Mέρος Α’: Παναγία η Φωτολάμπουσα

Περνώντας τη μεγάλη στροφή του φιδίσιου δρόμου που οδηγούσε στο χωριό του πατέρα, ανάμεσα σε αμπέλια και στάνες, όπου τέτοια ώρα επέστρεφαν οι κατσίκες βελάζοντας, αντικρύζαμε το χωριό με τις δυο εκκλησιές του και το σπίτι των παππούδων. Ήταν κτισμένο στη «Μούττη», στο πιο ψηλό και ακρινό σημείο, που σαν φρούριο υπερίπτατο των υπολοίπων σπιτιών.
 
Η γιαγιά κι ο παππούς μας περίμεναν μες στην ησυχία του δειλινού, την ώρα που κούρνιαζαν τα πουλιά στα δέντρα και ένας ήλιος-φωτιά έδυε πίσω από την κοιλάδα του Διαρίζου.
-Πίσω που τούντες μούττες, τζειαμαί που πάει να βουττήσει ο ήλιος εν η θάλασσα της Πάφος, μας έλεγε η γιαγιά.
 
Έβλεπα τις μαβιές βουνοκορφές, αλλά δεν πίστευα πως εκεί κάτω στ’ ανοικτά απλώνεται η θάλασσα. Τα βουνά ήταν τόσο μεγάλα, απέραντα και δεσποτικά που επέβαλλαν απόλυτα την παρουσία τους, τόσο που δεν άφηναν την παραμικρή χαραμάδα στη φαντασία. Όλα ήταν πέτρα και βράχια κι η παραθαλάσσια πόλη μου με τους ανοικτούς ορίζοντες ανήκε ήδη σε έναν αλλιώτικο χρόνο και γεωγραφικό πλάτος.
 
Στο χωριό ο χρόνος ήταν αυτός του τώρα και του πάντα. Τα βουνά, οι πέτρες στα σπίτια ή στις δόμες των αμπελιών, οι τερατσιές, οι ελιές, ο ουρανός με τον ήλιο, το φεγγάρι και τα αμέτρητα αστέρια, υπήρχαν ανέκαθεν. Στο «πάντα» και στο «τώρα».
 
Ο παππούς Λεωνίδας και η γιαγιά Αναστασία, ήταν κι αυτοί αιωνόβιοι στα μάτια μου, δυο σταθερά σημεία στη μικρή μου ύπαρξη. Μπορεί να μην τους έβλεπα συχνά, αλλά ήξερα πως ήταν πάντοτε στο πέτρινο σπίτι, δυο φάροι που ανάβλυζαν φως και ζεστασιά από την αγάπη και την πίστη που τους κατέκλυζαν. Με λόγια και χειρονομίες μετρημένες, όπως κι οι ζωές τους, που ενέπνεαν ασφάλεια και θαλπωρή σ’ εμάς τα παιδιά. Μας περίμεναν πάντα, μέχρι να δουν το αυτοκίνητό μας να πιάνει τη μεγάλη στροφή. Η γιαγιά μας προϋπαντούσε με το καπνιστήρι, που έβγαζε καπνό, λιβάνι και άρωμα ελιάς. Σκύβαμε να φιλήσουμε ευλαβικά το χέρι τους, ενώ αυτοί μας φιλούσαν στο μέτωπο.
 
Στο σπίτι οι κάμαρες δεν είχαν παράθυρα, παρά τρύπες που άφηναν μέσα να μπει λιγοστό φως και αέρας. Έτσι τα καλοκαίρια ήταν δροσερές αφού κρατούσαν μακριά τον ήλιο κι ας ήταν καμίνι έξω. Οι πόρτες δεν έκλειναν ποτέ, παρά μόνο τη νύχτα που μπορεί να έκανε λίγη ψύχρα. Εμείς κοιμόμασταν στο «απαλάτιν», τη μόνη κάμαρη που ήταν κτισμένη στο ανώι και είχε μεγάλα παράθυρα και ένα μπαλκόνι σαν παρατηρητήριο. Απ’ εκεί αγνάντευες το χωριό, την κοιλάδα και την οροσειρά του Τροόδους, ενώ κάτω κυμάτιζε μια απέραντη θάλασσα από πράσινους αμπελώνες. Οι «μονές»  ήταν στρωμένες με άσπρα ταϊστά σεντόνια που μύριζαν πράσινο σαπούνι και από πάνω ανέμιζαν οι δαντελένιες κουνουπιέρες. Στην αρμαρόλλα ήταν τα καλά γυαλικά της γιαγιάς και τα ασημένια πηρουνάκια με τα οποία κερνούσε τους ξένους γλυκό του κουταλιού, στα μικρά κρυστάλλινα πιατάκια, από τις μπονμπονιέρες της βάφτισής μου. Εκεί είχε και τα καλά της σερβίτσια από πορσελάνη, για όταν θα έρχονταν ξένοι.
 
Το σπίτι ήταν ασπρογιασμένο από ασβέστη, όπως κάθε φορά που πλησίαζε μια μεγάλη γιορτή. Οι γυναίκες είχαν ασβεστώσει τα σπίτια τους, τώρα που το χωριό γιόρταζε την Κοίμηση της Θεοτόκου και αντικρύζοντάς το από μακριά, έμοιαζε με νησί των Κυκλάδων, μόνο που αντί θάλασσα και άλλα νησιά, το κύκλωναν πράσινα αμπέλια, αμυγδαλιές, ροδιές και ελιές.
 
Απόμερο και μοναχικό, μακριά από τον κύριο δρόμο, δεν ήταν πέρασμα για κανένα άλλο χωριό. Έπρεπε να στρίψεις και να το αναζητήσεις, να έχεις ειδικό λόγο να το επισκεφθείς. Εκτός από τον πραματευτή, μόνο κάποιοι προσκυνητές έρχονταν κάθε τόσο, οι οποίοι είχαν κάνει κάποιο τάμα στην Παναγία τη Φωτολάμπουσα που είχε γιατρέψει τόσους και τόσους, κυρίως με προβλήματα όρασης.
 
Το χωριό ήταν ο τόπος όπου «το θαύμα λειτουργεί ακόμη…»

 
Φωτογραφία: Δένα Τουμαζή, Όψη της Δοράς από την Παναγία τη Φωτολάμπουσα