Εδώ και έναν χρόνο περίπου είμαστε σε μία μακρά προεκλογική περίοδο και το πολιτικό σκηνικό συνεχώς τροφοδοτείται με προβλέψεις, εκτιμήσεις, συνεργασίες και πολιτικά διαζύγια, γιατί τα κόμματα δεν τα βρίσκουν μεταξύ τους για την ανάδειξη κοινού υποψηφίου προέδρου. Η κοινωνία όμως και οι ψηφοφόροι δεν έχουν ανάγκη το πολιτικό κουτσομπολιό που έχει κυριαρχήσει τους προηγούμενους μήνες, αλλά ποιες είναι οι θέσεις των υποψηφίων προέδρων για την οικονομία, την εσωτερική ασφάλεια, το εργασιακό περιβάλλον (μισθοί, ΑΤΑ), προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι επιχειρηματίες, το κοινωνικό κράτος, το περιβάλλον και γενικά θέματα που αφορούν την τσέπη του και το μέλλον του. Η πανδημία τα προηγούμενα δύο χρόνια, ο πληθωρισμός σήμερα, η ενεργειακή κρίση και ο πόλεμος στην Ουκρανία διαμορφώνουν μία εντελώς διαφορετική εικόνα που καμία σχέση δεν έχει με την προηγούμενη πενταετία. Ο πόλεμος στην Ουκρανία πυροδότησε αυξήσεις στην ενέργεια, οι οποίες μετακυλίονται στα προϊόντα και υπηρεσίες και το εισόδημα μισθωτών και συνταξιούχων εξανεμίζονται. Η αγορά εργασίας έχει γίνει πολύ δύσκολη και ο πρώτος μισθός για τους νεοεισερχόμενους στον ιδιωτικό τομέα είναι για κλάματα, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι τα εργασιακά δικαιώματα χρόνο με τον χρόνο χάνονται.

Φυσικά μέχρι τις εκλογές τον Φεβρουάριο του 2023 η κατάσταση μπορεί να έχει αλλάξει προς το καλύτερο, αλλά μπορεί και προς το χειρότερο. Οι πολιτικοί θα πρέπει να έχουν στη σκέψη τους ότι η οικονομική κατάσταση των πολιτών είναι ένα από τα βασικά κριτήρια για το ποιον επιλέγουν να ψηφίσουν. Ίσως είναι η πρώτη φορά που η κυβέρνηση αισθάνεται πιεσμένη από την ακρίβεια, που καίει τις τσέπες των καταναλωτών, παρά τα μέτρα ανακούφισης που λαμβάνονται κυρίως για τις ευάλωτες ομάδες και όχι μόνο. Η κυβέρνηση αν θέλει, μπορεί να δώσει ακόμη περισσότερα στους πολίτες, αλλά θέλει να δείχνει δημοσιονομικά συνετή στην Ευρώπη και στις αγορές. Και μέσα σ’ ένα ιδιαίτερο σκηνικό, το οποίο τροφοδοτείται κυρίως με αρνητικές επιπτώσεις λόγω της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, θα ήθελαν οι ψηφοφόροι να γνωρίζουν τις θέσεις των υποψηφίων προέδρων. Και δεν είναι θέμα τι υποστηρίζουν ή πρεσβεύουν τα κόμματα που θα στηρίξουν τους υποψήφιους, αλλά ποια είναι η πολιτική οικονομική γραμμή που θα εξαγγείλουν τα επιτελεία τους.

Μπορεί κάθε μέρα τα κόμματα να βγάζουν σωρεία ανακοινώσεων, αλλά το θέμα είναι τι προτείνουν οι υποψήφιοι πρόεδροι, αν πιάνουν τον παλμό της κοινωνίας, τις ανησυχίες των νέων και πως αντιλαμβάνονται τη σύγχρονη πραγματικότητα. Πέρα από το κυπριακό ζήτημα, που τα κόμματα μετρούν πού ταυτίζονται και πού διαφωνούν με τους υποψηφίους, η ατζέντα των καθημερινών προβλημάτων δεν έχει μπει δυναμικά στην προεκλογική μάχη. Και θα πει κάποιος, πώς να υπάρχει αυτή η ατζέντα, αφού δεν έχουν ανακοινωθεί οι υποψήφιοι και έχουμε ακόμη μήνες μπροστά για τις προεδρικές εκλογές. Κάποια στιγμή θα γίνει και αυτό και εκεί θα είναι το μεγάλο στοίχημα. Οι υποψήφιοι πρόεδροι δεν θα απευθυνθούν μόνο στις μεγάλες ηλικίες αλλά και στις μικρότερες, που έχουν διαφορετικά κριτήρια από τους γονείς τους. Η εκλογική συμπεριφορά στις ηλικίες έως 35, που βίωσαν την κατάρρευση της προηγούμενης δεκαετίας, μπήκαν δύο χρόνια σε καραντίνα και τώρα βρίσκονται αντιμέτωποι με τις επιπτώσεις του ρωσο-ουκρανικού πολέμου, είναι πιο απρόβλεπτη. Οι υποψήφιοι πρόεδροι θα πρέπει να δώσουν λύσεις στα προβλήματα αυτής της γενιάς που βρίσκεται σε μειονεκτική θέση. Η γενιά αυτή δεν ενδιαφέρεται για το Κυπριακό ζήτημα, όπως συνηθίζουν να το λανσάρουν οι πολιτικοί αλλά για την καθημερινότητά τους. Να έχουν δουλειά, ικανοποιητικούς μισθούς, με αφορμή και τη συζήτηση για τον κατώτατο μισθό, να μπορούν να πληρώνουν τις υποχρεώσεις τους, να έχουν ένα αποτελεσματικό σύστημα υγείας και παιδείας, να νιώθουν ασφαλείς στη χώρα τους και να μπορούν να κάνουν όνειρα.