Από το 2005 που άρχισα να εργάζομαι ως δημοσιογράφος και να ασχολούμαι κυρίως με το εκπαιδευτικό ρεπορτάζ, θυμάμαι τα μεγάλα κείμενα και τις ατελείωτες σε έκταση αναλύσεις για τις εξετάσεις και συγκεκριμένα για το μάθημα των Νέων Ελληνικών. Κι αυτό διότι, τις περισσότερες χρονιές ο μέσος όρος του μαθήματος δεν έπιανε καν τη βάση. Κάπου εδώ άρχιζε και συνεχίζεται μία ατέρμονη συζήτηση για τα «γιατί», ποιος φταίει, τι γίνεται, τι δεν γίνεται, ποια μέτρα πρέπει να ληφθούν ΑΜΕΣΑ για να αλλάξει η εικόνα και σίγουρα η ουσία. Περνώντας, λοιπόν, τα χρόνια και φτάνοντας στο 2019, η εικόνα παραμένει πάνω-κάτω η ίδια και σίγουρα αλλαγές και μέτρα δεν βλέπουμε να λαμβάνονται. Ή και να λαμβάνονται -για να μην είμαστε μηδενιστές- αποτελέσματα δεν φαίνονται. Κάποτε οι φιλόλογοι ζητούσαν επιτακτικά από το υπουργείο Παιδείας εργαστηριοποίηση του μαθήματος των Νέων Ελληνικών, άλλοι φορείς τάσσονταν υπέρ της αύξησης του διδακτικού χρόνου των Νέων Ελληνικών, όχι μόνο στο Λύκειο αλλά και πιο νωρίς καθώς είναι κοινώς αποδεκτό πως οι βάσεις μπαίνουν σε μικρότερη μαθητική ηλικία. Άλλοι πάλι, πρότασσαν την ανάγκη της ενισχυμένης διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών, μάθημα το οποίο θεωρείται σε μεγάλο βαθμό συνδεδεμένο με τη σωστή γνώση και αντίληψη της ελληνικής μας γλώσσας. Όλα αυτά πήγαιναν και έρχονταν διαχρονικά στο Υπουργείο, το οποίο δήλωνε προβληματισμένο, έτοιμο να λάβει δράση. Αυτήν, ψάχνουμε ακόμα! Μιλώντας με φιλόλογους διαπιστώνουμε τα δύο χαρακτηριστικά στοιχεία που προκύπτουν από την εικόνα που παρουσίασαν τα Νέα Ελληνικά. Το ένα είναι η συμμετοχή όλων των υποψηφίων με τη μερίδα των «αδιάφορων» να παίζει ρόλο στην πτώση του μέσου όρου. Το δεύτερο, η μη ικανοποιητική γλωσσική επάρκεια πολλών παιδιών που διαιωνίζεται από τάξη σε τάξη, από βαθμίδα σε βαθμίδα. Αφήνοντας το πρώτο στην άκρη, αφού αναμένεται να επιλυθεί με τον διαχωρισμό των εξετάσεων σε δύο χρόνια, σε απόλυσης και εισαγωγικές, το σημαντικότερο είναι οι αρμόδιοι -όλοι ανεξαιρέτως- να ασχοληθούν με το δεύτερο. Γλωσσική ανεπάρκεια, που περιλαμβάνει ίσως και θέματα αντίληψης ενός θέματος και κατανόησής του. Χαρακτηριστική η άποψη φιλολόγων πως υπάρχει δυσκολία σε πολλά παιδιά να αντιληφθούν πρώτον, το κατά πόσο απέδωσαν στο γραπτό (εξ ου και η τοποθέτηση των περισσότερων υποψηφίων πως το δοκίμιο ήταν βατό) και δεύτερον, τι τους ζητείται να αναπτύξουν. Το ερώτημα πώς «δουλεύεται» αυτό το κομμάτι και πώς μπορείς να το διακρίνεις σε έναν μαθητή ώστε να τον βοηθήσεις, αναζητεί απάντηση. Από εκπαιδευτικούς, σχολείο, Υπουργείο, σύστημα. Αν αναλώναμε, κύριοι, λίγη φαιά ουσία σε αυτά τα ζητήματα, και λύσεις θα βρίσκαμε και βελτιώσεις θα είχαμε. Μπορεί όχι από τη μια στιγμή στην άλλη, αλλά θα είχαμε. Αντ’ αυτού, το Υπουργείο μπήκε σε μια διαδικασία να κάνει λογιστικές πράξεις για να βγουν τα κουκιά του εξορθολογισμού, χωρίς να αγγίξει την ουσία της Εκπαίδευσης. Εκπαιδευτικοί (σαφώς όχι όλοι) σήκωσαν τα χέρια αφού το σύστημα αυτό είναι και τι να κάνεις αδερφέ. Γονείς, δεν έμεινε φροντιστήριο για φροντιστήριο που δεν έστειλαν τα παιδιά, άσχετα αν φάνηκε ξανά πως δεν είναι πανάκεια, και φυσικά μαθητές που δεν ξέρουν τον τρόπο να διαβάζουν και να ανταποκρίνονται. Αν δεν μας νοιάζει το σήμερα, ας σκεφτούμε πως πολλοί από αυτούς τους υποψηφίους, σε μερικές μέρες θα είναι φοιτητές σε κάποιο Πανεπιστήμιο. Στα δύσκολα, στα βαθιά, στην κριτική σκέψη, στην έρευνα, στην ανάλυση. Μπλοκάραμε τα παιδιά σε υποχρεώσεις, ξεχνώντας να τα αφήσουμε να αναπτύξουν σκέψη, λόγο, έκφραση.