Η ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής αποτελεί προϋπόθεση για την οικονομική ανάπτυξη και για την πολιτική σταθερότητα, ενώ ταυτόχρονα συνιστά ηθική υποχρέωση κάθε κράτους έναντι των πολιτών του. Όμως η κοινωνική συνοχή δεν προκύπτει νομοτελειακά, αλλά οικοδομείται συνειδητά όταν η πολιτική ηγεσία τη σταθμίζει πραγματικά ως κεντρική κυβερνητική προτεραιότητα. Σε αντίθετη περίπτωση, η ανάδυση και η όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων δημιουργούν αλυσιδωτές επιπτώσεις που μπορούν να καταστούν προβληματικές για την κοινωνία, για την οικονομία και για τη δημοκρατία. 

Η κοινωνική συνοχή έχει να κάνει με τον βαθμό στον οποίο μια κοινωνία είναι συμπαγής, τα μέλη της πιστεύουν σε κοινές αρχές και σε κοινές αξίες, εμπιστεύονται τους ίδιους κανόνες και τους ίδιους θεσμούς, και μοιράζονται δίκαια τα μερίσματα της ευημερίας που συνεπάγεται η ανάπτυξη της χώρας. Μία συνεκτική και συμπαγής κοινωνία είναι ανθεκτική στις όποιες εξωτερικές και εσωτερικές κρίσεις, όπου χρειάζεται να καταβληθούν συλλογικές προσπάθειες και να γίνουν μεγάλες θυσίες για να επανέλθουν τα πράγματα σε θετική τροχιά. Και σε ένα παγκοσμιοποιημένο διεθνές περιβάλλον όπου οι κρίσεις είναι συνεχείς και αλλεπάλληλες, η επένδυση στην ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής αποτελεί την καλύτερη θωράκιση για μία χώρα που αναγνωρίζει τους πολίτες της ως το σημαντικότερο εθνικό κεφάλαιο που διαθέτει. 

Παράλληλα, μια κοινωνία γίνεται πιο συνεκτική και πιο συμπαγής όταν διευκολύνει την κοινωνική κινητικότητα που επιτρέπει την ανοδική μετακίνηση των πολιτών στα επίπεδα της κοινωνικής διαστρωμάτωσης, με επιδιωκόμενο αποτέλεσμα την ουσιαστική διεύρυνση της μεσαίας τάξης. Όταν μια κοινωνία είναι ανοικτή και οι ανάλογοι κανόνες δεν είναι στρεβλοί, η κοινωνική κινητικότητα είναι εφικτή. Όμως σε διαφορετική περίπτωση το αξιοκρατικό αφήγημα της ελεύθερης οικονομίας αμφισβητείται εκ των πραγμάτων με τις ανάλογες αρνητικές επιπτώσεις στη λειτουργία της αγοράς και στην αξιοποίηση των πραγματικών δυνατοτήτων που διαθέτουν τα μέλη μιας κοινωνίας. 

Ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους οικονομολόγους, ο Thomas Piketty, έχει επικεντρώσει την ερευνητική του δραστηριότητα στη μελέτη και στην κατανόηση των κοινωνικών ανισοτήτων, χρησιμοποιώντας αξιόπιστα διεθνή στατιστικά στοιχεία. Σύμφωνα με τον Piketty, «κάθε ανθρώπινη κοινωνία πρέπει να δικαιολογεί τις ανισότητές της: πρέπει να βρίσκει τις αιτίες τους, διαφορετικά ολόκληρο το πολιτικό και κοινωνικό οικοδόμημα κινδυνεύει να καταρρεύσει. Κάθε εποχή παράγει πολιτικό λόγο και αντιφατικές ιδεολογίες προκειμένου να νομιμοποιήσει τις ανισότητες που υπάρχουν ή που θα έπρεπε να υπάρχουν, καθώς και για να περιγράψει τους οικονομικούς, κοινωνικούς και πολιτικούς κανόνες που επιτρέπουν την οικοδόμηση του συνόλου». Στην πράξη, αναλόγως της έκτασης, του βάθους και της έντασης των ανισοτήτων, η πειστικότητα της δικαιολόγησής τους περιορίζεται και η κοινωνική δυσαρέσκεια επιτείνεται, με αποτέλεσμα να υπεισέρχονται εναλλακτικές προσεγγίσεις: είτε ανατρεπτικές, είτε λαϊκιστικές, είτε ολοκληρωτικές.

Το ζητούμενο για την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και τον περιορισμό των κοινωνικών ανισοτήτων δεν μπορεί να περιορίζεται στην αναζήτηση δικαιολογιών και στη διατύπωση ερμηνειών, ούτε στην επαλήθευση ή στη διάψευση των όποιων ιδεολογιών, αφού αυτά θα συνιστούσαν απλές παρατηρήσεις και θα αντανακλούσαν ιδεολογικές αγκυλώσεις. Το ζητούμενο δεν περιορίζεται στην διατύπωση θέσεων και εισηγήσεων, αλλά αφορά θεμελιακά τη διασαφήνιση των προθέσεων και την πειστικότητα που διαθέτουν οι φορείς τους έναντι της κοινωνίας που θα κληθεί να αποφασίσει και να υιοθετήσει τις σχετικές προσεγγίσεις. Έτσι ώστε να αξιολογηθεί εάν η πολιτική ηγεσία σταθμίζει πραγματικά την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και τον περιορισμό των κοινωνικών ανισοτήτων ως κεντρική κυβερνητική προτεραιότητα.