες οι λευκοί εργάτες αντικατεστάθησαν από χαμηλόμισθους αλλοδαπούς.
 
Στο Λος Άντζελες, χαμηλόμισθοι μετανάστες αντικατέστησαν αφρο- Αμερικανούς: κατασκευαστικές εταιρείες οι οποίες εργοδοτούσαν ντόπιους, έχουν όλες κατακλυσθεί από χαμηλόμισθους μετανάστες.
Η αμερικάνικη ταυτότητα ήταν πάντοτε συνδεδεμένη με την χρήση της Αγγλικής γλώσσας. Όμως πολλοί από τους Λατινογενείς και ασιάτες μετανάστες, όπως αρχικώς οι γενιές των Ευρωπαίων μεταναστών, συγκεντρώνονταν σε κοινότητες και ομιλούσαν τη γλώσσα τους.
 
Την δεκαετία του 1990, άρχισε να δημιουργείται αντίδραση κατά των κυμάτων των μεταναστών. Σύμφωνα με δημοσκόπηση του 1994, 66% των πολιτών ήσαν υπέρ του περιορισμού του αριθμού τους. 89% επίστευαν ότι αυξάνουν την ανεργία. Και 73% ότι θα «περιορίσουν την ενότητα».
 
Κατά την γενική απογραφή, 63% επίστευε ότι η Αγγλική έπρεπε να είναι «η επίσημη γλώσσα». 32 πολιτείες εψήφισαν την αγγλική ως επίσημη γλώσσα. Το 1994, η Καλιφόρνια εψήφισε την πρόταση 187, η οποία απηγόρευε σε παράνομους μετανάστες να εισπράττουν κρατική βοήθεια και να φοιτούν σε δημόσια σχολεία, με ποσοστό 59% έναντι 41%. Ο επικεφαλής της ομάδος που έθεσε το θέμα σε δημοψήφισμα εδήλωσε ότι «πρέπει να αναλάβουμε άμεση δράση για να διατηρήσουμε την κουλτούρα μας και το έθνος αυτό για το οποίο εχρειάστηκαν 200 χρόνια για να το αναπτύξουμε».
 
Κατά την περίοδο αυτή, οι Αμερικανοί άρχισαν να αμφιβάλλουν όχι μόνο για το ποιοι ήσαν, αλλά και για τον ιστορικό ρόλο των Ην. Πολιτειών. Η Αμερικανική ήττα στο Βιετνάμ ήγειρε ερωτηματικά όχι μόνο για την στρατιωτική ισχύ της Αμερικής, αλλά και για την αποστολή της στον κόσμο.
 
Το 1971, αντικρύζοντας ανανεωμένο ανταγωνισμό από την Ιαπωνία και την Δυτική Ευρώπη, η Αμερική υπέστη την πρώτη της εμπορική ύφεση στον 20ο αιώνα. Ακολούθησε η ενεργειακή κρίση, η οποία απεκάλυψε την αμερικανική εξάρτηση από τους βαρώνους του πετρελαίου της Μέσης Ανατολής.
 
Στην δεκαετία του 1980, οι Αμερικανοί ήσαν ανήσυχοι επειδή υποχωρούσαν οικονομικώς έναντι της Ιαπωνίας και της Δυτικής Γερμανίας. Όλα τα εργοστάσια κατασκευής τηλεοράσεων και οικιακών συσκευών είχαν αγοραστεί από Νοτιοκορεάτες ή Γιαπωνέζους.
 
Οι θέσεις εργασίας στις βιομηχανίες, που ήταν συγκεντρωμένες στο “Rust Belt”(Ζώνη Σκουριάς) εξαφανίσθησαν. Η απώλεια θέσεων εδηλητηρίασε τις εμπορικές σχέσεις. Σε δημοσκόπηση του 1985, 75% επίστευε ότι το εμπορικό έλλειμμα ήταν επιβλαβές. Σε δημοσκόπηση του 1988, σχεδόν 9 στους 10 από τους ερωτηθέντες ανησυχούσαν «για την απώλεια επαγγελμάτων λόγω ξένου ανταγωνισμού» και 72% ήσαν υπέρ της επιβολής προστατευτικών μέτρων.
 
Οι Αμερικανοί δυσφορούσαν επίσης λόγω της κοινωνικής και ηθικής παρακμής. Οι προτεστάντες Ευαγγελιστές, κυρίως του Νότου και των Μεσοπολιτειών (Midwest), μαζί με ομάδες όπως το Moral Majority και το Christian Coalition, επίστευαν ότι η χώρα έχει αρχίσει να παρακμάζει ηθικώς από την δεκαετία του 1960 με την άνοδό «της αντικουλτούρας», του φεμινισμού και του κοσμικού ουμανισμού που ενίσχυσαν οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου που απηγόρευσε τις σχολικές προσευχές και αργότερα που ενομιμοποίησε την έκτρωση.
 
Ανησυχίες για την ηθική και κοινωνική παρακμή της Αμερικής συνεδέθησαν με τις ανησυχίες για την έκταση που επήρε το κράτος ευημερίας και η άνοδος της αστικής εγκληματικότητος.
 
Πολλοί Αμερικανοί ενοχοποιούσαν την επέκταση του κράτους ευημερίας στο τέλος της δεκαετίας του 1980 λόγω νέων Ισπανόφωνων μεταναστών και λόγω της πολιτικής ενδυναμώσεως των μαύρων με την ψήφιση και εφαρμογή νόμων προς την κατεύθυνση αυτή.
 
Δημοσκόπηση του Δεκεμβρίου 1994, έδειξε ότι 57% επίστευαν ότι «οι πλείστοι που εισπράττουν βοήθημα από το δημόσιο δεν το έχουν ανάγκη» και μόνο 36% επίστευαν το αντίθετο.
 
Η αστική εγκληματικότης επίσης έγινε κύριο θέμα ως αποτέλεσμα των ταραχών της δεκαετίας του 1960. Το 1977, η Εθνική Οργάνωση Όπλων, η οποία αρχικώς συνεστήθη για να βοηθά τους κυνηγούς, μετατόπισε το βάρος του ενδιαφέροντος στην υποστήριξη των δικαιωμάτων των ιδιοκτητών να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους. Τα δικαιώματα στην οπλοκατοχή συνεδέθησαν με ανησυχίες για την ιερότητα της οικίας, την Αμερικανική ταυτότητα και την παρακμή της χώρας.
 
Στο τελευταίο τρίτο του 20ου αιώνος, μια διαδοχή προεδρικών υποψηφίων διεξήγαγε προεκλογικές εκστρατείες τονίζοντας την οικονομική, κοινωνική και ηθική κατάπτωση της πολιτείας.
 
Στην δεκαετία του 1980, ο Ronald Reagan είχε ως σύνθημα τον «νέο πατριωτισμό» και πρότεινε : «Ας ξανακάνουμε την Αμερική μεγάλη». Οι εθνικιστικές αυτές εκστρατείες σκοπόν είχαν να «επιστρέψουν» την Αμερική στη δεκαετία του 1950. Ήσαν συγχρόνως συντηρητικές και αντιδραστικές.
 
Η άνθηση της υψηλής τεχνολογίας στα τέλη της δεκαετίας του 1990 προσωρινά καθησύχασε τους φόβους για οικονομική παρακμή, αλλά στις αρχές του 21ου αιώνα, όλα τα θέματα, σκοποί και ανησυχίες που σχετίζονται με την ταυτότητα της Αμερικής επιστρέφουν στον υπερθετικό.