Την περασμένη εβδομάδα η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) συμπαρατάχθηκε με τις φωνές που εισηγούνται αύξηση των επιτοκίων και τερματισμό του προγράμματος αγοράς ομολόγων, ως μέτρο καταπολέμησης του πληθωρισμού στην ευρωζώνη. Αυτό αναμένεται να επισυμβεί τον ερχόμενο Ιούλιο. Τι σημαίνει όμως αυτό για την κυπριακή οικονομία;

Με την αύξηση αυτή, η ΕΚΤ καθίσταται η τελευταία κύρια κεντρική τράπεζα της Δύσης που παρεμβαίνει. Και αυτό σχετίζεται με την δύσκολη θέση στην οποία βρίσκονται σήμερα οι Ευρωπαϊκές οικονομίες οι οποίες πλήττονται ιδιαίτερα ως αποτέλεσμα της συνεχιζόμενης Ρωσικής εισβολής αλλά και των κυρώσεων που η ίδια η ΕΕ έχει επιβάλει. Τόσο όσο αφορά στον πληθωρισμό που είναι ήδη στο υπερ-τριπλάσιο από τον στόχο της ΕΚΤ, όσο και σε σημαντικές υφεσιακές πιέσεις, δεδομένου του ότι η ΕΕ εισάγει γύρω στο 60% των αναγκών της σε ενέργεια. Αλλά και μέσα από ένα σοκ προσφοράς σε κρίσιμες πρώτες ύλες για την ευρωπαϊκή βιομηχανία (ή/και ενέργειας). Στο ακραίο σενάριο, οι οικονομίες της ευρωζώνης θα μπορούσαν να κληθούν να αντιμετωπίσουν ένα σοκ στασιμοπληθωρισμού – δηλαδή μηδενικής ανάπτυξης σε συνδυασμό με ακρίβεια.

Σε αυτή τη βάση, θεωρώ ότι θα δούμε ένα μείγμα πολιτικής παρά μια απλή αύξηση επιτοκίων, με μια σχετικά επεκτατική δημοσιονομική πολιτική συναποτελούμενη από μέτρα στήριξης αλλά και αναπτυξιακά μέτρα. Δηλαδή, κρατική στήριξη και επενδύσεις υποστηριζόμενες από το κράτος με ενδεχομένως αυξημένα δημοσιονομικά ελλείμματα. Στοχεύοντας σε, υπό τις περιστάσεις, λιγότερες επιπτώσεις στην ανάπτυξη.

Όσον αφορά στην Κύπρο, και παρά το ότι δεν έχουμε δει ακόμη ουσιαστικά μέτρα στήριξης, θεωρώ πως επιβάλλονται και πως θα πρέπει να αναμένονται. Τουλάχιστον ως μέρος μιας πανευρωπαϊκής στρατηγικής. Ιδιαίτερα προς τα χαμηλά και μεσαία εισοδηματικά στρώματα. Αλλά και προς την κατεύθυνση της υποστήριξης της ανάπτυξης.

Την ίδια στιγμή, τα μη-εξυπηρετούμενα δάνεια παραμένουν ένα από τα κύρια προβλήματα της οικονομίας μας, ενώ ο δανεισμός των κυπριακών νοικοκυριών παραμένει από τους ψηλότερους στην ΕΕ. Αναντίλεκτα, η αύξηση των βασικών επιτοκίων ανεβάζει το κόστος του χρήματος. Γεγονός που με τη σειρά του θα αυξήσει και το κόστος εξυπηρέτησης δανεισμού. Πλήττοντας δυσανάλογα τα νοικοκυριά με τα χαμηλότερα εισοδήματα που είναι στην πλειονότητά τους υπερχρεωμένα. Σε αυτό προστίθεται το γεγονός ότι οι έντονες πληθωριστικές πιέσεις δυσχεραίνουν περισσότερο τα νοικοκυριά με τα χαμηλότερα, χαμηλά, αλλά ακόμη και μεσαία εισοδήματα. Αφού καλούνται να ξοδέψουν πολύ περισσότερα σε ηλεκτρισμό, καύσιμα, θέρμανση και τρόφιμα, σε σχέση με τα εισοδήματά τους. Επενεργώντας αρνητικά στην ικανότητα τους να εξυπηρετήσουν τον υφιστάμενο δανεισμό τους.

Γεγονός που ενδεχομένως να πληγώσει τις ήδη λαβωμένες μας τράπεζες. Οι οποίες δυσκολεύονται στη διατήρησης της κερδοφορίας τους μέσα από τις παραδοσιακές τραπεζικές εργασίες. Κάτι που σίγουρα τα «χρυσά» διαβατήρια και θεσμική τους κάλυψη δεν βοήθησε. Τουναντίον, ανέβασε ακόμη περισσότερο το ασφάλιστρο κινδύνου για το σύστημα. Και άρα αναγκαστικά υιοθετήθηκαν σκληρότερα μέτρα συμμόρφωσης. Τα οποία περιορίζουν αλλά και καθιστούν τις συνήθεις τραπεζικές εργασίες λιγότερο προσοδοφόρες.

Σε επίπεδο δημόσιου χρέους, ο κίνδυνος χρεοκοπίας έχει ανεβεί διεθνώς. Ιδιαίτερα στις περιπτώσεις μεγαλύτερου σχετικού κινδύνου. Δηλαδή, τις αναπτυσσόμενες χώρες και χώρες της περιφέρειας όπως είναι η Κύπρος. Κάτι που ανεβάζει το ασφάλιστρο κινδύνου και συνήθως οδηγεί σε αύξηση στο κόστος δανεισμού κατά την επόμενη φάση άντλησης χρημάτων μέσα από κρατικά ομόλογα. Αυτό σημαίνει ότι τα ληξιπρόθεσμα δάνεια για το 2022 και το 2023 (γύρω στα 3,5 δις ευρώ) θα πρέπει να αναμένεται να αναχρηματοδοτηθούν με μεγαλύτερο κόστος.

Την ίδια στιγμή, η αύξηση στο κόστος του χρήματος επενεργεί ανασταλτικά και προς αναπτυξιακές πρωτοβουλίες και επενδύσεις. Αφού στις πλείστες των περιπτώσεων ανεβάζει το απαιτούμενο ποσό σε απόδοση από μια επένδυση. Και αυτό περιορίζει το φάσμα των επενδύσεων. Γι’ αυτό και επιβάλλονται στοχευμένα μέτρα στήριξης της ανάπτυξης από την Πολιτεία. Ιδιαίτερα όσο συνεχίζουμε να βιώνουμε σοκ προσφοράς σημαντικών πρώτων υλών που δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο αναπτυξιακές και επενδυτικές πρωτοβουλίες.

Αναντίλεκτα η επόμενη περίοδος θα βρίθει από προκλήσεις. Περισσότερο όσον αφορά στις πιο ευάλωτες ομάδες συμπολιτών μας, αλλά και ως προς τη στρατηγική κατεύθυνση που ως οικονομία πρέπει να καθορίσουμε, δεδομένων των νέων αυτών συνθηκών. Θα ήταν λάθος σε αυτό να υποθέσουμε ότι η ομαλότητα απλά θα επέλθει μέσα από μια φυσική διόρθωση των στρεβλώσεων είτε μέσα από ακόμη ένα νέο πρόσκαιρο μέτρο. Καλείται η Πολιτεία να λάβει μέτρα ως μέρος μιας πιο μακρόπνοης στρατηγικής σχετική με τα νέα παγκόσμια δεδομένα.

* Ο Δρ. Πλατής είναι Διδάκτορας Χρηματοοικονομικών του Πανεπιστημίου του Cambridge.