Δεν χρειάζεται να έχει διαβάσει κανείς Λούκι Λουκ για να υπερθεματίσει στον αφορισμό ότι η ύβρις ατιμάζει αυτόν που την εκτοξεύει. Όταν, πάλι, αυτός που την εκτοξεύει είναι κάποιος σαν τον Αχιλλέα Μπέο μπορείς εύλογα να την εκλάβεις και σαν φιλοφρόνηση.
 
Ως γνήσιος ψευτονταής, ο αιρετώτατος δημοτικός άρχων του Βόλου θα φρόντιζε να σταθμεύσει τη γλωσσάρα του αν γνώριζε ότι σε χρόνο ντετέ σχεδόν όλη η –προβληματιζόμενη τουλάχιστον- Ελλάδα και η Κύπρος θα φρόντιζε να ενημερωθεί και να συλλογιστεί για το ζήτημα που έχει προκύψει με το νερό των Σταγιατών και να συμπαρασταθεί στους αγωνιζόμενους κατοίκους της όμορφης πηλιακής κοινότητας που υπερασπίζονται τη ζωογόνο πηγή τους.
Ακόμη και το έξοχο σχετικό τραγούδι του Αλκίνοου Ιωαννίδη, ο οποίος τα τελευταία χρόνια έχει εγκατασταθεί σε μια από τις ομορφότερες περιοχές της Ελλάδας, δεν θα μπορούσε να ελκύσει τόσο ενδιαφέρον και ν’ αναδείξει τον αγώνα ενός «γαλατικού χωριού» ενάντια σε πανίσχυρα κερδοσκοπικά συμφέροντα. Διάγουμε βλέπετε την εποχή της ανθρώπινης ιστορίας όπου περισσότερο από ποτέ είναι ο άδειος τενεκές που κάνει τον σαματά. Μόνο που στην περίπτωση αυτή, ο τζερτζελές του ξεγάνωτου γύρισε μπούμερανγκ.
 
Έχω την αίσθηση ότι ακόμη κι ο παροιμιωδώς ταπεινόφρων Κύπριος δημιουργός θα πρέπει να ένιωσε μια ικανοποίηση του «εγώ» του από τα λεχθέντα του Μπέου. Όχι μόνο επειδή περιποιεί τιμή για οποιονδήποτε ενάρετο πολίτη να τον πιάνει στο βρωμόστομά του ένας τέτοιος τύπος. Δεν είπε και πολλά εξάλλου. Χρησιμοποίησε αφενός την αρχαιοπρεπή, διασημότατη λέξη με τα πολλά άλφα και αφετέρου τον χαρακτηρισμό «αρνητική νότα στην όμορφη περιοχή μας». Το πραγματικό κοπλιμέντο- παράσημο για τον Αλκίνοο, όμως, είναι ο υπαινιγμός του ότι δεν γνωρίζει τι τραγουδά ο συγκεκριμένος «τραγουδιστής».
 
Το ανησυχητικό θα ήταν αν γνώριζε. Από πού κι ως πού; Άσχετα αν στο παρελθόν ενεργοποιήθηκε επιχειρηματικά στον τομέα των νυχτερινών κέντρων, αλλά και της διοργάνωσης συναυλιών στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Μια χαρά γνώριζε τι τραγουδάει, επί παραδείγματι, ο Λευτέρης Πανταζής όταν τον τοποθετούσε πρόεδρο του «Νέου Πανιωνίου» την εποχή που διαχειριζόταν την ιστορική ποδοσφαιρική ομάδα. Πριν πάρει τη μεγάλη απόφαση να επιστρέψει στη γενέτειρά του για να της κάνει τη χάρη να την υπηρετήσει από τον δημαρχιακό θώκο, ο Αχιλλέας Μπέος απασχόλησε για πολλά χρόνια την ελλαδική κοινή γνώμη με τις παραγοντικές αλλά και τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες. Απασχόλησε όμως και τις διωκτικές αρχές, καθώς βρέθηκε υπόλογος για κακουργηματικές πράξεις και φέρεται να ενεπλάκη σε υποθέσεις στημένων παιχνιδιών, ενώ καταπόντισε την ομάδα του Ολυμπιακού Βόλου επειδή ενεπλάκη σε ποδοσφαιρικά σκάνδαλα υπό την ουσιαστική ιδιοκτησία του.
 
Σήμερα, παρά το γεγονός ότι του έχει επιβληθεί ισόβια απαγόρευση ενασχόλησης με το ποδόσφαιρο, ενίοτε εμφανίζεται άτυπα με την ιδιότητα του… διερμηνέα στον πάγκο της ομάδας Βόλος ΝΠΣ, στη δημιουργία της οποίας πρωτοστάτησε κι η οποία ανέβηκε στην ανώτατη επαγγελματική κατηγορία μέσα σε δύο (2) χρόνια. Ισχυρίζεται, βέβαια, ότι γνωρίζει πέντε γλώσσες κι αν δυσκολεύεται λιγάκι στα ελληνικά, τα «γαλλικά» είναι σαφές ότι τα παρλάρει με μεγάλη ευφράδεια. Δεν είναι μυστικό ότι ο νυν λαοφίλητος πρόκριτος και μαγνησιάρχης που πλασάρει το προφίλ του κάζουαλ, του ντρόμπρου και του «έξω από τα δόντια», έβγαλε τα πρώτα του νυχτοκάματα ως σωματοφύλακας στις ΗΠΑ. Για να ακολουθήσει μια διαδρομή που έφτασε να συνδεθεί με τη σκοτεινή εποχή του ελληνικού ποδοσφαίρου που ο Τζίμης Πανούσης είχε περιγράψει εύγλωττα ως εξής: «δεν μπορείς να ξεχωρίσεις ποιος είναι ο μπράβος και ποιος ο πρόεδρος».
 
Ένα από τα τραγούδια που δεν γνωρίζει ο δήμαρχος μιλά γι’ αυτόν τον κόσμο που αλλάζει και μας τρομάζει. Κι ένα άλλο εξομολογείται: «Με τρομάζεις, ακόμα, οπαδέ της ομάδας, του κόμματος σκύλε, της οργάνωσης μάγκα […]». Σ’ αυτό λοιπόν το ελληναράδικο σύμπαν ο Αλκίνοος Ιωαννίδης δεν θα μπορούσε να έχει καμία θέση. Διότι ο Μπέος πρεσβεύει όσα απεχθάνεται και με συνέπεια στηλιτεύει σ’ όλη την πορεία του. Πρόκειται για δύο παράλληλους και μακρινούς κόσμους, χωρίς κανένα περιθώριο σύγκλισης. Μιλάμε για δύο Ελλάδες σε συνεχή σύγκρουση. Την Ελλάδα της λαμογιάς, της αυθαιρεσίας, της αισχροκέρδειας, της κουτοπονηριάς, της χυδαιότητας, της φιλαρχίας, της κομπορρημοσύνης, της ψευτοπαλικαριάς, της δουλοπρέπειας. Κι από την άλλη την Ελλάδα της εντιμότητας, της αξιοπρέπειας, της ανιδιοτέλειας, της αλληλεγγύης, της σωφροσύνης, της εγκράτειας, της σεμνότητας, της δικαιοκρισίας.
 
Υπάρχει ένα δίλημμα εδώ και είναι σαφές. Θυμίζει εκείνο το παλιό σύνθημα που λέει «τέρμα πια στις αυταπάτες, ή με τους Ρωμαίους ή με τους Γαλάτες». Λοιπόν, είτε με τους μπέους είτε με τους ωραίους. Είτε με τους αχιλλείς (ήτοι αυτούς που περιφέρονται και προκαλούν θλίψη) είτε με τους αλκίνοες (τους δυνατούς στη σκέψη). Συνταχθείτε.