Η δικαιοδοσία ενός διαιτητή εξαντλείται στην εκδίκαση των διαφορών που αποτελούν το αντικείμενο της παραπομπής, στη βάση της οποίας διορίστηκε. Εκδίκαση οποιωνδήποτε θεμάτων πέραν αυτών, εκπίπτουν της δικαιοδοσίας του διαιτητή και, στην απουσία συναίνεσης των μερών, δεν είναι επιτρεπτή η εκδίκασή τους για οποιονδήποτε λόγο. Αυτή η αρχή έλκει την προέλευσή της από το Κοινό Δίκαιο, καταγράφεται στο σύγγραμμα Russell on the Law of Arbitration, 19η έκδοση (1982), το οποίο αναγνωρίζεται ως αυθεντία σε πλείστες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αλλά και των Επαρχιακών, που αφορούν θέματα διαιτησίας. Εκδόθηκε πριν τη μεταρρύθμιση του Αγγλικού περί Διαιτησίας Νόμου, όταν οι πρόνοιες του παρουσίαζαν πολλές ομοιότητες με τον κυπριακό περί Διαιτησίας Νόμο, Κεφ.4, το πλείστο μέρος του οποίου αποτελούσε μετάφραση του αγγλικού. Στο σύγγραμμα αυτό, στην επικεφαλίδα ‘‘καθήκον διαιτητή να αποφασίζει για διαφορές που υποβάλλονται και όχι περισσότερο’’ τονίζεται ότι ένας άλλος σημαντικός κανόνας είναι ότι ο διαιτητής δεν πρέπει να αποφασίζει ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο από τις διαφορές που του υποβλήθηκαν, διαφορετικά η απόφαση μπορεί να ακυρωθεί, εκτός εάν, φυσικά οι διαφορές που υποβλήθηκαν αποσυρθούν επίσημα ή εάν νέες διαφορές υποβληθούν με οριστική γραπτή συμφωνία προς απόφαση του. 

Ο διορισμός διαιτητή γίνεται στη βάση ρήτρας διαιτησίας που περιέχεται στη μεταξύ των μερών συμφωνία, με προφανή σκοπό την εκδίκαση των διαφορών που δυνατό να προκύψουν μεταξύ τους και να παραπεμφθούν σε διαιτησία ενώπιον του. Για να υπάρξει, όμως, διαφορά που να μπορεί να παραπεμφθεί σε διαιτησία είναι απαραίτητο να υπάρξει απαίτηση και στη συνέχεια απόρριψη ή διαφωνία ώστε να αποκρυσταλλωθεί η διαφορά. Θέματα που ανακύπτουν μετά την παραπομπή συγκεκριμένων διαφορών σε διαιτησία δεν μπορούν να εκδικαστούν στο πλαίσιο της, ακόμη και αν σχετίζονται με οποιοδήποτε τρόπο με τις διαφορές που παραπέμφθηκαν.

Συνεπώς, όπου συντελέστηκε ο διορισμός διαιτητή και καταχωρήθηκε η έκθεση απαίτησης των απαιτητών, δεν είναι επιτρεπτό στους καθ’ ων η αίτηση να καταχωρήσουν ανταπαίτηση και να εγείρουν νέες απαιτήσεις, οι οποίες δεν αποκρυσταλλώθηκαν ως διαφορές των μερών προηγουμένως, πριν την έκδοση της ειδοποίησης παραπομπής. Πολύ περισσότερο όταν οι απαιτητές έχουν καταστήσει σαφές ότι δεν θα γίνει αποδεκτό από μέρους τους και δεν θα συναινέσουν στην επέκταση της δικαιοδοσίας του διαιτητή καθ’ οιονδήποτε τρόπο, σε οποιοδήποτε θέμα πέραν των διαφορών που οι ίδιοι έχουν παραπέμψει σε διαιτησία. Χωρίς τη συγκατάθεση των απαιτητών για επέκταση της δικαιοδοσίας του διαιτητή, αυτός δεν έχει εξουσία να εκδικάσει διαφορές που δεν καταγράφονται στην ειδοποίηση με την οποία παραπέμφθηκαν οι διαφορές σε διαιτησία.

Οι διαφορές προκύπτουν αφότου οι απαιτήσεις που εγείρουν οι απαιτητές εναντίον των καθ’ ων η αίτηση τύχουν άρνησης από τους τελευταίους. Ο διαιτητής διορίζεται για να εκδικάσει αυτές τις διαφορές που έχουν προκύψει και όχι οποιεσδήποτε άλλες διαφορές. Έπεται ότι τυχόν εκδίκαση θεμάτων που εκπίπτουν των διαφορών που παραπέμφθηκαν θα αποτελεί υπέρβαση της δικαιοδοσίας του διαιτητή, κακή διαγωγή και λόγο απομάκρυνσης από τα καθήκοντα του, ως επίσης καθιστούν τυχόν απόφαση του ακροσφαλή και έκθετη σε ακύρωση, τουλάχιστον στο βαθμό που αφορά το αντικείμενο της ανταπαίτησης που αντικανονικά καταχωρήθηκε. 

Η θεραπεία που παρέχεται στους απαιτητές όταν καταχωρηθεί ανταπαίτηση για θέματα που δεν καλύπτονται από την παραπομπή, είναι η υποβολή αίτησης για έκδοση απόφασης ή διατάγματος του διαιτητή για διαγραφή ή/και παραμερισμό της ανταπαίτησης που προωθήθηκε με το δικόγραφο της υπεράσπισης. Νομικό έρεισμα παρέχουν οι πρόνοιες του άρθρου 30 του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4 που προβλέπουν ότι στη διαιτησία εφαρμόζονται κατ’ αναλογία οι θεσμοί περί Πολιτικής Δικονομίας. Με βάση τη Δ.19 θ.26 η ανταπαίτηση θα θεωρηθεί από μέρους του διαιτητή ως μη αναγκαία, σκανδαλώδης ή ότι τείνει να προκαταβάλει, περιπλέξει ή καθυστερήσει την όλη εκδίκαση της διαιτησίας.

Ανάλογη πρόνοια περιέχει και η Δ.27 θ.3, που προβλέπει ότι το Δικαστήριο, και κατ’ αναλογία ο διαιτητής, μπορεί να διατάξει όπως οποιοδήποτε δικόγραφο διαγραφεί για τον λόγο ότι δεν περιέχει λογικό αγώγιμο δικαίωμα ή η υπεράσπιση είναι μηδαμινή ή ενοχλητική, μπορεί να διατάξει όπως ανασταλεί ή απορριφθεί ή να εκδώσει απόφαση που θα είναι δίκαια. Η επίκληση των προνοιών της Δ.19 θ.26 και Δ.27 θ.3 στο δικαιοδοτικό βάθρο της αίτησης εφαρμόζονται κατ’ αναλογία και στη διαιτησία και μπορούν να αποδοθούν οι επιδιωκόμενες θεραπείες της διαγραφής ή/και απόρριψης της ανταπαίτησης από μέρους του διαιτητή.   

* Δικηγόρος στη Λάρνακα