Η επιστροφή των χούλιγκαν. Η επιστροφή στα επεισόδια, τα σοβαρά και αιματηρά. Κι όλα αυτά οδηγούν αρμόδιους και μη, να ξαναπάρουν από την αρχή το νήμα. Το κάνουν από την ανάποδη. Την προσφιλή μέθοδο, που είναι βολική για τους ίδιους, για να αποποιηθούν των δικών τους ευθυνών. Με ισοπεδωτικές προσεγγίσεις για το τι φταίει και τι όχι. Λέγεται πως «φταίνε οι οργανωμένοι» και τους τσουβαλιάζουν όλους, «καλούς» και «κακούς». Φταίνε εκείνοι που μονίμως προκαλούν επεισόδια. Φταίει η Αστυνομία, που δεν λειτούργησε, λένε, αποτελεσματικά. Και φταίει, γιατί δεν λειτουργεί αποτρεπτικά αλλά κρατά… αποστάσεις. Αυτό, που επίσης  φταίει είναι ο αχαλίνωτος φανατισμός, που θέτει σε κίνδυνο ζωές, όπως το περασμένο Σάββατο στη Λάρνακα. Φταίει και το πώς κατάντησαν το ποδόσφαιρο.

Κάποτε το μεγάλο πρόβλημα του ποδοσφαίρου ήταν η πολιτικοποίησή του. Το φαινόμενο της πολιτικοποίησης του ποδοσφαίρου στην Κύπρο, όπως είναι ιστορικά γνωστό, ξεκίνησε από το 1948 με αφορμή τον εμφύλιο στην Ελλάδα. Αυτό έχει υποχωρήσει σημαντικά, αν και το πολιτικό σύστημα επιμένει να επενδύει σε αυτό, καθώς εξακολουθεί να παραμένει ένα άθλημα, που το ακολουθούν μαζικά φίλαθλοι. Εντός και εκτός γηπέδου. Κάποτε η πολιτική καθόριζε την οπαδική ταυτότητα, τώρα επιχειρείται το αντίθετο. Κι αυτό οφείλεται στην απαξίωση του πολιτικού συστήματος, που αναζητεί σωσίβια παντού. Τα τελευταία χρόνια είναι προφανές πως οι στρατιές των φανατικών των γηπέδων δεν είναι πλέον δεδομένες για τα κομματικά επιτελεία των μεγάλων κομμάτων. Κάποιες από αυτές τις στρατιές φαίνεται να φλερτάρουν με την ακροδεξιά. Την ακροδεξιά που αφέθηκε να θεριεύσει και να προελάσει στα στέκια κάποιων «οργανωμένων». 

Υπάρχει, όμως, και η άλλη διάσταση. Μια εξίσου επικίνδυνη «παρεκτροπή». Εδώ και αρκετό καιρό, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο, όπως και αλλού δεν είναι μόνο δικό μας… προνόμιο, στο ποδόσφαιρο εισέβαλε ο υπόκοσμος, που επιχειρεί μέσα από αυτό να κερδίσει χρήμα αλλά και να ξεπλύνει. Φαινόμενα, που είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι για να «κάνεις καλή ομάδα» αυτό γίνεται μόνο με χρήμα. Και μιλάμε για εκατομμύρια ευρώ «επένδυση». 

Το πρόβλημα σήμερα, αυτό που συζητείται είναι η βία. Και συζητείται γιατί παρακολουθήσαμε τα επεισόδια του περασμένου Σαββάτου στη Λάρνακα. Και μπορεί αυτή η συζήτηση, τα αυξανόμενα μέτρα που θα υιοθετηθούν να λειτουργήσουν αποτρεπτικά για τους επόμενους «κρίσιμους» (ποδοσφαιρικούς) αγώνες. Κι εάν δεν γίνουν επεισόδια, που αυτό όλοι ελπίζουν, θα λυθεί το πρόβλημα; Θα αντιμετωπιστεί περιστασιακά το φαινόμενο, δεν θα λυθεί, γιατί προφανώς και θα υπάρξει και συνέχεια. Ενδεχομένως όχι αυτό το Σαββατοκύριακο, αλλά μετά, κάποια άλλη «συγκυρία» των «κρισίμων στιγμών», που θα κρίνεται το πρωτάθλημα, το κύπελλο, το… γόητρο του οπαδού ( για τους πλείστους ποδοσφαιριστές, που ακριβοπληρώνονται, αυτό μάλλον είναι «ένα ακόμη παιχνίδι»), να γίνουμε μάρτυρες νέων επεισοδίων. Και τότε θα ξαναρχίσει η ίδια συζήτηση, όπως γίνεται τώρα.  

Τα όσα παρακολουθούμε δεν είναι, βέβαια, τωρινά αλλά τα πρόσφατα μας ξεπερνούν. Δεν μπορεί να παρακολουθούμε επεισόδια έξω από το γήπεδο, που γίνονται «προληπτικά», πριν καν ξεκινήσει το παιχνίδι. Με κουκούλες, δείγμα, δειλίας και ανωνυμίας, οργανώνουν στρατούς συγκρούσεων. Πετροπόλεμος, μολότοφ και δεν βλέπουν μπροστά τους…

Την ώρα, αυτοί οι ίδιοι  δεν αντιδρούν σε μεγάλα προβλήματα, που αντιμετωπίζουν στην καθημερινότητά τους. Είναι προφανές πως ο θυμός διοχετεύεται στα γήπεδα αντί αλλού, κι αυτό προφανώς και κάποιους βολεύει. Δεν αντιδρούν οι νέοι σε αυτούς που καταστρέφουν τα όνειρα και το μέλλον τους, είναι όμως πανέτοιμοι να δώσουν «μάχες» για την ομάδα θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή τη δική τους και των άλλων. Σε μια ημικατεχόμενη χώρα, οι προτεραιότητες θα έπρεπε να είναι άλλες.

Προφανώς και έχουν αλλάξει πολλά από τα παλιά χρόνια. Το ποδόσφαιρο δεν παίζεται στις φαβέλες της Βραζιλίας, στα σκληροτράχηλα γήπεδα της Αφρικής, στα οποία αγωνίζονταν οι παίκτες ξυπόλητοι, αλλά σε πολυτελή σαλόνια. Ο συγγραφέας του βιβλίου, «Αριστερά, πολιτική και ποδόσφαιρο», Θανάσης Κάππος, χαρακτήρισε το ποδόσφαιρο ως «μπαλέτο των φτωχών», επισημαίνοντας ωστόσο ότι έχει «φύγει μακριά από την πραγματικότητα και τη διασκέδαση της Κυριακής». Έχουν αλλάξει πολλά, κι αυτό οφείλεται και στην εμπορευματοποίηση του ποδοσφαίρου. Εκείνο, που φαίνεται πως δεν μπορεί να αλλάξει είναι η βία. Είναι ο φανατισμός, που δεν αντιμετωπίζεται με ημίμετρα αμφιβόλου αποτελεσματικότητας, όπως η κάρτα οπαδού, αλλά με μια άλλη δραστική και αποφασιστική αντιμετώπιση των φαινομένων βίας. Τώρα, στην πράξη και όχι στις εξαγγελίες, γιατί η επόμενη φορά που θα δράσουν οι ανεγκέφαλοι μπορεί να είναι πολύ κοντά. Το κράτος είναι ανίκανο και το επιβεβαιώνει κάθε φορά που συγκρούονται οι ανεγκέφαλοι.