Είκοσι Ιουνίου κλείνανε τα σχολεία, στις είκοσι πέντε εμείς αρχίζαμε δουλειά. Πηγαίναμε πρώτα στον μπακάλη της περιοχής που φιλοδοξούσε κάποτε να γίνει σούπερ μάρκετ και ρωτούσαμε αν ήθελε να βάζουμε τα ψώνια για τους πελάτες στις τσάντες. Αν δεν μας ήθελε αυτός, υπήρχε ένα αγρόκτημα με μολοχία ξυστά στη νεκρή ζώνη και τη μαζεύαμε σε τσουβάλια, εξαγωγή για τον Λίβανο και τη Συρία που την τρώγανε -τότε που υπήρχε ακόμα Συρία- και που μάθαμε τυχαία πως την έφτιαχναν με αρνί και ντομάτα. Πήραμε κι εμείς κλεφτά στη μάνα μας μια φορά μολοχία να μας φτιάξει, αλλά δεν ήξερε πώς να την κάνει και δεν πέτυχε. 

Αλλά σου έλεγα για τα καλοκαίρια και τη δουλειά. 

Αν δεν καθόταν με τον μπακάλη και τη μολοχία, παίρναμε σβάρνα τα εργοστάσια του Σοπάζ, και εκεί κάτι θα μας βόλευε. Έτυχε να δουλέψω μια χρονιά σε εργοστάσιο με παπούτσια, σε ένα τυπογραφείο που μαύριζε τα χέρια μας ώς τον Οκτώβρη, σε μια οικοτεχνία που έφτιαχνε μπισκότα και καραμέλες και κλέβαμε στη ζούλα γλυκά. Ή, το χειρότερό μου, πωλήτριες στη Λήδρας να πουλάμε μαγιό σε ξεπλυμένες τουρίστριες με κατασπασμένα Αγγλικά. Ό,τι τύχει, ό,τι κάτσει. Κανονικά. 

Όλοι μας δουλεύαμε, δεν υπήρχε άλλη περίπτωση, αν δεν δούλευες κάπου σε δαχτυλοδείχνανε κιόλας, πώς περνούσες τα καλοκαίρια σου, σε ρωτούσανε, κοιμάσαι όλη μέρα και ζεσταίνεσαι; Τι κάνεις κάθε μέρα; Άσε που ήταν και απαραίτητο, διότι στην ουσία χρειαζόσουν τα λεφτά τον Σεπτέμβριο. Θα πήγαινες καμαρωτή με τη μάνα σου σε ό,τι κατάστημα ήθελες, ακόμα και στη Μακαρίου, που για μας κανονικά ήταν απρόσιτη, θα έμπαινες στο κατάστημα κυρία, να πάρεις μάρκες αθλητικά, ό,τι μπλούζες ήθελες και καλοκαμωμένα παντελονάκια για τη γυμναστική. Φούστες και παντελόνια και πουκάμισα για το σχολείο. Μεγαλεία. Κι αν έφταναν τα λεφτά, που ποτέ δεν έφταναν, ήμασταν στα αλήθεια παιδική εργασία και μας κακοπληρώνανε, έπαιρνες και εκείνη την ωραία τη σχολική την τσάντα με τα στρασάκια που από πέρσι τη γλυκοκοίταζες ή την άλλη την Αντίντας με το μεγάλο το λογότυπο, και σου έκανε τη χάρη η μάνα σου να συμπληρώσει από όσα λείπανε τα λεφτά. Αλλιώς δεν έβγαινε. 

Αργότερα στο σχολείο θα τα καμάρωνες, θα τα έδειχνες και στους άλλους και θα ζηλεύανε και θα έβλεπες και τον μπαμπά σου καλύτερα, με άλλο μάτι, αλλιώτικα, αλήθεια το καταλάβαινες πώς βγαίνουν τα λεφτά. Δύσκολα. Σε σκονισμένα εργοστάσια, με πρωινά που σηκωνόμασταν αξημέρωτα, που δεν χορταίναμε ύπνο κανονικά. Αλλά δεν το βλέπαμε κι ακριβώς έτσι. Αποκλείεται να το βλέπαμε έτσι. Για μας ήταν περισσότερο ένα παιχνίδι, κάτι που έπρεπε να κάνουμε τα καλοκαίρια, αναγκαίο αλλά όχι απαραίτητα κακό. Άλλωστε οι διακοπές μας, οι πραγματικές διακοπές μας, όχι η διακοπή από το σχολείο αλλά οι μέρες της ανάπαυλας μαζί με τα αδέλφια μας και τους γονείς μας, γίνονταν σε ημερήσιες εκδρομές τις Κυριακές στο Μακένζι, με τα ξεχαρβαλωμένα εστιατόρια, τα ξύλινα τραπέζια, τις παγωμένες μπίρες και τα καρπούζια στη θάλασσα. Και τον κύριο που πουλούσε πόμπες και λιωμένα παγωτά. Και χωρίς αντηλιακό. Κι από Δευτέρας ξανά στη δουλειά. 

Σαν παιχνίδι. Έτσι τα βλέπαμε. Σίγουρα έτσι τα βλέπαμε. Και ήταν η θάλασσα πιο γαλάζια, να ξέρεις, και ο ήλιος πιο κίτρινος, και τα καρπούζια πιο γλυκά και πιο κόκκινα, και η ανατολή πιο ρόδινη, και ο κόσμος γεμάτος χρώματα, άλλα χρώματα, κι εμείς πιο χαρούμενοι, και η ζωή απίστευτη όπως την ξέραμε, αυτά ήταν τα καλοκαίρια μας, τα περσινά τα καλοκαίρια μας, έτσι ήταν φτιαγμένος ο κόσμος μας, λίγο πιο χωμάτινος, λίγο φτωχότερος, αλλά σίγουρα πιο φωτεινός, αλλά σίγουρα πιο χαρούμενος. Τα περσινά μας καλοκαίρια. Σε έναν άλλο κόσμο, σε μιαν άλλη ζωή. 

Φιλελεύθερα, 30.7.2020.