Η εκλογική αναμέτρηση της περασμένης Κυριακής για την Αμμόχωστο έφερε ξανά στην επικαιρότητα το μεγάλο θέμα της αποχής των πολιτών από τις διαδικασίες των εκλογών. Για την περίπτωση της Αμμοχώστου υπάρχουν ασφαλώς και προβάλλονται δικαιολογημένα κάποιες εξηγήσεις για το γεγονός ότι ενδιαφέρθηκαν και πήγαν στις κάλπες μόνο το ένα τρίτο των δημοτών της κατεχόμενης πόλης.

Η ουσία, όμως, είναι μία και είναι ιδιαίτερα ανησυχητική: Οι πολίτες απομακρύνονται από την πολιτική και δεν δείχνουν κανένα ενδιαφέρον να συμμετάσχουν σε μια διαδικασία, την εκλογική, η οποία κατά κύριο λόγο αφορά και επηρεάζει καθοριστικά τους ίδιους αλλά και το σύνολο της χώρας μας. Και βέβαια δεν ομιλούμε μόνο για τις δημοτικές εκλογές.

Κάποτε νιώθαμε υπερήφανοι γιατί οι Κύπριοι πολίτες με ποσοστά που άγγιζαν το 90% πήγαιναν στις κάλπες και ασκούσαν το εκλογικό τους δικαίωμα. Κάποτε ακούγαμε ότι σε άλλες χώρες, αναπτυγμένες οικονομικά και πολιτειακά, για την εκλογή ηγετών της κυβέρνησης και μελών της βουλής αποφάσιζε ένα ποσοστό πολύ κάτω του 50% και μας φαινόταν ακατανόητο. Κάποτε θεωρούσαμε πως ως πολίτες μιας χώρας που βρίσκεται υπό κατοχή είναι και δική μας ατομική ευθύνη και υποχρέωση να συμμετέχουμε ενεργά στα κοινά, να εκδηλώνουμε το ενδιαφέρον μας και να συμβάλλουμε με την άσκηση του εκλογικού μας δικαιώματος στην πρόοδο και την καλυτέρευση της κοινωνίας, επιλέγοντας τους πιο κατάλληλους και ικανούς ανθρώπους.

Κι όμως, βαδίζοντας στα χνάρια συμπολιτών μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στις Η.Π.Α. και άλλες προηγμένες χώρες (οι οποίες, ας μην το ξεχνούμε, δεν βρίσκονται υπό κατοχή ούτε και αντιμετωπίζουν ζήτημα εθνικής επιβίωσης), φθάσαμε στο θλιβερό σημείο οι Κύπριοι ψηφοφόροι να εκδηλώνουν αδιαφορία για όσα τους αφορούν, άρνηση συμμετοχής στα κοινά, αποξένωση από όσα θα έπρεπε να τους απασχολούν και να τους προβληματίζουν. Με τη στάση τους αυτή δεν γνοιάζονται για το παρόν και το μέλλον των ιδίων και των παιδιών τους, δηλώνουν αδιαφορία για το ποιος θα τους κυβερνά ή θα τους εκπροσωπεί, εκχωρούν αυτό τους το δημοκρατικό δικαίωμα σε άλλους. Με συνέπεια λιγότεροι από τους μισούς πολίτες να αποφασίζουν για το σύνολο του λαού (την περασμένη Κυριακή το ένα τρίτο των δημοτών της Αμμοχώστου αποφάσισε και για το υπόλοιπο 70%). Μπορεί ακόμα μια καλά οργανωμένη ομάδα ή κόμμα να αλλοιώσει την πραγματική βούληση του λαού. Έτσι, το αποτέλεσμα της κάλπης συνιστά στρέβλωση και εκφράζει μια πλασματική εικόνα για τη δύναμη των κομμάτων και το εύρος του ρόλου που τους αναλογεί. Κι αυτό σε μια εποχή που τίποτα δεν έχει αλλάξει αναφορικά με τη δεινή κατάσταση στην οποία βρίσκεται η πατρίδα μας, με τη συνεχιζόμενη κατοχή, την προσφυγιά, τις απειλές του άρπαγα Τούρκου εισβολέα, τα πολλά προβλήματα που ταλανίζουν τους πολίτες.

Ως προς τις αιτίες για το φαινόμενο αυτό έχουμε ακούσει πολλά. Γνωρίζουμε ακόμη ότι απασχολεί τους πολιτικούς, τα κόμματα, τα ΜΜΕ και πολλούς συμπολίτες μας ατομικά. Το ερώτημα, ωστόσο, παραμένει: Τι πρακτικά και αποτελεσματικά μπορούμε να κάνουμε, για να σταματήσουμε αυτόν τον κατήφορο και να ζωντανέψουμε ξανά το ενδιαφέρον του πολίτη στα κοινά;

Είμαι πλήρως ενήμερος των προνοιών της υφιστάμενης νομοθεσίας και τις σέβομαι, όπως σέβομαι και την προστασία των προσωπικών δεδομένων του καθενός. Πιστεύω, όμως, και προτείνω, να ευρεθεί ο κατάλληλος τρόπος ώστε να ανταμείβεται ο ενεργός πολίτης και να υφίσταται τις συνέπειες ο αδιάφορος και αμέτοχος πολίτης. Αυτό είναι ένα σοβαρό μέτρο που θα επηρεάσει τον καθένα μας. Η κατάσταση θα αλλάξει, αν ο καθένας γνωρίζει ότι η συμμετοχή του ή όχι στις εκλογικές διαδικασίες θα λαμβάνεται υπόψη στα κριτήρια για πρόσληψη ή επαγγελματική ανέλιξη. Και αναφέρομαι τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, όπου θα πρέπει να ενθαρρυνθούν οι επιχειρήσεις, τα Τμήματα Ανθρώπινου Δυναμικού και Κυβερνητικά Τμήματα, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) και η ανάλογη των εκπαιδευτικών, να ρωτούν τα άτομα που διεκδικούν θέση ή προαγωγή, να δηλώνουν αν έδειξαν ενδιαφέρον να πάνε να ψηφίσουν. Προς άρση κάθε παρεξήγησης: Δεν θα ζητείται από τον πολίτη να δηλώνει τι ψήφισε (αυτό είναι απολύτως δικό του δικαίωμα και δική του προτίμηση), αλλά αν έκανε τον κόπο, αν ενδιαφέρθηκε, να πάει να ασκήσει το εκλογικό του δικαίωμα ή αν αδιαφόρησε. Κι αυτό γιατί το άτομο που αδιαφορεί για τα κοινά, που αρνείται να ασκεί τα εκ του νόμου απορρέοντα δικαιώματά του, που δεν γνοιάζεται για την πατρίδα του, δεν μπορεί να είναι ικανός, αποδοτικός και ωφέλιμος εργαζόμενος, οπουδήποτε κι αν απασχολείται. Σε αντίθεση με αυτόν που ενδιαφέρεται, συμμετέχει, προβληματίζεται και αποφασίζει. Ας θυμηθούμε ξανά αυτό που είπε ο σπουδαίος Αθηναίος πολιτικός Περικλής στον περίφημο Επιτάφιο λόγο του το 430 π. Χ. : «Όποιος μένει αμέτοχος στα κοινά, δεν είναι φιλήσυχος άλλα άχρηστος πολίτης».

Η εφαρμογή ενός τέτοιου μέτρου θα έχει, πιστεύω, θετική αλλά και πρακτική επίδραση στον καθένα, άνδρα ή γυναίκα, που θα ενθαρρύνεται, για να μην πω θα πιέζεται, από τους γονείς, τις/τους συζύγους, τα αδέλφια και τους φίλους, να μην δείχνει αδιαφορία και να μην παραλείπει να ασκεί το εκλογικό του όχι μόνο δικαίωμα αλλά καθήκον. Η υποψία και η πιθανότητα ότι αυτό θα σταθεί εμπόδιο στη δουλειά και την ανέλιξή του, θα τον σπρώχνει να συμμετέχει στην εκλογική διαδικασία, θα έχει την έγνοια να αποφύγει προσωπικό κόστος.

Κατά τη δική μου γνώμη και με τη μακρόχρονη πείρα μου, ένας άνθρωπος που αποφεύγει να ενημερώνεται για όσα συμβαίνουν γύρω του και τον αφορούν, που δεν του καίγεται καρφί, που δεν μπαίνει στον κόπο, δεν διαθέτει λίγη ώρα για να πάει να ψηφίσει αλλά προτιμά τη θάλασσα ή την εκδρομή στο βουνό, μια βόλτα στα κατεχόμενα για ψώνια, διασκέδαση ή καζίνο, άσκοπο χάσιμο χρόνου στα καφενεία και τις καφετερίες, ανεξαρτήτως ποιο επάγγελμα ασκεί, δεν μπορεί να αποδίδει και να προσφέρει κατά τρόπο χρήσιμο και επωφελή, ούτε για τον εργοδότη του ούτε για την κοινωνία, αλλά ούτε και για τον εαυτό του και την οικογένειά του. Προσωπικά δεν πιστεύω ότι είναι ανάρμοστο μια επιχείρηση ή το Κράτος να λαμβάνει γνώση αν το υποψήφιο για εργοδότηση ή προαγωγή άτομο πήγε ή όχι να ψηφίσει. Αυτή η πληροφορία είναι πιο ουσιώδης και πιο σημαντική από πολλές άλλες που ζητούνται και αφορούν είτε την υπηρεσία στον στρατό, είτε τα ειδικά και άλλα ενδιαφέροντα, τα χόμπι και τις συνήθειες, τι  αρέσει και τι όχι, αν είναι καπνιστής/στρια, σε ποιες οργανώσεις ή συνδέσμους ανήκει και άλλα παρόμοια. Σεβαστή, βέβαια, η προστασία των προσωπικών δικαιωμάτων και των προσωπικών δεδομένων αλλά το καθετί όταν γίνεται σε υπερβολικό βαθμό βλάπτει αντί να ωφελεί το κοινωνικό σύνολο.

Προσωπικά έχω πρόθεση να εισηγηθώ στις επιχειρηματικές οργανώσεις στις οποίες δύναμαι να έχω κάποιο λόγο, όπως το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο (ΚΕΒΕ), την Ομοσπονδία Εργοδοτών και Βιομηχάνων (ΟΕΒ), αλλά και στο Τμήμα Προσωπικού και Δημόσιας Διοίκησης να εξετάσουν και να βρουν τρόπο που να έχει πρακτικό αποτέλεσμα, ώστε να αντιμετωπιστεί η αποχή, η οποία τείνει να εξελιχθεί σε μάστιγα για την κυπριακή κοινωνία και θα έχει ως συνέπεια να μην μας διοικούν οι ικανότεροι που θα επιλέγονται από τη μεγαλύτερη δυνατή πλειοψηφία του λαού, αλλά οι εκλεκτοί μιας μειοψηφίας. Αυτό πρέπει να αντιμετωπισθεί με κάθε τρόπο όσο είναι καιρός.

Επίτιμος Πρόεδρος, Όμιλος CTC