Ακατανόητα πράματα, δηλαδή. Πώς το είπε ο Λιλλήκας στη Βουλή; Μπορεί, λέει, «να είμαστε μικρός, σε μέγεθος, λαός και να μην μπορούμε να κάνουμε αυτό που θέλουμε. Μπορούμε, όμως, να κάνουμε αυτό που οφείλουμε». Άκου πράματα! Άκου απορριπτισμούς! Να κάνουμε αυτό που οφείλουμε, ακούεις. Και το λέει σαν να και είμαστε τίποτα Κλέφτες κι Αρματωλοί του 21 ή αντάρτες καταζητούμενοι του 55, που τώρα που έρχονται οι επέτειοι θα μας λένε όλοι να ακολουθήσουμε τα διδάγματα και την κληρονομιά τους και δεν θα ξέρουμε τι εννοούν. Τι μας λες, λοιπόν, κύριε Λιλλήκα; Αυτό που οφείλουμε είναι γνωστό και χωνεμένο κι όποιος το αμφισβητεί είναι εκτός τόπου και χρόνου. Είναι ψευδοπατριώτης και πατριδοκάπηλος και διάφορα άλλα λαϊκά επίθετα.

Αυτό που οφείλουμε είναι να βρούμε ρεαλιστικό τρόπο για να γίνουμε συνεργάτες της Τουρκίας και όχι εχθροί της. Επιτέλους να τελειώσει αυτή η έχθρα, αυτή η οπισθοδρομική αντιπαλότητα, που δεν μας αφήνει να προχωρήσουμε μπροστά. Κι αν δεν θέλει η Τουρκία να γίνουμε συνεργάτες να φροντίσουμε να την πείσουμε. Αυτό οφείλουμε. Διότι, εσύ αλλού το πας όταν λες «ας αφήσουμε τις αυταπάτες κι ας αρχίσουμε να σχεδιάζουμε το πώς θα αποφύγουμε τα χειρότερα ανατρέποντας τους τουρκικούς σχεδιασμούς». Γιατί να τους ανατρέψουμε, παρακαλώ; Τι έχουν οι τουρκικοί σχεδιασμοί και δεν σου αρέσουν;

Για σκεφτείτε το λίγο. Για σκεφτείτε τα οικονομικά οφέλη από τέτοια συνεργασία. Για σκεφτείτε πόσο σπουδαίοι θα γίνουμε αν έχουμε στο πλευρό μας και όχι απέναντί μας μια τόσο σπουδαία χώρα, μια χώρα των ογδόντα εκατομμυρίων, μια χώρα με όραμα να κυριαρχήσει στον πλανήτη, με φιλοδοξία να ξανακτίσει την οθωμανική αυτοκρατορία, με σουλτάνους και γενίτσαρους, με βεζίρηδες, με δραγουμάνους, με γιουσουφάκια… Επειδή, ας πούμε, ένας Καραϊσκάκης πριν 200 χρόνια έβριζε τους Τούρκους και τους πολεμούσε, πρέπει εμείς σήμερα να μην καταλαβαίνουμε το καλό μας;

Τι μας ζητούν, δηλαδή; Την πολιτική ισότητα να την κάνουμε κυριαρχική ισότητα, την Κυπριακή Δημοκρατία να την κάνουμε κοινοτικό κρατίδιο, την παράνομη κατοχή να την κάνουμε νόμιμη διά παντός, τους παράνομους έποικους να τους κάνουμε νόμιμους Κύπριους, το φυσικό μας αέριο να το κάνουμε τούρκικο, τις περιουσίες μας στο βορρά να τις ξεχάσουμε. Αν βολεύει να αποχωρήσουμε κι από την Ευρωπαϊκή Ένωση για να ξαναμπούμε πανηγυρικά όταν θα μπει και η Τουρκία και να επισφραγιστεί έτσι η ομηρία μας. Απλά πράματα. Δεν κατανοώ, λοιπόν, όλους αυτούς που αντιδρούν και σηκώνουν τα λάβαρα του πατριωτισμού, ενώ είναι φανερό πλέον ότι ο δρόμος ο καλός, ο συνετός, ο δρόμος που θα μας οδηγήσει στην ανάπτυξη και στην ευημερία είναι ο τουρκικός δρόμος.

Εξάλλου, για να είμαστε και δίκαιοι, πρέπει να δείξουμε και λίγη κατανόηση στα τουρκοκυπριακά επιχειρήματα. Το Βαρώσι, ας πούμε, όπως έλεγε προχτές ο Ερσίν Τατάρ, «είναι εδάφη που ανήκουν στους παππούδες μας, στα βακούφια. Όλα έχουν καταχωρηθεί επισήμως, έχουν τεκμηριωθεί». Έχουν κι αυτοί τα δίκαια τους. Κρατούν τα κοτσάνια που τους άφησε ο Λαλά Μουσταφά. Ο Μαρκαντώνιος Βραγαδίνος μπορεί να μην είχε κοτσάνια. Τι σημασία έχει αν πριν από 3.000 χρόνια η Κύπρος κατοικήθηκε από τους Έλληνες κι έμεινε ελληνική κι όταν πέρασαν από εδώ Φοίνικες, Ασσύριοι, Αιγύπτιοι, Πέρσες, Λουζινιανοί, Ενετοί, Οθωμανοί, Βρετανοί… Τι σημασία έχει αν η Κύπρος εξελληνίστηκε ολόκληρη όταν ο Μέγας Αλέξανδρος την απελευθέρωσε από τους Πέρσες καμιά χιλιοπεντακοσαριά χρόνια πριν να βγάλει κοτσάνια ο Λαλά Μουσταφά; Ούτε ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος, ούτε οι Ναϊτες, ούτε οι Ενετοί ξερίζωσαν την ελληνική της ταυτότητα. Αλλά, τι να τα λέμε αυτά; Μπορεί να ήρθε η ώρα να την ξεριζώσουμε μόνοι μας. Αν ο Τατάρ έχει τα κοτσάνια του Λαλά Μουσταφά, πρέπει να βάλουμε κι εμείς νερό στο κρασί μας, να δείξουμε ανωτερότητα στο κάτω – κάτω, και να μην δημιουργούμε προστριβές. Ε, θα χάσουμε τη λύση του Κυπριακού για τα κοτσάνια του Μουσταφά; Ας δείξουμε κι εμείς μια φορά λίγη θέληση συμβιβασμού. Ο δρόμος ο σωστός είναι ο δρόμος της κατανόησης, της ενσυναίσθησης. Κάτω τα λάβαρα, πάνω η ανοικτή παλάμη.