Φαντάζεται κανείς τι θα συνέβαινε αν έστω και ένας φορέας του θανατηφόρου κορωνοϊού περνούσε το οδόφραγμα της Λήδρας και διάσχιζε μετά τον Μακρύδρομο, που είναι πάντα πλημμυρισμένος από κόσμο; Σε πόσους άλλους θα μετάδιδε τον ιό κι εκείνοι με τη σειρά τους πόσους άλλους θα κολλούσαν, μέχρι να αρχίσει να επωάζει και να εκδηλώνεται η ασθένεια; Και πόσοι από αυτούς που θα είχαν αρπάξει τον ιό χωρίς να το ξέρουν δεν θα ταξίδευαν στο εσωτερικό και το εξωτερικό πριν νοσήσουν, και δη στην Ευρώπη, η οποία θεωρεί ακόμα την Κύπρο ασφαλή;
Και βέβαια το ίδιο ισχύει και αντίστροφα, από την ελεύθερη Λευκωσία προς την κατεχόμενη, με την ουσιώδη διαφορά ότι από εδώ ξέρουμε τι μέτρα προστασίας λαμβάνονται, ενώ απ’ εκεί δεν γνωρίζουμε καλά–καλά ποιός ελέγχει ποιόν. 
Αυτό και μόνο καταδεικνύει ότι η απόφαση της Κυβέρνησης να αναστείλει προσωρινά τη λειτουργία του συγκεκριμένου οδοφράγματος όχι μόνο δεν είναι λανθασμένη, αλλά και επιβεβλημένη. Αν πρέπει να επικριθεί για κάτι, αυτό είναι που άργησε τόσο πολύ να το συμπεριλάβει στα πρώτα προληπτικά μέτρα κατά της διάδοσης της θανάσιμης επιδημίας. Από τη στιγμή που δεν είναι σε θέση να ελέγξει ποιοι κι από πού μπαινοβγαίνουν στα κατεχόμενα και τι έλεγχος γίνεται απ΄εκεί, ανεύθυνο θα ήταν αν δεν έκλεινε το οδόφραγμα παρά ότι το έκλεισε. Λόγω δε της θέσης του οδοφράγματος και της συνεχούς ανθρωποροής, η εφαρμογή επιτόπου αποτελεσματικού ελέγχου θα ήταν και ανεπαρκής και δαπανηρή. Το κλείσιμο ήταν η πιο ενδεδειγμένη λύση και πρέπει να διατηρηθεί για όσο καιρό χρειαστεί. Άλλωστε, περισσότερα από τα μισά οδοφράγματα παραμένουν ανοικτά, περιλαμβανομένου εκείνου του Λήδρα Πάλας, που άνετα μπορούν να χρησιμοποιούν οι πεζοί, χωρίς τους επαυξημένους κινδύνους που διαλαμβάνει η διέλευση της Λήδρας.
Συνεπώς, η απόδοση στην Κυβέρνηση αλλοτρίων κινήτρων για την απόφασή της όχι μόνο δεν ευσταθεί, αλλά πάσχει η ίδια από υστεροβουλία και πολιτική σκοπιμότητα. Οι αυτόκλητοι επαναπροσεγγιστές θεωρούν το οδόφραγμα της οδού Λήδρας ως εμβληματικό για την ύπαρξή τους, γι αυτό και επέλεξαν να πολιτικοποιήσουν το προσωρινό κλείσιμό του, αγνοώντας και παραγνωρίζοντας τις πιθανές τρομακτικές επιπτώσεις στην υγεία και την ευημερία ολόκληρου του λαού. 
Αυτό εξηγεί και το μένος με το οποίο επέπεσαν σαν λυσσασμένη αγέλη πάνω στο οδόφραγμα και τα εντεταλμένα όργανα του νόμου, για να ανατρέψουν την καθόλα νόμιμη και δικαιολογημένη απόφαση του κράτους. Εκ των υστέρων, προσπάθησαν με ανακοίνωσή τους να παρουσιάσουν τη φασιστικών προδιαγραφών ενέργειά τους ως «ειρηνική διαδήλωση», κάνοντας λόγο για μεμονωμένο επεισόδιο. 
Γιατί, τι είναι φασισμός; Δεν είναι η χρήση βίας από οποιονδήποτε, χωρίς εξουσιοδότηση και χωρίς νομιμοποίηση, για να επιβάλει τη δική του θέληση και άποψη στους άλλους; Κανένας δεν δοκίμασε να τους εμποδίσει από το να πάνε εκεί και να διαδηλώσουν, εκείνοι ήταν που δοκίμασαν να παραβιάσουν το νόμιμα κλειστό οδόφραγμα, μη διστάζοντας να βιαιοπραγήσουν άγρια εναντίον των αστυνομικών και των φαντάρων ακόμα, που θα μπορούσαν να είναι και παιδιά τους. Κι αυτό έγινε προμελετημένα και οργανωμένα με την προσωπική παρουσία επί τόπου των θεωρητικών τους, που τους καθοδηγούσαν, τους ενθάρρυναν και τους υπερασπίζονταν με ρητορικές σοφιστείες.
Και εξακολουθεί ακόμα να ακούει κανείς, μάλιστα από κομματικές ηγεσίες και στρατευμένα έντυπα, ότι η Κυβέρνηση οφείλει να τεκμηριώσει επιστημονικά την απόφασή της. Διερωτάται κανείς τι είδους επιστημονική τεκμηρίωση εννοούν, όταν πρόκειται εξόφθαλμα για θέμα κοινής λογικής, η οποία πρέπει πάντοτε να επιστρατεύεται, αντί να γίνεται προσπάθεια εκλογίκευσης του παράλογου για την εξυπηρέτηση ιδιοτελών σκοπιμοτήτων.