ΔΙΑΝΥΟΥΜΕ μια ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο, καθώς αντιμετωπίζουμε μια συνεχή πίεση και μια χωρίς άλλο επιθετικότητα από την κατοχική Τουρκία. Είναι κρίσιμες οι ώρες για την Ελλάδα και την Κύπρο, για τον ελληνισμό εν γένει. Προφανώς και η κατοχική δύναμη δεν μπλοφάρει πλέον. Έχει περάσει από τις ρητορικές εξάρσεις που διαχρονικά υιοθετούσε και υιοθετεί στην πράξη. Και η πράξη είναι η υλοποίηση των επεκτατικών της βλέψεων και επιδιώξεων, σε βάρος της Ελλάδος και της Κύπρου. Αυτό κανείς δεν μπορεί πλέον να το αμφισβητήσει. Ακόμη και όσοι για χρόνια θεωρούσαν πως η Τουρκία μπορεί να απειλεί αλλά στο τέλος δεν πρόκειται να  υλοποιήσει τις απειλές. Αυτό πλέον δεν ισχύει. Το καθεστώς Ερντογάν και απειλεί και επιτίθεται. Άλλωστε, διαχρονικά, εάν κάτι πιστώνεται στην τουρκική ηγεσία είναι πως όσα εξαγγέλλει τα υλοποιεί. Γι’ αυτό και θα έπρεπε να είμαστε πιο προσεκτικοί και μαθαίνοντας από τις εξελίξεις, να κινούμαστε ως ελληνισμός αποτρεπτικά. 
ΕΙΝΑΙ προφανές πως παρακολουθώντας τις εξελίξεις οδηγούμαστε πρωτίστως σε ένα αβίαστο συμπέρασμα. Οφείλουν οι κυβερνήσεις Ελλάδος και Κύπρου να προχωρήσουν στη διαμόρφωση αποτρεπτικών κινήσεων. Είναι πρόδηλο πως προσπάθειες καταβάλλονται και έγιναν βήματα προς αυτή την κατεύθυνση και από τις δυο κυβερνήσεις. Προφανώς και θα πρέπει να γίνουν κι άλλες ενέργειες. Κι αυτό γιατί βρισκόμαστε σε ένα «πόλεμο χαρακωμάτων» με την Τουρκία. Αυτή κτυπά συνεχώς, προελαύνει και εμείς είμαστε υποχρεωμένοι να απαντάμε. Είναι σαφές πως δεν αντιμετωπίζεται η προέλαση, η συνεχής αμφισβήτηση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, με δηλώσεις και διαβήματα. Αυτά είναι εργαλεία που χρειάζονται, δεν έχουν όμως την αποτελεσματικότητα την οποία θέλουμε. 
ΕΤΟΙΜΕΣ συνταγές δεν υπάρχουν. Υπάρχουν, όμως, πολλά να γίνουν. Προσφερόμενα πολιτικά και διπλωματικά εργαλεία υπάρχουν και θα πρέπει να αξιοποιηθούν. Σ’ αυτό τον τομέα, Ελλάδα και Κύπρος, έχουν δυνατότητες, λόγω και της ιδιότητας του κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βεβαίως, για να είμαστε σωστοί, ρεαλιστές, δεν είμαστε ευχαριστημένοι από τη μέχρι σήμερα στάση της ΕΕ. Όπως και δεν είμαστε και από τα Ηνωμένα Έθνη, τα οποία παρακολουθούν εξ αποστάσεως την τουρκική επιθετικότητα και τις ακραίες συμπεριφορές της κατοχικής Τουρκίας. Αυτή η στάση, τόσο των Ηνωμένων Εθνών όσο και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορεί να αλλάξει με μεθοδική δουλειά από τις δυο κυβερνήσεις, Ελλάδος και Κύπρου.
ΤΗΝ ίδια ώρα, είναι προφανές πως καθίσταται πλέον αναγκαίο, να συζητήσουν, πρώτα Ελλάδα και Κύπρος, αναβάθμιση της αμυντικής τους συνεργασίας. Τα θέματα της ασφάλειας δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται σε θεωρητικό επίπεδο. Μόνο, δηλαδή, με διακηρύξεις. Η ενίσχυση του άξονα από το Αιγαίο μέχρι την Κύπρο, καλύπτει ασφαλώς τις ανάγκες όλων και αναβαθμίζει την αμυντική ικανότητα. Σε δεύτερη φάση ή και ταυτόχρονα με την πρώτη, θα πρέπει να συζητήσουμε το θέμα της ασφάλειας με όλους τους συμμάχους μας. Των γνωστών τριμερών συνεργασιών. Πρωτίστως, με όλους όσους συμπίπτουν τα στρατηγικά μας συμφέροντα. Θα πρέπει τούτου να γίνει, έστω και τώρα.