Επίσημες γλώσσες της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι η ελληνική και η τουρκική. Η αγγλική χρησιμεύει ως γλώσσα επικοινωνίας μεταξύ των δύο κοινοτήτων.
Την ελληνική κοινότητα αποτελούν, σύμφωνα με το σύνταγμα του 1960, οι πολίτες της Δημοκρατίας οι οποίοι είναι ελληνικής καταγωγής και έχουν ως μητρική γλώσσα την ελληνική ή μετέχουν των ελληνικών πολιτιστικών παραδόσεων ή ανήκουν στην Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία. Στην ελληνική κοινότητα εντάχθηκαν και όσοι ανήκουν στις χριστιανικές θρησκευτικές ομάδες των Μαρωνιτών, των Αρμενίων και των Λατίνων.
Η επίσημη ελληνική γλώσσα, της Ελλάδας και της ελληνικής κοινότητας της Κύπρου, είχε ώς το 1976 τη μορφή της καθαρεύουσας, ενώ από τότε αντικαταστάθηκε από τη Νεοελληνική Κοινή, χωρίς διαλεκτισμούς και ακρότητες. Εφαρμόστηκε η αλλαγή, και στην Ελλάδα και στην Κύπρο, πρώτα στην εκπαίδευση και στη δημοσιογραφία και ύστερα στη δημόσια διοίκηση κτλ.
Η τηλεόραση, μέρος της δημοσιογραφίας, έγινε σιγά σιγά το κυριότερο πεδίο χρήσης της ελληνικής γλώσσας, το αποτελεσματικότερο σχολείο των Ελληνοκυπρίων για την κατάκτηση της γλώσσας τους. Πιστεύω ότι, με εξαίρεση τα καλλιτεχνικής φύσεως προγράμματα της κυπριακής τοπολαλιάς (που κι αυτά καλό είναι να έχουν μέτρια χρονική έκταση), στα άλλα προγράμματα της τηλεόρασης η ορθή αλλά και πλούσια χρήση της Νεοελληνικής Κοινής πρέπει να είναι στόχος πρώτιστος.
Δυστυχώς, κάποιοι μορφωμένοι σερβίρουν στον λόγο τους ενώπιον των τηλεθεατών το «τζιαι» αντί του διαχρονικού «και», σκόπιμα. Υπάρχουν και άλλοι Ελληνοκύπριοι που χρησιμοποιούν στην τηλεόραση γενικά τη διάλεκτό μας (χωρίς μάλιστα να την ξέρουν). Αυτοί πυροβολούν τη Νεοελληνική Κοινή, που δεν επιτρέπει δαλεκτισμούς.
Παραδόξως (;) για τη γλώσσα των Ελληνοκυπρίων επιδεικνύουν ενδιαφέρον και Τουρκοκύπριοι ηγέτες. Ένας απ’ αυτούς, πριν από λίγα χρόνια (2011), μίλησε (στην Ευρώπη) για δύο γλώσσες στην Κύπρο, την τουρκική και την «ελληνοκυπριακή», παραμερίζοντας θεμελιακό άρθρο του συντάγματος που μιλά για «ελληνική». Άλλος ένας, πριν από δύο χρόνια, ακούστηκε και θεάθηκε να λέει μεταξύ άλλων: τους επέβαλαν (δηλαδή από την Ελλάδα) μια γλώσσα που δεν είναι δική τους. Διαστρέφουν και βιάζονται οι ηγέτες της σύνοικης κοινότητας…
Τυχαίνει το απαξιούμενο σήμερα «και», ειδικά αυτό, να έχει μείνει σεβαστό στα γραπτά κείμενα της νεότερης κυπριακής γραμματείας, σε επτά συνεχείς αιώνες δουλείας. Ο σεβασμός δεν σημαίνει άγνοια του φθόγγου «τζ», που τον έχουμε στη λαϊκή μας προφορά από τα χρόνια της φραγκοκρατίας, π.χ. παπούτζια, ήτζου, έτζι.
Τέτοια κείμενα με σεβαστό στο πανελλήνιο «και», είναι:
α) Ασσίζες, Χρονικό Λεοντίου Μαχαιρά, Χρονικό Γεωργίου βουστρωνίου, Κυπριακά Ερωτικά Ποιήματα, Ιστορικό ποίημα το Σολομώντος Ροδινού (για την υποταγή της Κύπρου στους Οθωμανούς). β) Λόγια ποίηση του Γεωργίου Λαπίθη, του Βραχίμη Χριστοφάκη (17ος αιώνας). γ) Ποιητάρικη ποίηση στη δημοτική του Ηρακλείδιου (19ος αιώνας).
Σεβαστή είναι η χρήση του «και» και σε 24 δημοτικά κυπριακά τραγούδια της συλλογής του Νέαρχου Κληρίδη (1967-68). Σε όλα τα άλλα, βέβαια, η κυπριακή διάλεκτος κυριαρχεί.
Όμως ο δάσκαλος και λαογράφος μας είχε σαφή αντίληψη για τη μητρική γλώσσα των Ελλήνων κυπριόπουλων. Έλεγε (το 1968) για την Ανωτέρα Σχολή Αγρού, που είχε υπό την καθοδήγησή του αρχίσει τη λειτουργία της το 1944: «Τα παιδιά –ήμουν και εγώ μεταξύ των μαθητών– να μάθουν καλύτερα τη μητρική τους γλώσσα και μια ξένη…». Αυτή η διατύπωση δεν μου προκάλεσε καμιά αίσθηση τότε (το 1968). Τώρα όμως, μισόν αιώνα μετά, μέσα σε συνεχιζόμενη ημικατοχή και επαυξανόμενη απειλή, τη σκέπτομαι. Φοβούμαι την αλλαγή, την τόσο επικίνδυνη, ως προς την αντίληψη που έχουν Ελληνοκύπριοι για τον ρόλο της εθνικής μας γλώσσας.
Οπωσδήποτε η υστέρηση εμάς των Ελληνοκυπρίων, ιδιαίτερα των νέων, στη χρήση της επίσημης ελληνικής γλώσσας είναι σήμερα καταφανής. Αυτό εξυπακούει χρέος των υπευθύνων του τόπου για λήψη μέτρων για πρόληψη παραπέρα επιδείνωσης και για βελτίωση.

*Φιλόλογος.