«Τρία πάθη, απλά αλλά εξαιρετικά δυνατά, έχουν εξουσιάσει τη ζωή μου: η λαχτάρα για έρωτα, η αναζήτηση για γνώση, και η αβάσταχτη λύπη για τα δεινά της ανθρωπότητας. Αυτά τα πάθη σαν δυνατοί αγέρηδες με φυσούν εδώ και εκεί, σε μια απρόβλεπτη πορεία, σε έναν φοβερό ωκεανό αγωνίας, φτάνοντας στο χείλος της απελπισίας. 
Αυτή ήταν η ζωή μου. Άξιζε να τη ζήσω και θα την ξαναζούσα αν μου προσφερόταν η ευκαιρία.» (Russell, 1967, Autobiography, “Prologue”)
Ο Bertrand Arthur William Russell (1872-1970) υπήρξε γόνος αριστοκρατικής οικογένειας (ο παππούς του, λόρδος Τζον Ράσελ, πρώτος Κόμης) διετέλεσε πρωθυπουργός της Βασίλισσας Βικτωρίας. Μεγάλωσε με τη γιαγιά του (που επέλεξε να του παράσχει μόρφωση στο σπίτι παρά τη φοίτησή του σε σχολείο), καθώς δύο χρόνων έχασε τη μητέρα και την αδελφή του και τεσσάρων τον πατέρα του. Το γεγονός αυτό συντέλεσε στο να λάβει πρεσβυτεριανή αγωγή, την οποία αποκήρυξε σε ηλικία 18 ετών, όταν έγινε άθεος (ύστερα από την ανάγνωση της αυτοβιογραφίας του νονού του, του διαπρεπούς φιλοσόφου John Stuart Mill). 
Από μικρή ηλικία ο Μπέρτραντ Ράσελ έδειξε δείγματα της ιδιοφυΐας που έμελλε να γίνει, όταν στα 11 του χρόνια ανέπτυξε τρομερό ενδιαφέρον για την ευκλείδεια γεωμετρία στην οποία τον μύησε ο αδελφός του. Στα 18 κέρδισε υποτροφία για να σπουδάσει μαθηματικά στο Trinity College, του Cambridge. Συνέχισε με πτυχίο στις Ηθικές επιστήμες για να επιστρέψει, έπειτα από πολυετείς σπουδές στο εξωτερικό, ως διδάσκων στο φημισμένο Trinity. Περισσότερο απ’ όλα είναι γνωστός για το φλεγματικό του χιούμορ και την αισιοδοξία του για τη δύναμη του ανθρώπου να κάνει το καλό, παρόλο που έζησε δύο παγκόσμιους πολέμους και φυλακίστηκε ισάριθμες φορές για τα φρονήματά του. Το 1958, ίδρυσε την εκστρατεία για τον Πυρηνικό Αφοπλισμό, ενώ στις 9 Ιουλίου του 1955 συγκέντρωσε διαπρεπείς επιστήμονες μεταξύ των οποίων και τον Albert Einstein να υπογράψουν το Μανιφέστο για την Ειρήνη. Το 1963 καθιέρωσε το ίδρυμα Ειρήνης του Bertrand Russell και το 1967 την διεθνή Επιτροπή για τα εγκλήματα πολέμου ως απάντηση στον πόλεμο του Βιετνάμ. 
Στο βιβλίο του «Η κατάκτηση της ευτυχίας» ο Bertrand Russell αναρωτιέται αν είναι δυνατή η ευτυχία, τον 20ό αιώνα και προτείνει τρόπους κατάκτησής της. Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι δυστυχισμένοι, συμπεραίνει ο Russell και «οι αιτίες γι’ αυτή τη δυστυχία βρίσκονται είτε στο κοινωνικό σύστημα είτε στην ατομική ψυχολογία (που σε μεγάλο βαθμό είναι κι αυτή δημιούργημα του κοινωνικού συστήματος)». Το ότι τόσοι πλούσιοι είναι δυστυχισμένοι είναι απόδειξη ότι το χρήμα από μόνο του δεν προσφέρει ευτυχία. Όμως, τι μπορεί να κάνει κάποιος για να είναι ευτυχισμένος μέσα στη γεμάτη οδύνη κοινωνία μας; 
Οι προϋποθέσεις της ευτυχίας, σύμφωνα με τον Russell, είναι απλές: «η τροφή, η στέγη, η υγεία, ο έρωτας, η εργασία που τη στεφανώνει η επιτυχία, ο σεβασμός του περιβάλλοντός μαs» αλλά και τα ενδιαφέροντα που αποκτά κάποιος, που του δίνουν επιλογές να υπερβεί την καθημερινή ανία και οδηγούν σε πάθος για τη ζωή.  Η ζωή όμως δεν μπορεί να στηριχτεί μόνο στο εγώ αλλά στο εμείς, στον κόσμο ως όλον. «Ευτυχισμένος είναι ο άνθρωπος που δεν υποφέρει από αυτή την έλλειψη ενότητας, που νιώθει πως είναι πολίτης του σύμπαντος, που χαίρεται με κάθε ελευθερία το θέαμα και τις απολαύσεις που προσφέρει ο κόσμος, δεν ταράζεται από τη σκέψη του θανάτου, γιατί δεν αισθάνεται να είναι κάτι το χωριστό από εκείνους που θα έρθουν ύστερα από αυτόν.» 
Ευτυχισμένη ζωή για τον Russell είναι η καλή ζωή. Και «καλή ζωή είναι αυτή που εμπνέεται από την αγάπη και καθοδηγείται από τη γνώση». Μια ζωή στην οποία δεν θα αλλάζαμε τίποτε.
 
* Η δρ Έλσα Νικολαΐδου διδάσκει Φιλοσοφία στο σχολείο Med High.