Κατηφορίζω το χωμάτινο μονοπάτι, κάτω από τον ίσκιο των πεύκων. Από το μικρό το «περιγιάλι το κρυφό» ακούγονται γέλια και παιδικές φωνές. Στην αμμουδιά, λιγοστές ομπρέλες, ψάθες και πετσέτες που άπλωσαν οι λουόμενοι, πολύχρωμα κουβαδάκια και πύργοι στην άμμο.
 
Αράζω στο κεντράκι-παράγκα, σε μια ξύλινη κούνια που κρέμεται από ένα πεύκο και αφήνομαι στην καλοκαιρινή ραστώνη και στην ακινησία του χρόνου, που ρυθμίζεται μόνο με το τρελό τετέρισμα των τζιτζικιών. Δεν υπάρχει το πριν ή το μετά αλλά μόνο το τώρα, το αιώνιο παρόν.
 
Ήλιος, αέρας, θάλασσα και στο βάθος του ορίζοντα, βουνοκορφές νησιών. Όπου κι αν κοιτάξεις, υπάρχει μια στεριά απέναντι όπου αυτή την ώρα ζουν, δουλεύουν, κολυμπούν άγνωστοί μας συμπατριώτες. Δεν νοιώθεις μόνος κι αποκομμένος, όπως στην Κύπρο την οποία βαραίνουν αιώνες μοναξιάς, αφού στο ανατολικότερο άκρο της Μεσογείου όπου βρίσκεται, υπήρξε ανέκαθεν μόνη, στο έλεος κατακτητών και πειρατών. Καμία στεριά, κανένα νησί δεν φαίνεται στο βάθος του ορίζοντα που τον κλείνει ένα υδάτινο τείχος, από θάλασσα και ουρανό.
 
Μόνο στα βόρεια από το ακρωτήριο Κορμακίτης και τη βουνοσειρά του Πενταδακτύλου, σαν είναι καθαρή η ατμόσφαιρα, αχνοφαίνονται τα παράλια της Τουρκίας. Κάτι που κάνει ακόμη πιο αβάστακτη τη μοναξιά μας, εφόσον ο εχθρός που καταπατά τη γη και τη θάλασσά μας, δεν βρίσκεται μόνο στην απέναντι ακτή αλλά είναι εντός. Ένα τείχος ορθώνεται, εμποδίζοντάς μας, να πάμε δίπλα, στα σπίτια μας.
 
Μέσα από το πευκόδασος ακούγονται βελάσματα και κουδουνίσματα κατσικιών που θυμίζουν την κυπριακή ύπαιθρο, μα και τη Σκιάθο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, τότε που οι τέσσερις εποχές διαδέχονταν η μια την άλλη, με μια αρχέγονη ιεροτελεστία, όχι βάσει του ημερολογιακού χρόνου και αυτού των ρολογιών. Τότε που το τσοπανόπουλο, έβγαζε την κατσίκα του τη Μοσχούλα για βοσκή και ο χρόνος ήταν ακόμη κυκλικός και σαν όνειρο στο κύμα.
 
Στην παραλία ο κόσμος δεν φορά ρολόγια. Ελάχιστοι φορούν πλέον, εφόσον η ώρα αναγράφεται στα κινητά τηλέφωνα, στο αυτοκίνητο, στους υπολογιστές, στις συσκευές της κουζίνας μας. Ο γραμμικός, ψηφιακός χρόνος, που πάει μόνο μπροστά…
 
Εγώ είμαι προφανώς η μόνη στην παραλία που δεν έχω μαζί μου κινητό. Κολυμπώ στα διάφανα, γαλαζοπράσινα νερά και έπειτα κάθομαι κάτω από το πεύκο μου, φωτογραφίζοντας στον σκοτεινό θάλαμο του μυαλού μου, τις εικόνες του επίγειου παραδείσου όπου είχα την ευλογία να βρεθώ για λίγο.
 
Παρατηρώ τους «λουόμενους», πάσης ηλικίας που αντί να κολυμπούν, μένουν ακίνητοι σαν αγάλματα, στις ξαπλώστρες ή στις καρέκλες τους, με το κεφάλι σκυμμένο κάτω, στο κινητό τους. Δεν μιλούν καν μεταξύ τους. Η μόνη κίνηση που κάνουν είναι με τα δάκτυλα, στέλνοντας μηνύματα, τρολάροντας, βγάζοντας φωτογραφίες το φραπέ, το κόκτειλ ή το φαγητό τους. Οπωσδήποτε και πολλές selfies, αναρτώντας τες όλες στο Facebook και στο Instagram, χαμογελώντας στη συνέχεια με τα Like και τα σχόλια που πήραν. Γράφουν αμπελοφιλοσοφίες, κάνουν πολιτική, ασκούν κριτική, δικάζουν και καταδικάζουν.
 
Νέοι μα και μεσίληκες, που κατά τη διάρκεια των διακοπών τους, δεν «διακόπτουν», δεν αποκόπτονται από το οικείο περιβάλλον, αλλά κάνουν follow, παρακολουθούν τις ζωές και τα stories των εκατοντάδων «βιβλιομούρηδων» φίλων τους, ζώντας τη δική τους μέσα από τις αναρτήσεις και τις κοινοποιήσεις των social media.
 
Ο Umberto Eco είχε πει πως «Οι ιστότοποι κοινωνικής δικτύωσης έδωσαν το δικαίωμα σε λεγεώνες ηλιθίων να μιλάνε, αυτοί που άλλοτε δεν μίλαγαν παρά μόνο σε μπαρ και καφενεία, χωρίς να βλάπτουν την κοινότητα. Τους αναγκάζαμε να σωπάσουν αμέσως, αλλά σήμερα έχουν το ίδιο δικαίωμα λόγου όπως ένας Νομπελίστας. Ζούμε την εισβολή των ηλιθίων».
 
Ο Σεπτέμβρης σηματοδοτεί το τέλος των διακοπών, την επιστροφή στα θρανία και στα γραφεία. Ξανασυναντούμε τους φίλους της πραγματικής μας ζωής, αφού οι άλλοι ανήκουν σε μια ψηφιακή και εικονική πραγματικότητα.
 
Καλό φθινόπωρο!