Η προεκλογική εξαγγελία του προέδρου του ΔΗΣΥ για επιδότηση ενοικίων και αγοράς πρώτης κατοικίας των νέων παρέχει μια ευκαιρία ανασκόπησης του στεγαστικού ζητήματος που αναδύεται. Παρόλο που το θέμα δεν συζητήθηκε επαρκώς, η επιδείνωση της κατάστασης και οι επερχόμενες εκλογές προσφέρουν μια ουσιαστική προοπτική επίλυσης. Το παρόν άρθρο εξετάζει το κατά πόσον μια πολιτική επιδότησης αποτελεί βιώσιμη και δίκαια, βάσει οικονομικής επιβάρυνσης, επιλογή. 

Υπενθυμίζεται ότι οι τιμές ακινήτων-ενοικίων διαμορφώνονται από την ευρύτερη αγοραστική δύναμη, σε συνάρτηση με την προσφορά. Η κατάρρευση του 2013 συνοδεύτηκε με δραστική μείωση της εγχώριας αγοραστικής δύναμης. Η μετέπειτα υιοθετηθείσα οικονομική πολιτική, με επίκεντρο τα ακίνητα και κορωνίδα το Κυπριακό Επενδυτικό Πρόγραμμα (ΚΕΠ), προσέλκυσε αγοραστές δυσανάλογης ισχύος. Αυτό αλλοίωσε δραστικά και δυσμενώς την αναλογία εγχώριας-εξωτερικής ζήτησης, επιφέροντας μείζονα απόκλιση μεταξύ ακινήτων-ενοικίων και μισθολογικής πραγματικότητας. 

Αυτά επέφεραν άνοδο στο κόστος στέγασης, άνευ ισόποσης μισθολογικής βελτίωσης για τη μεγάλη μερίδα του πληθυσμού και ιδιαιτέρως των νέων. Υπογραμμίζεται ότι ένα πλήρως νομότυπο ΚΕΠ μεν, αλλά εδραζόμενο στον τομέα των ακινήτων δε, δεν θα απέτρεπε τέτοιες στρεβλώσεις. Η υιοθετηθείσα πορεία έχει είτε γεννήσει είτε συντείνει σε μια σειρά προβλημάτων όπως το στεγαστικό, το δημογραφικό και την απουσία αξιοπρεπούς διαβίωσης, με κύριους χαμένους τους νέους. Αυτά ενισχύονται παρά τον τερματισμό του ΚΕΠ, καθώς οι στρεβλώσεις εδραιώνονται. Ενδεικτικό τούτου είναι το πρόγραμμα απόκτησης Μόνιμης Άδειας Παραμονής σε ξένους υπηκόους, μέσω αγοράς ιδιόκτητης κατοικίας. Τέτοιες πρακτικές ενισχύουν τις αυξητικές τάσεις στο κόστος στέγασης, χωρίς να δημιουργούν επαρκείς συνθήκες μισθολογικής αντιστάθμισης. 

Τα δεδομένα πλήττουν ανεπανόρθωτα τους νέους. Ενδεικτικά, ο συνδυασμός χαμηλού μισθού-ψηλό ενοίκιο παρατείνει την παραμονή στη γονική εστία. Στην περίπτωση διαμονής εκτός γονικής εστίας, ο μισθός χρησιμοποιείται κυρίως για στέγαση, με το υπόλοιπο να καθίσταται ανεπαρκές για κάλυψη αναγκών πέραν των βασικών. Αυτά δυσχεραίνουν την προοπτική για αξιοπρεπή και κοινωφελή διαβίωση, αναβάλλοντας για πολλούς την προοπτική δημιουργίας οικογένειας. Εάν η αντιμετώπιση του στεγαστικού και των ευρύτερων συνεπειών αποτελούν όντως στόχους της πολιτείας, τότε η κατάρτιση ενός πλάνου επίλυσης καθίσταται απαραίτητη. 

Ορθολογιστικά, η επιδότηση αποτελεί επιφανειακή αντιμετώπιση των συμπτωμάτων, αντί των αιτιών. Το ανοδικό κόστος στέγασης ένεκα των πρακτικών στον τομέα των ακινήτων, οι χαμηλοί μισθοί και η αμυδρή προοπτική ισόποσων αυξήσεων θα καθιστούν ολοένα και περισσότερους νέους εξαρτώμενους στην όποια στεγαστική επιδότηση. Εφόσον το ζήτημα πλήττει την πλειονότητα των νέων, η επιδότηση δεν προσφέρεται ως η αρμόδια πολιτική. Εάν δεν ληφθούν τομές που να ρυθμίζουν τον τομέα των ακινήτων και συνεπώς των ενοικίων, η όποια επιδότηση αποφασισθεί – πέραν της μερικής απορρόφησης από πλευράς προσφοράς – θα είναι προσωρινού και παροδικού αντικρίσματος. Άνευ ρυθμίσεως, θα εντάξουμε την οικονομία μας σε  ένα φαύλο κύκλο, όπου θα απαιτείται ολοένα και αυξανόμενη επιδότηση του κόστους στέγασης. 

Αποτελεί αντίφαση η χρήση δημοσίων πόρων για ευρεία επιδότηση στέγασης, τη στιγμή που το κράτος υποθάλπει τις στρεβλώσεις που γεννούν το ζήτημα και όλα τα συναφή. Η αντιμετώπιση των συμπτωμάτων, αντί των αιτιών, δημιουργεί μεγαλύτερο κόστος. Τίθεται και ένα ουσιαστικότατο ερώτημα κατανομής του κόστους και του οφέλους μιας τέτοιας πολιτικής. Ένας σωστός μηχανισμός διαχείρισης αποτρέπει την επιφόρτωση του φορολογουμένου με το κόστος στέγασης μιας ολόκληρης γενιάς. Λόγω της κλίμακας του φαινομένου, το ζητούμενο είναι ο εξορθολογισμός των συνθηκών που καθιστούν τα υφιστάμενα εισοδήματα ανεπαρκή ένεκα του αυξανόμενου κόστους. 

O κύριος εξορθολογιστικός μηχανισμός είναι η θέσπιση ορίων στην αγορά ακινήτων για ξένους υπηκόους εκτός ΕΕ. Η ρύθμιση του τομέα απαιτεί μια ελεγχόμενη απεξάρτηση από την εξωτερική ζήτηση, που επιφέρει ανοδικές πιέσεις χωρίς επαρκές αντιστάθμισμα από πλευράς εργοδότησης και μισθολογικής ανέλιξης. Ίσως χρειαστούμε επίσης την κατάρτιση μιας σφαιρικής ρυθμιστικής προσέγγισης με στόχους και όρια στις επιμέρους κατηγορίες δαπανών. 

Η στέγαση των νέων προϋποθέτει ένα πλάνο σε κρατικό επίπεδο, που να διασφαλίζει επαρκή δημιουργία κατοικιών. Ένα σύστημα αδειοδοτήσεων που να διέπει τους τομείς ακινήτων και κατασκευών με στόχους-ποσοστώσεις ανά κατηγορία οικοδόμησης θα μπορούσε να αποτελέσει το κλειδί σε αυτό το εγχείρημα. Είναι απαραίτητη η χρυσή τομή και το μέτρο ανάμεσα στο δικαίωμα των νέων για στέγαση, και των επιχειρηματιών-εργαζομένων στους τομείς ακινήτων και κατασκευών για κερδοφορία. Η ανακατάταξη των δεδομένων σε ένα βιώσιμο win-win situation είναι εφικτή. Η επίδραση της ρύθμισης δύναται να ενισχυθεί από συμπληρωματικές πολιτικές, οι οποίες σκιαγραφούνται στην εκτενέστερη μορφή του παρόντος κειμένου (Eastern Mediterranean Policy Note (No.71) του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων).

Εν κατακλείδι, η πρόταση της επιδότησης ισοδυναμεί με μια επιφανειακή αντιμετώπιση του στεγαστικού ζητήματος. Το ανοδικό κόστος στέγασης, σε συνάρτηση με τους χαμηλούς μισθούς και την αμυδρή προοπτική ισόποσων αυξήσεων, θα καθιστά ολοένα και περισσότερους πολίτες εξαρτώμενους στην όποια επιδότηση στέγασης. Το ζητούμενο είναι ο εξορθολογισμός των υφιστάμενων στρεβλώσεων – όχι η συνεχής και μη βιώσιμη επιδότηση εις βάρος του φορολογουμένου. Ο κύριος εκ των ρεαλιστικών τρόπων επίλυσης είναι η παρέμβαση διά μέσου της θέσπισης ορίων στη δυνατότητα αγοράς ακινήτων από ξένους υπηκόους εκτός ΕΕ. Αυτό προτείνεται σε συνάρτηση με μια σφαιρική ρυθμιστική προσέγγιση, που να διασφαλίζει την επαρκή δημιουργία νέων κατοικιών. Με τον εξέχοντα ρόλο της προαναφερθείσας παρέμβασης, η ευκταία επίλυση του στεγαστικού ζητήματος καθίσταται εφικτή με ευοίωνη προοπτική. 

* Guest Teacher Πολιτικής Οικονομίας στο London School of Economics and Political Science και Επιστημονικός Συνεργάτης στο Κυπριακό Κέντρο Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Λευκωσίας