Ενώ μέχρι στιγμής το μεγαλύτερο κόστος της πανδημίας σε ανθρώπινες ζωές πληρώνουν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η κατάσταση αναμένεται να γίνει ακόμη χειρότερη τις επόμενες εβδομάδες, η χώρα βιώνει μια πρωτοφανή κρίση σε πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο. Η έλλειψη συγκροτημένης στρατηγικής σε πανεθνικό επίπεδο, η πολιτικοποίηση του θέματος εν όψει των εκλογών του Νοεμβρίου, η πρόωρη χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων σε αρκετές πολιτείες, αλλά και η μη χρήση μάσκας από μεγάλη μερίδα πολιτών εξαιτίας μιας επικίνδυνης, αντιεπιστημονικής και υπεροπτικής αντίληψης που καλλιεργήθηκε από τον πρόεδρο Τραμπ, συνέτειναν καταλυτικά ώστε να δημιουργηθούν ανεξέλεγκτες συνθήκες στην αντιμετώπιση του κορωνοϊού. 

Σύμφωνα δηλώσεις αξιωματούχων των Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC), «ο ιός εξαπλώνεται πολύ γρήγορα και ευρέως στις ΗΠΑ και αυτή είναι η αρχή». Ο διευθυντής του Ινστιτούτου Μολυσματικών Ασθενειών και σύμβουλος όλων των Αμερικανών προέδρων από τη δεκαετία του ’80, Άνθονι Φάουτσι, ανέφερε ότι από τα 40.000 νέα κρούσματα που καταγράφονται καθημερινά, θα μπορούσαν να φθάσουν τα 100.000 νέα κρούσματα ημερησίως, εφόσον δεν υπάρξουν νέες παρεμβάσεις για την αναχαίτιση της πανδημίας και οι πολίτες δεν τηρούν τις οδηγίες περί κοινωνικής αποστασιοποίησης και χρήσης της μάσκας. Η πιο ανησυχητική επισήμανση του κορυφαίου επιδημιολόγου ήταν ότι οι ΗΠΑ (και βασικά όλες οι χώρες) δεν μπορούν να βασίζονται στη διαθεσιμότητα ενός ασφαλούς και αποτελεσματικού εμβολίου ενάντια στην Covid-19, αφήνοντας να εννοηθεί ότι δεν είναι σίγουρο αν τελικά βρεθεί ένα ασφαλές εμβόλιο (και πότε) που θα σταματήσει την εξάπλωση του ιού.

Από τη μια είναι λοιπόν το μέτωπο της πανδημίας και οι θλιβερές διαστάσεις της με τον αριθμό των θανάτων στις ΗΠΑ να έχει ξεπεράσει τις 130.000 και από την άλλη είναι οι δραματικές πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις. Επιπλέον, νέους τριγμούς στην Ουάσινγκτον προκάλεσε δημοσίευμα της «Νιου Γιορκ Τάιμς» ότι η Ρωσία προσέφερε χρηματική αμοιβή σε Ταλιμπάν, προκειμένου να εξαπολύουν φονικές επιθέσεις εναντίον Αμερικανών στρατιωτών και ότι ο Πρόεδρος Τραμπ είχε ενημερωθεί σχετικά, αλλά απέκρυψε το θέμα. Σε αναφορά του στο twitter χαρακτήρισε «απολύτως ανακριβές» το δημοσίευμα. Ο Δημοκρατικός υποψήφιος, Τζο Μπάιντεν, υποστήριξε ότι ο σημερινός ένοικος του Λευκού Οίκου «πρόδωσε τα αμερικανικά στρατεύματα επειδή δεν ανταποκρίθηκε στις αναφορές των μυστικών υπηρεσιών».

Με όλα αυτά που συμβαίνουν σήμερα στις ΗΠΑ είναι αρκετά τα ερωτήματα και μεγάλες οι ανησυχίες για το τι μέλλει γενέσθαι, όπως: Ποια θα είναι η εξέλιξη της πανδημίας και ποιες θα είναι τελικά οι επιπτώσεις της στις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου; Μήπως ο Πρόεδρος Τραμπ θα επιχειρήσει να αναβληθούν οι εκλογές και αν όχι ποια προβλήματα θα προκύψουν για τη διεξαγωγή τους; Μετά τις καταγγελίες, αλλά και βάσιμες αποδείξεις, ότι υπήρξε ρωσική εμπλοκή στις προεδρικές εκλογές του 2016, άραγε το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών του 2020 θα καθοριστεί από ξένες παρεμβάσεις (Ρωσία ή Κίνα); 

Με βάση τις έως τώρα δημοσκοπήσεις, ο Τζο Μπάιντεν εξασφαλίζει άνετο προβάδισμα έναντι του Ντόναλντ Τραμπ, αλλά μερικοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι τίποτα δεν μπορεί να θεωρείται σίγουρο μέχρι τον Νοέμβριο. Σύμφωνα με ορισμένα δημοσιεύματα, ο Πρόεδρος Τραμπ φαίνεται να άρχισε να συνειδητοποιεί ότι μάλλον θα χάσει τις εκλογές, επομένως τίθεται έναν άλλο ερώτημα: Υπάρχει περίπτωση να προβεί σε «ακραίες ενέργειες» για να ανατρέψει τα προγνωστικά; Και αν ηττηθεί, θα επιδείξει «αντισυνταγματική συμπεριφορά», όπως φοβούνται πολλοί (σ.σ. ο Μπάιντεν δήλωσε πρόσφατα ότι ο Τραμπ θα προσπαθήσει να «κλέψει» τις εκλογές, αλλά ο στρατός θα τον αναγκάσει να αποχωρήσει από τον Λευκό Οίκο αν δεν αναγνωρίσει το αποτέλεσμα); 

Αν όμως συμβεί κάτι τέτοιο ή προκύψει οποιοδήποτε πρόβλημα στην εκλογική διαδικασία, τότε ποια θα είναι η στάση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της χώρας; Αξίζει να επισημανθεί ότι στις εκλογές του 2000, στην πολιτεία της Φλόριντα, έγινε λανθασμένη ηλεκτρονική καταμέτρηση των ψήφων και, έπειτα από ανακαταμέτρηση, ανακηρύχτηκε νικητής ο Δημοκρατικός Αλ Γκορ. Στη συνέχεια όμως, το Ανώτατο Δικαστήριο θεώρησε τη διαδικασία της ανακαταμέτρησης αντισυνταγματική και τελικά εξελέγη πρόεδρος ο Ρεπουμπλικανός Τζορτζ Μπους ο νεότερος.

Μέχρι πρόσφατα, φαινόταν ότι η πλειοψηφία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είχε «συντηρητικό προσανατολισμό», αλλά τώρα διαπιστώνεται «κάποια στροφή», αφού τον τελευταίο καιρό έλαβε αποφάσεις (μεταναστευτικό, αμβλώσεις κλπ), οι οποίες ερμηνεύτηκαν ως «χαστούκι» στον Πρόεδρο Τραμπ. Το εννεαμελές Σώμα αποτελείται σήμερα από τέσσερις δικαστές που κατατάσσονται στον συντηρητικό χώρο και τέσσερις στον φιλελεύθερο, ενώ ο ένας, που είναι ο πρόεδρος (Τζον Ρόμπερτς), παρά το γεγονός ότι θεωρείται δικαστικός με συντηρητικές αρχές και είχε διοριστεί από τον Πρόεδρο Μπους το 2005, εντούτοις στις πρόσφατες αποφάσεις συντάχθηκε με τους φιλελεύθερους.

Πολλές δημοσκοπήσεις σε εθνικό επίπεδο δείχνουν ότι ο Μπάιντεν προηγείται του Προέδρου Τραμπ από 8 έως και 14 ποσοστιαίες μονάδες, αλλά το κυριότερο στοιχείο είναι ότι βρίσκεται μπροστά σε πολιτείες – κλειδιά, καθώς και σε δημογραφικές ομάδες που διαδραματίζουν καταλυτικό ρόλο στο εκλογικό αποτέλεσμα. Το χάσμα μεταξύ τους φαίνεται να έχει διευρυνθεί τις τελευταίες εβδομάδες λόγω κυρίως της ανείπωτης τραγωδίας του κορωνοϊού, ενώ διαφαίνεται ότι ο Τραμπ θα υποστεί νέο πλήγμα (χάνοντας την υποστήριξη μερίδας οικογενειών των στρατιωτών) εξαιτίας των αποκαλύψεων για πιθανή συγκάλυψη από μέρους του δολοφονιών Αμερικανών στο Αφγανιστάν που πραγματοποιήθηκαν με εντολή της Μόσχας.

Γυναίκα αντιπρόεδρος 

Ένα άλλο θέμα που συζητείται αυτές τις μέρες στις ΗΠΑ και αφορά τις πολιτικές εξελίξεις είναι το πρόσωπο που θα επιλέξει ο Δημοκρατικός υποψήφιος για την αντιπροεδρία και αναμένεται να το ανακοινώσει στις αρχές του επόμενου μήνα. Ο Μπάιντεν υποσχέθηκε ότι θα διαλέξει μια γυναίκα. Πριν τα γεγονότα με τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ και την αντιρατσιστική εξέγερση, πιθανότερη γι’ αυτή τη θέση θεωρείτο η λευκή γερουσιαστής της Μινεσότα και πρώην υποψήφια για το χρίσμα του Δημοκρατικού Κόμματος, Εϊμι Κλόμπατσαρ, η οποία δέχθηκε κριτική για το έργο της ως εισαγγελέας σε υποθέσεις Αφροαμερικανών. Τώρα, πολλοί υποστηρίζουν ότι ο Μπάιντεν για να εξασφαλίσει την «πλήρη υποστήριξη» της αφροαμερικανικής κοινότητας θα πρέπει να επιλέξει μια μαύρη γυναίκα, αν και σε σχετική δημοσκόπηση η πλειοψηφία των Αφροαμερικανών ζητά επιλογή προσώπου με βάση τις αρχές και την ιδεολογία του και όχι του χρώματός του.

Εν τω μεταξύ, ένα άλλο σημαντικό στοιχείο που αφορά την εκλογική αναμέτρηση είναι ο υπαινιγμός που άφησε κάποια στιγμή ο 77χρονος Μπάιντεν ότι αν κερδίσει τις εκλογές, θα υπηρετήσει μόνο μια θητεία. Επομένως, εκτιμάται ότι το πρόσωπο που θα επιλεχθεί ως υποψήφιο για την αντιπροεδρία της χώρας θα πρέπει να είναι νεότερο σε ηλικία. Αυτή την στιγμή, σύμφωνα με πληροφορίες, η αρμόδια επιτροπή του Δημοκρατικού Κόμματος εξετάζει τουλάχιστον επτά πιθανές υποψήφιες (πέντε μαύρες γυναίκες, μία λατινοαμερικανικής και μια ασιατικής καταγωγής).