Η Κύπρος έχει στην ιστορία της πολέμους και ταραχές, που γονάτισαν κατά καιρούς την οικονομία του νησιού. Ωστόσο, η χώρα κατάφερνε πάντα να ορθοποδήσει και να ανακτήσει τις χαμένες της δυνάμεις, μεταλλάσσοντας τον οικονομικό της χαρακτήρα. Δύο παραδείγματα είναι η τουρκική εισβολή του 1974 και η οικονομική κρίση του 2013. Και στις δύο περιπτώσεις, μηδένισαν σχεδόν οι μετρητές σε όλους τους τομείς της οικονομίας, μέχρι και την πλήρη ανάκαμψη λίγα χρόνια μετά. Σήμερα, η παγκόσμια οικονομία είναι αντιμέτωπη με την πανδημία του κορωνοϊού, το ίδιο και η Κύπρος, με τις επιπτώσεις να είναι στο παρόν στάδιο ανυπολόγιστες.
Στο βιβλίο με τίτλο «Κυπριακή Οικονομία: Ανασκόπηση, προοπτικές, προκλήσεις» με επιμέλεια των Αθανάσιο Ορφανίδη και Γιώργο Συρίχα, στο κεφάλαιο «Οικονομική πολιτική για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της τουρκικής εισβολής» γίνεται αναφορά στην κατάσταση που δημιουργήθηκε στα οικονομικά της χώρας, από την εισβολή και μετέπειτα. Αν και τα δεδομένα σε σχέση με  σήμερα είναι πολύ διαφορετικά, εντούτοις, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η οικονομική διαχείριση που έγινε τότε.
Τα δεδομένα που χάθηκαν
Η Κύπρος με την εισβολή δέχθηκε ένα ισχυρό πλήγμα και στην οικονομία της, ανατρέποντας ουσιαστικά τις ισορροπίες στην 14 ετών Κυπριακή Δημοκρατία. Αρχικά, χάθηκε το μόνο σύγχρονο διεθνές αεροδρόμιο στη Λευκωσία και άρα η αεροπορική σύνδεση με το εξωτερικό, ενώ παράλληλα το σημαντικότερο λιμάνι του νησιού – αυτό της Αμμοχώστου – «μέσω του οποίου διαμετακομίζονταν τα περισσότερα αγαθά της χώρας» όπως αναφέρεται στο κεφάλαιο, πέρασε σε τουρκικά χέρια.
Φυσικό επακόλουθο της εισβολής ήταν να αυξηθεί ραγδαία η ανεργία φτάνοντας το 10% το 1974 και 16,9% το 1975 καθώς πολλές επιχειρήσεις έπαψαν να υπάρχουν. Η οικονομία της Κύπρου τότε βασίζονταν πολύ στην γεωργία και καλλιέργεια, ωστόσο το 1974 χάθηκε το μεγαλύτερο μέρος των γεωργικών πόρων (εσπεριδοειδή και άλλα οπωροφόρα δέντρα). Επίσης, χάθηκε και το μεγαλύτερο μέρος της κτηνοτροφίας το οποίο βρισκόταν στις κατεχόμενες περιοχές.
Η τότε βιομηχανία του νησιού έχασε τις εγκαταστάσεις της, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής των μεταλλείων και των λατομείων βρέθηκαν υπό στρατιωτική κατοχή.
Ένα άλλο σημείο ήταν ο τουρισμός. Στο βιβλίο αναφέρεται σχετικά ότι «Το κατεχόμενο μέρος περιλάμβανε και όλη σχεδόν την ανεπτυγμένη τουριστική υποδομή, όπως ξενοδοχεία πολυτελείας, ενώ πολλοί από τους παγκοσμίως γνωστούς αρχαιολογικούς χώρους και μνημεία βρίσκονται στο κατεχόμενο τμήμα του νησιού».
Στα πιο βαθιά οικονομικά, οι επενδύσεις εξαφανίστηκαν, οι αποταμιεύσεις ήταν πάρα πολύ χαμηλές και επομένως ήταν ξεκάθαρη η ανάγκη για ξένη βοήθεια και ξένες αποταμιεύσεις, έτσι ώστε να μπορέσει να επαναλειτουργήσει η οικονομία της χώρας.
Πολιτικές εντάσεως
Η οικονομία είχε υποστεί ένα σοκ και έπρεπε να αντιμετωπιστεί άμεσα με τις ανάλογες οικονομικές πολιτικές, που θα οδηγούσαν τη χώρα σε γρήγορη ανάκαμψη και να επουλωθούν οι πληγές.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν η ανεργία. Την ώρα που υπήρχε αρκετό εργατικό δυναμικό, δεν υπήρχαν διαθέσιμες θέσεις εργασίας και οι μισθοί ήταν αρκετά χαμηλοί. Σημαντικό σημείο ότι αρκετοί Τουρκοκύπριοι εργαζόμενοι μετακινήθηκαν στο βόρειο μέρος, και μετανάστευσαν πολλοί Ελληνοκύπριοι στο εξωτερικό, και άρα το εργατικό δυναμικό της Κύπρου είχε μειωθεί αισθητά. Για αυτό το λόγο έγινε κινητοποίηση όλων των διαθέσιμων πόρων για την προώθηση της παραγωγικής απασχόλησης.
Όπως αναφέρεται, στηρίχθηκε η προώθηση των πολιτικών εντάσεως εργασίας για να ξεκινήσει ξανά η οικονομία. Για παράδειγμα, δόθηκε σημασία σε βιομηχανίες ένδυσης και υπόδησης και σε στεγαστικά έργα. Επεκτατικές δημοσιονομικές και νομισματικές πολιτικές έδωσαν περαιτέρω ώθηση προς αυτή την κατεύθυνση, αφού για παράδειγμα έγιναν αυξημένες δαπάνες για κατασκευή σχολείων και δρόμων. Επίσης κατασκευάστηκε νέο αεροδρόμιο στη Λάρνακα, αναβαθμίστηκαν τα λιμάνια Λάρνακας και Λεμεσού και δημιουργήθηκαν νέες βιομηχανικές περιοχές.
Ταυτόχρονα, δόθηκαν στο επιχειρηματικό κοινό γενναιόδωρα φορολογικά κίνητρα για προώθηση έργων εντάσεως εργασίας και απορρόφηση των ανέργων.
Εντός των επεκτατικών δημοσιονομικών πολιτικών ήταν και η κατασκευή προσφυγικών καταυλισμών για τη στέγαση των προσφύγων. Επίσης, δόθηκαν δάνεια για υποβοήθηση και επαναδραστηριοποίηση του ευρύτερου γεωργικού τομέα.
Μέσω νομοθεσιών μειώθηκαν όλες οι μορφές εισοδημάτων και τα ενοίκια. Παράλληλα, εξασφαλιζόταν η παροχή δημόσιου βοηθήματος σε πρόσωπα των οποίων το εισόδημα δεν ήταν αρκετό για να καλύψει τις βασικές ανάγκες.
Στον ιδιωτικό τομέα λήφθηκε ως μέτρο η μείωση του ποσοστού της απαιτούμενης ρευστότητας των τραπεζών και η εισαγωγή συστήματος ποινών για τις τράπεζες που διατηρούσαν υπερβολική ρευστότητα. «Το μέτρο αυτό είχε ως στόχο την υποβοήθηση της τραπεζικής δανειοδότησης προς τον ιδιωτικό τομέα», σημειώνεται.
Για τη χρηματοδότηση τομέων προτεραιότητας δημιουργήθηκε ειδικό ταμείο στην Κεντρική Τράπεζα Κύπρου. Ταυτόχρονα, δόθηκαν κυβερνητικές εγγυήσεις σε δάνεια προς ιδιώτες οι οποίοι δραστηριοποιούνταν σε τομείς προτεραιότητας. Για την χρηματοδότηση, η Τράπεζα Αναπτύξεως εξέδωσε ομολογιακό δάνειο ύψους ενός εκατομμυρίου λιρών Κύπρου.
«Οικονομικό θαύμα»
Τα πιο πάνω, ήταν η αρχή για μια ραγδαία ανάπτυξη και μεταβολή των δεδομένων της κυπριακής οικονομίαw, όπως καταγράφηκε τα επόμενα χρόνια. Μάλιστα, η ανάκαμψη ήταν τέτοια, που διεθνείς οργανισμοί χαρακτήρισαν την περίπτωση της Κύπρου ως «οικονομικό θαύμα».
Καταρχάς, οι οικονομικές πολιτικές έφεραν γοργή ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα, πετυχαίνοντας έτσι  συνθήκες πλήρους απασχόλησης σε αρκετά σύντομο χρονικό διάστημα σχετικά (εντός 1977). Όσον αφορά την ανεργία, το ποσοστό είχε μειωθεί σχεδόν στο μισό στο 8,6% το 1976. Το εργατικό δυναμικό παρουσίασε μία τεράστια μεταβολή από την γεωργία προς την εργασία σε δευτερογενή και τριτογενή τομέα. Ενδεικτικά, το μερίδιο της γεωργικής εργασίας σε αμειβόμενη απασχόληση μειώθηκε από 29,4% το 1976 στο 20,1% το 1985.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρατίθενται στο κεφάλαιο, ο αριθμός των ατόμων στη μεταποίηση το 1990 είχε φτάσει τις 48,5 χιλιάδες, από τις 24,3 χιλιάδες που ήταν το 1975. Στις κατασκευές, παρατηρήθηκε ακόμα μεγαλύτερη αύξηση φτάνοντας τις 23,2 χιλιάδες το 1990 από τις 8,9 χιλιάδες το 1975. Το χονδρικό και το λιανικό εμπόριο επίσης αυξήθηκε στις 36,8 χιλιάδες το 1990 από 16,2 χιλιάδες το 1975. Στο ζήτημα της μείωσης της ανεργίας βοήθησαν αρκετά οι τομείς του εμπορίου, των εστιατορίων και ξενοδοχείων, της μεταποίησης και των κατασκευών, απορροφώντας ένα σημαντικό ποσοστό.
Η βιομηχανία είχε να παράγει αρχικά για μία μικρή αγορά, ωστόσο η εγχώρια ζήτηση αυξήθηκε απότομα. Όπως σημειώνεται, η κυριότερη ώθηση ήρθε από εξαγωγή βιομηχανικών προϊόντων. Συγκεκριμένα, καταγράφηκε αύξηση 37,6% το 1975 και 55,1% το 1980. Πρωταγωνιστές στις εξαγωγές το 1978 ήταν τα προϊόντα (σύνολο εξαγωγών): είδη ένδυσης και υπόδησης (22,6%), πατάτες (10,4%) και τσιμέντο 8,0% του συνόλου. Ακολουθούν τα εσπεριδοειδή, τα κρασιά, τα τσιγάρα.
Στην ανάκαμψη της οικονομίας βοήθησαν επίσης και οι ξένες αγορές, κυρίως από τις Αραβικές χώρες, με τους Κύπριους επιχειρηματίες να κερδίζουν συμβόλαια εκτέλεσης μεγάλων έργων, δίνοντας θέσεις εργασίας σε χιλιάδες. Επιπρόσθετα, η Κύπρος λόγω και των γεγονότων στο Λίβανο, μπήκε δυναμικά στην παροχή υπηρεσιών, με αποτέλεσμα μέχρι το 1976 να έχει μετατραπεί σε κέντρο εταιρειών διεθνών δραστηριοτήτων.