Τελευταία συζητείται μεταρρύθμιση της Δημόσιας Υπηρεσίας. Διαβάσαμε τις δηλώσεις κάποιου υπεύθυνου εμπλεκόμενου ότι τώρα θα προάγονται οι άριστοι, θα υπάρχει αξιοκρατία. 
Μήπως ο ίδιος ήταν/είναι άριστος; 
Με ποια τρομερά προσόντα ευνοήθηκε να καταλαμβάνει τη μια προνομιούχα θέση μετά την άλλη; 
Μετά πώς καταπολεμάται το ρουσφέτι; 
Πώς σταματάς τις κομματικές και άλλες παρεμβάσεις για τους «κουμπάρους»; 
Πώς καταπολεμάται η γραφειοκρατία; 
Φυσικά, η κάθε εποχή είχε τις δικές της συνθήκες εργασίας. 
Στο βιβλίο «Τιμητικοί τίτλοι και ενεργά αξιώματα στο Βυζάντιο» (Ιανός, 2001) του Κίμωνα Εμμανουήλ Πλακογιαννάκη γίνεται περιγραφή της «δημόσιας υπηρεσίας» του Βυζαντίου, η οποία ήταν δαιδαλώδης. Επικρατούσε αυστηρή ιεραρχία που στηριζόταν στους αυλικούς τίτλους ευγενείας. Υπήρχαν δυο κατηγορίες αξιών, η «τας διά βραβείων αξίας», «το μόνιμον έχουσιν» (Φιλόθεος) και «τας διά λόγου», «ραδίως πάλι αφαιρούμεναι εκ προσώπων εις πρόσωπα διαβαίνουσιν». Οι τιμητικοί τίτλοι, «διά βραβείων αξίαι», απονέμονταν από τον αυτοκράτορα και συνεπάγονταν σημαντικά κοινωνικά και άλλα οφέλη.  Κάποια απο τα αξιώματα προορίζοντο μόνο για «βαρβάτους», δεν είχαν πρόσβαση οι ευνούχοι. Για να αποκτήσει κανείς τιμητικό τίτλο έπρεπε να πληρώσει αρκετό χρυσάφι στο κράτος αλλά και στους αυλικούς (μέσο, ρουσφέτι) που μπορούσαν να στηρίξουν την εκλογή του. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα: κουροπαλάτης=ένα είδος αυλάρχη, βασιλικός μανδάτωρ= αξιωματούχος έργο του οποίου ήταν να μεταβιβάζει τις διαταγές του αυτοκράτορα, βεστήτωρ= είχε καθήκοντα στο αυτοκρατικό ιματιοφυλάκιο, όπου φυλάσσονταν οι ενδυμασίες του αυτοκράτορα, χοσβαίτης= υπεύθυνος για τα βασιλικά «καμπάγια» (σανδάλια) και «τζαγία» (υποδήματα), πραιπόσιτος= ανώτερη διάκριση για ευνούχο, κουβικουλάριοι= θαλαμηπόλοι για τη φρούρηση και επιτήρηση του κοιτώνα του αυτοκράτορα, προμικήριος των υπογραφέων= διηύθυνε το τμήμα της αυτοκρατορικής γραμματείας που ήταν υπεύθυνο για την καθαρογραμμή των επίσημων εγγράφων, παρακοιμώμενος του Ιερού Κοιτώνος=κοιμόταν δίπλα στο υπνοδωμάτιο του αυτοκράτορα, ήταν υπεύθυνος για την ασφάλεια του ηγεμόνα κατά τη νύχτα (τη μέρα αναλάμβανε άλλος), παρακοιμώμενος της σφενδόνης= υπεύθυνος της φύλαξης της «σφενδόνης», δηλαδή του δακτυλιδίου εκείνου του αυτοκράτορα που έφερε την ειδική σφραγίδα με την οποία σφραγίζονταν με κερί ορισμένα αυτοκρατορικά έγγραφα γνωστά ως «κηρόβουλλα», απευθύνονταν συνήθως προς τη μητέρα, τη σύζυγο και τον υιό του αυτοκράτορα (μόνο), «επι(γ)κέρνης»= οινοχόος του ηγεμόνα, «ατρικλίνης»= επί της εθιμοτυπίας, νιψιστ(ι)άριοι= μετέφεραν τα χρυσά και διάλιθα (λεκάνες και δοχεία με θερμό νερό) για να πλύνουν οι συνδαιτυμόνες τα χέρια τους και άλλοι πολλοί. 
Στο έργο του «Μοντέρνοι Καιροί» (1936), ο Charlie Chaplin απεικονίζει τις συνθήκες εργασίας ενός αλητάκου, εργάτη σε ένα εργοστάσιο της βιομηχανικής εποχή, με φόντο το μεγάλο οικονομικό και χρηματιστηριακό κραχ του 1929. Η πρώτη σκηνή της ταινίας δείχνει ένα κοπάδι πρόβατα και αμέσως μετά, σε αντιπαραβολή, τους εργαζόμενους να πηγαίνουν δουλειά. Ο γνωστός αλητάκος, με το χαρακτηριστικό καπέλο και μουστάκι, εργάζεται στη γραμμή παραγωγής ενός εργοστασίου σφίγγοντας βίδες, ενώ ένα τυραννικό αφεντικό φωνάζει συνεχώς να κάμνουν πιο γρήγορα. Στο εργοστάσιο τα πάντα γίνονται αυτόματα. Χρησιμοποιείται μια αυτόματη ταΐστρα των εργατών ώστε να μη χάνουν χρόνο τρώγοντας το διάλειμμα (όπως γρασάρεται η μηχανή). Ο βιομηχανικός εργάτης υποχρεώνεται σε μηχανιστικές, επαναλαμβανόμενες κινήσεις. Είναι η εποχή του ανειδίκευτου εργάτη και της  απαξίωσης του εργάτη-μάστορα. Τελικά, ο αλητάκος τρελαίνεται χάνοντας  την ανθρώπινη υπόστασή του αφού αποτελεί πρόεκταση της μηχανής και τριγυρίζει σφίγγοντας όχι μόνο τις βίδες αλλά και  μύτες και κουμπιά των ενδυμάτων όσων συναντά. Μέσα στην τρέλα του μπλέκεται στα γρανάζια ενός τεράστιου μηχανήματος. 
Έχουμε προχωρήσει από την εποχή του Βυζαντίου και του Charlie Chaplin.
Ασφαλώς νοσεί το σύστημα αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων και ταυτόχρονα και των εκπαιδευτικών. Όμως, τις αξιολογήσεις τις κάμνουν ανώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι. Ας μας πει ο πρόεδρος της ΕΔΥ πόσους υπαλλήλους βαθμολόγησε κάτω του άριστα όταν ήταν ανώτερος δημόσιος υπάλληλος. Αλλάζοντας το σύστημα αξιολόγησης χωρίς να αλλάξουμε νοοτροπία («ας μεν έβρει που μένα») δεν θα επιτύχουμε. Αν ο αξιολογών ανώτερος υπάλληλος δεν αναλαμβάνει τις ευθύνες του και προσπαθεί να μην κακοφανίσει κανένα, στον ίδιο παρονομαστή θα καταλήξουμε.
Για παράδειγμα ψηφίστηκε νόμος για το ρουσφέτι. 
Μήπως έπαψε να υπάρχει ρουσφέτι; 
Κάθε άλλο.
Οπότε, σε θεωρητικό επίπεδο δεν διαφωνούμε με τη μεταρρύθμιση, όμως έχουμε κάποιες αμφιβολίες στην πρακτική εφαρμογή.