Η Πέτρα, ντύνεται πάντοτε κομψά. Φορεί τα twin set μπλουζάκια με την ασορτί ζακέτα τους, ακόμη και το καλοκαίρι, μόνο που τότε οι ζακετούλες είναι βαμβακερές και κοντομάνικες. Κάθε πρωί διακρίνεται η λεπτή της σιλουέτα, όταν βγαίνει στον κήπο της και ασχολείται με τον μικρό της τριανταφυλλώνα. Η φροντίδα και ο χρόνος που του αφιερώνει, είναι δυσανάλογα του μεγέθους του. Εκεί ξεκινά την κάθε μέρα της, αφού εξάλλου έχει μια ιδιαίτερη σχέση με την κάθε τριανταφυλλιά της. Με ένα μικρό κλαδευτήρι, κόβει ό, τι θεωρεί περιττό, αφαιρεί ζιζάνια από το χώμα, τις ποτίζει και ξαναβγαίνει να τις δροσίσει, τα ζεστά καλοκαιρινά δειλινά.

Αυτή είναι και η μόνη ασχολία που την αποσπά από την καθημερινή αναζήτηση του Hans, του μεγάλου της έρωτα τότε, όταν προ δεκαετιών σπούδαζε και εργαζόταν στη Γερμανία. Της είχε κάνει μάλιστα πρόταση γάμου, την οποία αναγκάστηκε να απορρίψει, κατόπιν πιέσεων των γονιών της που δεν ήθελαν την κόρη τους να παντρευτεί με ξένο. Ενέδωσε στις πιέσεις και κάποια στιγμή επέστρεψε πίσω στο νησί. Ο χωρισμός την είχε συντρίψει αλλά «το καθήκον» απέναντι στην οικογένεια δεν της επέτρεπε να κάνει πίσω.
 
«Σύντομα θα τον ξεχάσεις και θα καλοπαντρευτείς με έναν δικό μας. Παπούτσι που τον τόπο σου κόρη μου». Και τα χρόνια περνούσαν… Περνούσαν κι οι δεκαετίες και η Πέτρα δεν συνάντησε ποτέ κάποιον που να συγκρίνεται με τον Hans παρά τις γνωριμίες που της διευθετούσαν με γόνους καλών οικογενειών.

Ακόμη και τώρα που το Alzheimer της κτύπησε την πόρτα, που ξεχνά ονόματα και γεγονότα, αν έσβησε το γκάζι ή αν έφαγε, τον μόνο που θυμάται, ίσως και πιο έντονα από πριν είναι τον Hans. Ζει με μοναδικό σκοπό να τον εντοπίσει, αναζητώντας τον καθημερινά μέσα από τις χιλιάδες αντρών με αυτό το όνομα που κατακλύζουν το διαδίκτυο.

«Ίσως να μην έχει facebook» της λεν τα ανίψια της, αλλά αυτή δεν τα βάζει κάτω. Ψάχνει τη φωτογραφία του, πιστεύοντας πως θα τον αναγνωρίσει αμέσως. Στο μυαλό της έχει ακόμη την εικόνα ενός νέου με ξανθά κυματιστά μαλλιά, είκοσι με τριάντα χρόνων, όπως αυτήν, στις φωτογραφίες που μας δείχνει. Προφανώς θα έχουν ασπρίσει, αν βέβαια υπάρχουν ακόμη μαλλιά στο κεφάλι. Τα γαλαζοπράσινα σπινθηροβόλα μάτια θα έχουν μικρύνει, ξεθωριάσει και θα κρύβονται πιθανώς πίσω από ένα ζευγάρι μυωπικών γυαλιών. Τα χαρακτηριστικά θα έχουν κι αυτά αλλοιωθεί.

 

«Κι αν ακόμη αυτός ο Hans έχει facebook και περάσεις πάνω από τη φωτογραφία του, είσαι σίγουρη πως θα τον αναγνωρίσεις;»
Θυμώνει μαζί μας και λέει, πως «Δεν αλλάζουνε τα μάτια! Εσείς δεν θα αναγνωρίζατε τον άντρα σας; Μπορεί να μην παντρευτήκαμε αλλά αυτός είναι ο άντρας της ζωής μου».
Μιλά για καλοκαίρια στα ελληνικά νησιά, για φθινόπωρα σε κίτρινα δάση και λευκούς χειμώνες σε χιονισμένα βουνά.

Την αφήνουμε στο παράλληλο σύμπαν του facebook, στις αναμνήσεις και τις αναζητήσεις της και της ευχόμαστε, όπως και η ίδια εύχεται, όταν επιτέλους τον βρει, να είναι ελεύθερος, ζωντοχήρος ή χήρος, μα πάνω απ’ όλα να τη θυμάται κι αυτός με την ίδια αγάπη και θέρμη.

Τότε θα ξανασμίξουν και θα ζήσουν μαζί σε ένα αιώνιο παρόν, που θα καταργεί παρελθοντικούς χρόνους, αυτούς που έχασαν, ζώντας ο καθένας χωριστά. Περνώντας από σπίτι της, ακούγεται συχνά η θεσπέσια φωνή της, να τραγουδά μαζί με τον Γεράσιμο Ανδρεάτο:

«Στα ίδια μέρη θα ξαναβρεθούμε, τα χέρια θα περάσουμε στους ώμους
παλιά τραγούδια για να θυμηθούμε, ονόματα και βλέμματα και δρόμους.

Χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια που θυμάσαι και θυμάμαι
τίποτα δε χάθηκε ακόμα όσο ζούμε και πονάμε
χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια μόνο τρόπο να κοιτάνε.

Κι αν άλλαξαν οι φίλοι μας λιγάκι, αλλάξαμε κι εμείς με τη σειρά μας
χαθήκαμε μια νύχτα στο Παγκράτι, αλλά βλεπόμαστε στα όνειρά μας.»

(Μουσική: Δημήτρης Παπαδημητρίου / Στίχοι: Μιχάλης Γκανάς)