Μετά από μια δεκαετία, η ΕΚΤ εμφανίζεται έτοιμη για την πρώτη αύξηση επιτοκίων νωρίς το καλοκαίρι και αυτό το γεγονός ανοίγει τη συζήτηση ως προς το τι θα σηματοδοτήσει η νέα απόφαση, ποιοι είναι οι φόβοι για το ιδιωτικό χρέος και ειδικά για τα νοικοκυριά με χαμηλά εισοδήματα, που είναι στην πλειονότητά τους υπερχρεωμένα. Από αυτή την απόφαση, όταν θα ληφθεί επίσημα, αναμένεται να επηρεαστεί και ο δανεισμός του κράτους, όσον αφορά το κόστος άντλησης κεφαλαίων και αναχρηματοδότησης χρέους. Τα βλέμματα τώρα στρέφονται στη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ για τη νομισματική πολιτική, στις αρχές Ιουνίου. Οι περισσότεροι προεξοφλούν ότι η ΕΚΤ  θα αποφασίσει αύξηση του επιτοκίου και πολλοί αναλυτές προβλέπουν ότι η χρονιά θα κλείσει τουλάχιστον με τρεις διαδοχικές αυξήσεις στα βασικά επιτόκια.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Το αδύναμο ευρώ και η νομισματική κρίση που έρχεται

Για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, αυτή είναι μία από τις πιο κρίσιμες περιόδους της πρόσφατης ιστορίας της. Δεν είναι τυχαίο ότι από τις διαρροές του διοικητικού συμβουλίου που καταγράφονται στα ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία, αποτυπώνεται ο διχασμός ανάμεσα στα λεγόμενα «γεράκια», που απαιτούν άμεσα μείωση της επεκτατικής πολιτικής και στα θεωρούμενα «περιστέρια», που φοβούνται ότι μία τέτοια κίνηση θα πλήξει την ευρωπαϊκή ανάπτυξη. Τα γεράκια επέκριναν εδώ και καιρό την ΕΚΤ ότι υποτίμησε τον πληθωρισμό, ο οποίος έφτασε στο 7,5% κατά μέσο όρο στην Ευρωζώνη τον Μάρτιο.

Μείγμα πολιτικής, όχι απλή αύξηση

Ο «Φ» καταγράφει τις απόψεις του Στέλιου Πλατή, οικονομολόγου, μη-εκτελεστικού προέδρου του ομίλου MAP S.Platis και του οικονομολόγου Χριστάκη Πατσαλίδη, ως προς το τι σημαίνει για την Κύπρο η αναμενόμενη αλλαγή νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ.

Ως μια γενική εκτίμηση, με ερώτημα τι επιπτώσεις θα έχει για την ευρωπαϊκή οικονομία και πόσο θα επηρεάσει ειδικότερα την Κύπρο η πρόθεση της ΕΚΤ να αυξήσει τα επιτόκια δανεισμού, ο κ. Πλατής αναφέρει «η ΕΚΤ είναι ενδεχομένως από τις τελευταίες κύριες κεντρικές τράπεζες της Δύσης που θα παρέμβουν με αύξηση επιτοκίων. Τουλάχιστον στη βάση προθέσεων, όπως σήμερα διαφαίνεται. Και αυτό σχετίζεται με τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκεται σήμερα η ΕΚΤ. Οι ευρωπαϊκές οικονομίες πλήττονται ιδιαίτερα, ως αποτέλεσμα της συνεχιζόμενης ρωσικής εισβολής αλλά και των κυρώσεων που η ίδια η ΕΕ έχει επιβάλει. Αυτό αφορά τόσο στον πληθωρισμό, που είναι ήδη στο τριπλάσιο από τον στόχο της ΕΚΤ, όσο και σε σημαντικές υφεσιακές πιέσεις, δεδομένου ότι η ΕΕ εισάγει γύρω στο 60% των αναγκών της σε ενέργεια. Αλλά και μέσα από το σοκ προσφοράς σε κρίσιμες πρώτες ύλες για την ευρωπαϊκή βιομηχανία. Στο ακραίο σενάριο, οι οικονομίες της Ευρωζώνης θα μπορούσαν να κληθούν να αντιμετωπίσουν ένα σοκ στασιμοπληθωρισμού. Και ο ρόλος της ΕΚΤ είναι πολύ σημαντικός στη διαδικασία αποφυγής ανάλογου σεναρίου. Θεωρώ ότι θα δούμε ένα μείγμα πολιτικής, παρά μια απλή αύξηση επιτοκίων, με μια επεκτατική δημοσιονομική πολιτική συναποτελούμενη από μέτρα στήριξης αλλά και αναπτυξιακά μέτρα. Άρα, οι επιπτώσεις από την αύξηση των επιτοκίων δεν μπορούν να αναλυθούν από μόνες τους σε επίπεδο Ένωσης. Στην Κύπρο φυσικά δεν έχουμε δει ακόμη ουσιαστικά μέτρα στήριξης, αλλά θεωρώ πως επιβάλλονται και πως θα πρέπει να αναμένονται, ως μέρος μιας πανευρωπαϊκής στρατηγικής. Ιδιαίτερα προς τα χαμηλά και μεσαία εισοδηματικά στρώματα. Αλλά και προς την κατεύθυνση της υποστήριξης της ανάπτυξης».

Ομαλοποίηση προσδοκιών

Από πλευράς του, ο κ. Πατσαλίδης επισημαίνει ότι «η ΕΚΤ έχει ανακοινώσει ότι πριν από την όποια άνοδο των βασικών της επιτοκίων, σκοπεύει να ολοκληρώσει το πρόγραμμα αγοράς στοιχείων ενεργητικού το τρίτο τρίμηνο του έτους. Οι διεθνείς αγορές, όμως, προεξοφλούν άνοδο των επιτοκίων πιο γρήγορα, δεδομένης της σημαντικής αύξησης του πληθωρισμού, που σημειώνεται σε όλη την Ευρωζώνη, λόγω των αυξήσεων των τιμών της ενέργειας και των βασικών εμπορευμάτων. Όταν κι εφόσον η ΕΚΤ αυξήσει τα επιτόκια, κι εφόσον κριθεί ότι η άνοδος των επιτοκίων συμβαδίζει με τον δεδηλωμένο στόχο σταθεροποίησης του πληθωρισμού στο 2% μεσοπρόθεσμα, τότε, μια τέτοια αύξηση θα οδηγήσει στην ομαλοποίηση των προσδοκιών και στην απομάκρυνση από τα αρνητικά/μηδενικά επιτόκια που δεν είναι φυσιολογικά κι επιφέρουν άλλες παρενέργειες σε όλες τις χώρες της Ευρωζώνης, συμπεριλαμβανομένης της Κύπρου».

Πρόβλημα με τους υπερχρεωμένους

Τι θα γίνει, όμως, με το δημόσιο και το ιδιωτικό χρέος στο ενδεχόμενο που η ΕΚΤ αρχίσει να αυξάνει το κόστος χρήματος; Ο κ. Πλατής επισημαίνει ότι «δυστυχώς, τα μη-εξυπηρετούμενα δάνεια παραμένουν ένα από τα κύρια προβλήματα της οικονομίας μας. Την ίδια στιγμή, ο ιδιωτικός δανεισμός των κυπριακών νοικοκυριών παραμένει από τους ψηλότερους στην ΕΕ. Αναντίλεκτα, η αύξηση των βασικών επιτοκίων ανεβάζει το κόστος του χρήματος. Γεγονός που με τη σειρά του θα αυξήσει και το κόστος εξυπηρέτησης δανεισμού. Πλήττοντας δυσανάλογα τα νοικοκυριά με τα χαμηλότερα εισοδήματα, που είναι στην πλειονότητά τους υπερχρεωμένα. Σε αυτό προστίθεται το γεγονός ότι οι έντονες πληθωριστικές πιέσεις αναμένεται να δυσχεράνουν περισσότερο τα νοικοκυριά με τα χαμηλότερα, χαμηλά, αλλά ακόμη και μεσαία εισοδήματα. Αφού καλούνται να ξοδέψουν πολύ περισσότερα σε ηλεκτρισμό, καύσιμα, θέρμανση και τρόφιμα, σε σχέση με τα εισοδήματά τους. Επενεργώντας αρνητικά στην ικανότητά τους να εξυπηρετήσουν τον υφιστάμενο δανεισμό τους.

Σε επίπεδο δημόσιου χρέους», προσθέτει ο κ. Πλατής, «οφείλουμε να σημειώσουμε ότι ο κίνδυνος χρεοκοπίας έχει ανεβεί διεθνώς. Ιδιαίτερα στις περιπτώσεις μεγαλύτερου σχετικού κινδύνου. Δηλαδή, τις αναπτυσσόμενες χώρες και χώρες της περιφέρειας, όπως είναι η Κύπρος. Κάτι που ανεβάζει το ασφάλιστρο κινδύνου και συνήθως οδηγεί σε αύξηση στο κόστος δανεισμού κατά την επόμενη φάση άντλησης χρημάτων, μέσα από κρατικά ομόλογα. Αυτό σημαίνει ότι τα ληξιπρόθεσμα δάνεια για το 2022 και το 2023 (γύρω στα 3,5 δισ. ευρώ) ενδεχομένως να αναχρηματοδοτηθούν με μεγαλύτερο κόστος (αν και διαφαίνεται ότι το ύψος των ρευστών διαθεσίμων να καλύπτει τις χρηματοδοτικές ανάγκες τουλάχιστον για το 2022)».

Ανασταλτικός παράγοντας για επενδύσεις

Σε ποιο βαθμό η αύξηση του κόστους χρήματος θα μπορούσε να επηρεάσει την ανάπτυξη και τις επενδύσεις; Ο κ. Πλατής απαντά ότι «γενικά, η αύξηση στο κόστος του χρήματος επενεργεί ανασταλτικά προς αναπτυξιακές πρωτοβουλίες και επενδύσεις. Αφού στις πλείστες των περιπτώσεων ανεβάζει το απαιτούμενο ποσό σε απόδοση από μια επένδυση – ψηλότερο κόστος του χρήματος απαιτεί μεγαλύτερες αποδόσεις. Και αυτό περιορίζει το φάσμα των επενδύσεων. Τη δεδομένη στιγμή, όμως, βιώνουμε και ένα σοκ προσφοράς σημαντικών πρώτων υλών, που δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο αναπτυξιακές και επενδυτικές πρωτοβουλίες. Επαναλαμβάνω όμως ότι η εκτίμησή μου είναι προς την κατεύθυνση ενός μείγματος οικονομικής πολιτικής, παρά μιας απλής αύξησης επιτοκίων. Δηλαδή, κρατική στήριξη και επενδύσεις, υποστηριζόμενες από το κράτος, με ενδεχομένως αυξημένα δημοσιονομικά ελλείμματα. Σε αυτή την περίπτωση, ενδεχομένως να δούμε λιγότερες, υπό τις περιστάσεις, επιπτώσεις στην ανάπτυξη. Φυσικά, το μείγμα αυτό πολιτικής θέλει προσεκτικές κινήσεις και είναι εύκολο να οδηγήσει προς την αντίθετη κατεύθυνση».

Ο κ. Πατσαλίδης εξηγεί για το ίδιο ερώτημα (επηρεασμός ανάπτυξης) ότι «ο στόχος της αύξησης του κόστους χρήματος είναι η επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας και της ανάπτυξης  – λιγότερος δανεισμός/επενδύσεις, μεγαλύτερη αποταμίευση – προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος υπερθέρμανσης, δεδομένου ότι ο υψηλός πληθωρισμός διαβρώνει τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη. Ο κίνδυνος μιας ακολουθητέας περιοριστικής πολιτικής είναι η υπερβολική επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας, χωρίς να επιτυγχάνεται ο στόχος της μείωσης του πληθωρισμού. Σε ακραίες περιπτώσεις, που παρατηρούνται όμως και σήμερα (όπως οι ελλείψεις υλικών και πρώτων υλών), ο κίνδυνος στασιμο-πληθωρισμού δεν είναι εντελώς εκτός της εικόνας. Αν όμως δεχθούμε τις εκτιμήσεις της ΕΚΤ ότι η κλιμάκωση των τιμών λόγω των ελλείψεων είναι προσωρινή, τότε απομακρύνεται εντελώς το ενδεχόμενο του στασιμο-πληθωρισμού. Σε τέτοια περίπτωση, οδηγούμαστε σε χαμηλότερη ανάπτυξη, χωρίς πληθωριστικές πιέσεις. Η Κύπρος, ως μικρή και ανοικτή οικονομία, αναμένεται να επηρεαστεί. Από την άλλη, υπάρχουν τόσες άλλες δυναμικές που επηρεάζουν την οικονομία, τόσο θετικά (π.χ. το πρόγραμμα ανάκαμψης & ανθεκτικότητας) όσο και αρνητικά (πχ. οι κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας). Είναι το σύνολο των έμμεσων επιπτώσεων από τις εξελίξεις στη διεθνή οικονομία και των πιο άμεσων που αφορούν ειδικότερα τη δική μας οικονομία, που θα καθορίσει τελικά την πορεία ανάπτυξης της οικονομίας».

Καθυστέρηση στην ανάπτυξη

Στο ερώτημα, πόσος χρόνος χρειάζεται ώστε ο μηχανισμός αύξησης των επιτοκίων να λειτουργήσει στην κατεύθυνση της μείωσης των τιμών και να αποδειχθεί όπλο κατά του πληθωρισμού, ο κ. Πατσαλίδης αναφέρει πως «η ιστορία απέδειξε ότι τα αυξημένα επιτόκια οδηγούν σε χαμηλότερο πληθωρισμό, με την προϋπόθεση ότι τα υπόλοιπα δεδομένα είναι σταθερά. Σήμερα, διεξάγεται η συζήτηση κατά πόσον οι κεντρικές τράπεζες έχουν καθυστερήσει την ώθηση των επιτοκίων προς τα πάνω και κατά πόσο ο πληθωρισμός έχει ξεφύγει. Σε τέτοια περίπτωση, η διάρκεια του καθεστώτος υψηλότερων επιτοκίων θα πρέπει να καταστεί μεγαλύτερη, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος, προκαλώντας καθυστέρηση στην ανάπτυξη της οικονομίας.

Από μόνης της», προσθέτει ο κ. Πλατής, «η ΕΚΤ δεν μπορεί να ελέγξει και να κατευθύνει τον πληθωρισμό στον επιθυμητό στόχο. Είναι σημαντικό, όπως όλες οι μακροοικονομικές πολιτικές, και ειδικότερα η δημοσιονομική, να είναι ευθυγραμμισμένες προς την επίτευξη του στόχου αυτού. Η ΕΚΤ στοχεύει στον μέσο όρο της Ευρωζώνης κι όχι σε συγκεκριμένο δείκτη ανά χώρα. Σήμερα, η Λιθουανία και η Εσθονία καταγράφουν πληθωρισμό 15%, με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης να ανέρχεται στο 7,5%. Η Κύπρος βρίσκεται στο 6,2%. Είναι λοιπόν σημαντικό όπως η Κύπρος συνεχίσει την προσπάθεια της για δημοσιονομική εξυγίανση, έτσι ώστε να μπορέσει μεσοπρόθεσμα να απολαμβάνει επιτόκια που να συνάδουν με τη δική της οικονομία».

Πλατής: Αρκούντως πιο περίπλοκα τα πράγματα

«Δυστυχώς, τα πράγματα είναι σήμερα αρκούντως πιο πολύπλοκα από μια συνηθισμένη επίδραση μιας (υπο κανονικές συνθήκες) σχέσης επιτοκίων και μείωσης του πληθωρισμού, σημειώνει ο Στέλιος Πλατής. «Οι τιμές της ενέργειας, εμπορευμάτων και πρώτων υλών έχουν ήδη εκτοξευθεί. Και αυτά, τη στιγμή που διατηρείται ένα σημαντικό πρόβλημα στην εφοδιαστική αλυσίδα, με ένα σοκ προσφοράς σημαντικών πρώτων υλών, αλλά και ενέργειας. Με αυτά υπόψη, η φύση και το είδος του πληθωρισμού σήμερα, αλλά και οι σχετικές δομικές αιτίες που οδήγησαν και συγκρατούν τις τιμές προς τα πάνω, φαίνεται να συνηγορούν προς τη διατήρηση των έντονων πληθωριστικών πιέσεων και για το υπόλοιπο του 2022, παρά την αύξηση των επιτοκίων. Από εκεί και πέρα, το μείγμα πολιτικής, οι δημοσιονομικοί χειρισμοί των μεγάλων οικονομιών της ΕΕ και οι περαιτέρω ενέργειες της ΕΚΤ φρονώ θα είναι υπό συνεχή παρακολούθηση, επανεξέταση και αναπροσαρμογή. Το στοίχημα είναι η αποφυγή σεναρίων στασιμοπληθωρισμού», καταλήγει.

Πατσαλίδης: Η Κύπρος θα επηρεαστεί περισσότερο

Ο κ. Πατσαλίδης απαντά στην ερώτηση «τι θα γίνει με το δημόσιο και το ιδιωτικό χρέος στο ενδεχόμενο που η ΕΚΤ αυξήσει το κόστος χρήματος;» ότι «μια συνεχής αύξηση των επιτοκίων θα τείνει να επιβαρύνει το κόστος της εξυπηρέτησης του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους. Στην περίπτωση χορηγήσεων με κυμαινόμενα επιτόκια, η επιβάρυνση θα είναι αμεσότερη, ενώ χρέος τιμολογούμενο με σταθερά επιτόκια (συνήθως τα ομόλογα του δημοσίου) θα επηρεαστεί μόνο κατά την αναχρηματοδότηση. Η Κύπρος επηρεάζεται περισσότερο από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Πρώτο, οι δείκτες φερεγγυότητας είναι χαμηλότεροι κι επομένως επωμιζόμαστε υψηλότερο κόστος δανεισμού, που αντικατοπτρίζει τον υψηλότερο πιστωτικό κίνδυνο της χώρας. Γενικά, όσο πιο ψηλά είναι κι όσο ανεβαίνουν τα επιτόκια, τόσο πιο ψηλά διαμορφώνεται το περιθώριο πιστωτικού κινδύνου (που αποτελεί μέρος του επιτοκίου). Δεύτερο, ο επιχειρηματικός τομέας στην Κύπρο στηρίζεται περισσότερο στον δανεισμό, σε σχέση με τη μέση επιχείρηση στην Ευρωζώνη, κι επομένως μια αύξηση των επιτοκίων θα επιβαρύνει δυσανάλογα το κυπριακό επιχειρείν».