Στη σύγχρονη εποχή η παγκόσμια κοινότητα δεν αντιμετώπισε κατάσταση όμοια με αυτήν που έχει δημιουργηθεί με την εξάπλωση της πανδημίας του Covid 19. Στην Κύπρο, σε μια προσπάθεια περιορισμού της πανδημίας, ο υπουργός Υγείας, με βάση τον περί Λοιμοκάθαρσης Νόμο (ΚΕΦ.260), εξέδωσε πρόσφατα σειρά Διαταγμάτων με τα οποία θεσπίστηκαν Κανονισμοί, με τους οποίους αναστάληκε υποχρεωτικά η λειτουργία ενός πολύ μεγάλου αριθμού επιχειρήσεων. Παράλληλα απαγορεύθηκε η κυκλοφορία των πολιτών, εκτός σε εξαιρετικές περιπτώσεις.
Οι εν λόγω αποφάσεις έχουν αναπόφευκτα προκαλέσει τεράστια ζημιά στην οικονομία. Στις επιχειρήσεις των οποίων αναστάληκε πλήρως η λειτουργία οι οικονομικές επιπτώσεις είναι δεδομένες. Στις επιχειρήσεις δε στις οποίες επιτρέπεται να συνεχίσουν να λειτουργούν ο κύκλος εργασιών (στις περισσότερες) έχει μειωθεί στο ελάχιστο. Κάποιες δε έχουν επιλέξει να αναστείλουν προσωρινά τη λειτουργία τους. 
Με σκοπό να αποτραπεί η μαζική απόλυση εργαζομένων η κυβέρνηση εξήγγειλε μέτρα ή καλύτερα κίνητρα. Αυτά περιλαμβάνουν την καταβολή «ανεργιακού» επιδόματος στους εργαζόμενους των επιχειρήσεων των οποίων αναστάληκε η λειτουργία και η καταβολή μέρους του μισθού κάποιων εργαζομένων σε κάποιες επιχειρήσεις οι οποίες συνεχίζουν να λειτουργούν. Εντούτοις, αρκετές επιχειρήσεις άρχισαν να εξετάζουν το ενδεχόμενο απόλυσης εργαζομένων, αφού προβλέπουν ότι η οικονομική δραστηριότητα στη χώρα και ο κύκλος εργασιών τους θα επηρεαστεί δραματικά ακόμα και μετά τη λήξη της κρίσης. 
Οι πρωτόγνωρες όμως αυτές καταστάσεις και η απότομη μείωση των εργασιών των επιχειρήσεων δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ότι δικαιολογούν, δίχως άλλο, άμεση απόλυση χωρίς αποζημίωση.  
Ο Περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμος του 1967 καθορίζει συγκεκριμένες μόνο περιπτώσεις στις οποίες δικαιολογείται ο τερματισμός της απασχόλησης. Εάν η απόλυση δεν εμπίπτει σε αυτές τις περιπτώσεις, τότε θεωρείται παράνομη και ο εργαζόμενος δικαιούται να διεκδικήσει αποζημίωση η οποία μπορεί να ανέλθει, αναλόγως των περιστάσεων, σε μισθούς μέχρι και δύο ετών.
Μία από τις περιπτώσεις που δύναται να δικαιολογηθεί η απόλυση είναι όταν επήλθε μείωση του κύκλου εργασιών μιας επιχείρησης. Αυτή αποτελεί μια εκ των περιπτώσεων του ονομαζόμενου πλεονασμού. Θα πρέπει να τονιστεί όμως ότι σύμφωνα με τη Νομολογία, εποχική ή περιοδική μείωση του κύκλου εργασιών δεν μπορεί, δίχως άλλο, να δικαιολογήσει απόλυση λόγω πλεονασμού (βλέπε απόφαση Α. xxxxx. Λτδ ν. xxxxx Χρίστου κ.α. (1994) 1 ΑΑΔ 703).  
Επομένως, στο παρόν στάδιο όπου δεν μπορεί να προβλεφθεί το χρονικό διάστημα που θα απαιτηθεί για να επαναλειτουργήσουν οι επιχειρήσεις και ασφαλώς δεν έχει ακόμη αποκρυσταλλωθεί η πραγματική επίπτωση στον κύκλο εργασιών τους, η απόλυση εργοδοτουμένων είναι παρακινδυνευμένη και θα πρέπει να αποφευχθεί. Αυτό ισχύει τόσο για τις επιχειρήσεις των οποίων έχει ανασταλεί η λειτουργία, όσο και γι’ αυτές που συνέχισαν τη λειτουργία τους με μειωμένο κύκλο εργασιών, αφού το «ανεργιακό» επίδομα ή η κάλυψη μέρους του μισθού των εργαζομένων, ενδέχεται να επηρεάζει την προσπάθεια δικαιολόγησης πλεονασμού. 
Aκόμη και μετά το τέλος της κρίσης, θα πρέπει με σύνεση και όχι βεβιασμένα να προσεγγιστεί από τους εργοδότες το ζήτημα, αφού η τυχόν λήψη γρήγορων και κυρίως χωρίς επαρκή τεκμηρίωση αποφάσεων, ενδεχομένως να μην ικανοποιεί την προϋπόθεση η μείωση του κύκλου εργασιών τους να μην ήταν απλά εποχιακή ή περιοδική. 
Η κάθε περίπτωση θα πρέπει να εξετάζεται από τα δικά της ιδιαίτερα περιστατικά, περιλαμβανομένου της φύσης της επιχείρησης, του βαθμού επηρεασμού του συγκεκριμένου τομέα της οικονομίας στον οποίο αυτή δραστηριοποιείται, τη φύση της εργασίας που εκτελεί ο συγκεκριμένος εργαζόμενος και αρκετούς άλλους παράγοντες, οι οποίοι θα μπορούσαν ενδεχομένως να δικαιολογήσουν στον κατάλληλο χρόνο απόλυση λόγω πλεονασμού.
Επομένως, οι εργοδότες πρέπει να είναι πολύ προσεκτικοί και να λάβουν κατάλληλη νομική συμβουλή προτού προχωρήσουν στην απόλυση εργαζομένων ώστε να αποφύγουν περαιτέρω οικονομική ζημιά. Το ίδιο φυσικά ισχύει και για τους εργαζόμενους οι οποίοι δεν πρέπει να παρασυρθούν από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και να αποδεχθούν χωρίς νομική συμβουλή τυχόν απόλυσή τους λόγω πλεονασμού.

* Δικηγόρος – Senior Associate, Δικαστηριακό Τμήμα, Γραφείο Λευκωσίας στην ΗΛΙΑΣ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ & ΣΙΑ ΔΕΠΕ (neo.law)