«Από τα δημιουργήματα της φύσης άλλα είναι αγέννητα και άφθαρτα εις τον αιώνα τον άπαντα, ενώ άλλα μετέχουν στη γένεση και στη φθορά. Για τα ανώτερα και θεϊκά όντα της πρώτης κατηγορίας οι δυνατότητες που έχουμε να τα παρατηρήσουμε είναι πιο περιορισμένες. Υπάρχουν γενικά λίγα φαινόμενα αντιληπτά από τις αισθήσεις μας, τα οποία θα μπορούσαμε να πάρουμε ως αφετηρία για να ερευνήσουμε τα όντα εκείνα και όσα θα επιθυμούσαμε να γνωρίζουμε σχετικά με αυτά. Για τα φθαρτά όντα, ζώα και φυτά, έχουμε αντιθέτως στη διάθεσή μας περισσότερες πηγές γνώσης, επειδή μεγαλώνουμε και ζούμε ανάμεσα τους.» Αριστοτέλης, Περί ζώων μορίων, Α, 644b23-30
Το αριστοτελικό σύμπαν είναι αγέννητο και άφθαρτο, αλλά η φύση διαθλάται στην ολότητά του. Ο Αριστοτέλης, εραστής της θεωρητικής γνώσης και της επιστήμης, δεν θα μπορούσε να μελετήσει τη φύση αποκομμένη από τη ζωή. Ο φιλόσοφος οφείλει να στρέφει το βλέμμα του σε όλο το φάσμα των δημιουργημάτων της φύσης. Ως εκ τούτου, η μελέτη των έμβιων όντων για πρώτη φορά αντιμετωπίζεται ως σημαντικότατο πεδίο της ανθρώπινης γνώσης, καθώς «η φύση που τα δημιούργησε προσφέρει αφάνταστες χαρές σε όσους μπορούν να διακρίνουν τα αίτια και έχουν φυσική προδιάθεση προς την επιστημονική έρευνα» (Περί ζώων μορίων, Α, 645a7-9). Η φύση «που δεν κάνει τίποτε μάταια» παίρνει τον ρόλο του Πλατωνικού Δημιουργού. 
Ο Αριστοτέλης είναι πρωτίστως επιστήμων και θα ξεκινήσει τη μελέτη του από τα έμβια όντα που υπόκεινται σε γέννηση και φθορά: «τα φθαρτά όντα έχουν το προβάδισμα στην επιστήμη, επειδή η γνώση μας γι’ αυτά είναι βαθύτερη και σφαιρικότερη.» (Περί ζώων μορίων, Α, 645a 1-3). Κανείς πριν από αυτόν δεν είχε θαυμάσει τόσο πολύ τη φύση. Χρέος του είναι να αφυπνίσει στους μαθητές του την αγάπη του για τον δικό μας κόσμο, να στρέψει το ενδιαφέρον από τις αιώνιες Πλατωνικές Ιδέες στον κόσμο της κίνησης, της γέννησης και της φθοράς, της μεταβολής. 
Στο Β΄ βιβλίο των Φυσικών, τα όντα διακρίνονται σε δύο κατηγορίες. Στην πρώτη ανήκουν αυτά που υπάρχουν «φύσει» και έχουν μέσα τους μια αρχή κίνησης: Άνθρωποι, ζώα, φυτά ανήκουν στα έμβια (ή έμψυχα) όντα, καθώς η κίνηση στον Αριστοτέλη εμπεριέχει εκτός από την κίνηση κατά τόπον, τη γέννηση και φθορά, την αύξηση και τον μαρασμό. Αντιθέτως, η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει τα προϊόντα της τέχνης, όσα δηλαδή δεν εμπεριέχουν καμία έμφυτη τάση μεταβολής. 
«Θα ήταν, πράγματι, παράλογο και παράδοξο, αν αισθανόμαστε χαρά καθώς βλέπουμε τις απεικονίσεις τους, επειδή κατανοούμε την ίδια στιγμή την τέχνη που τα δημιούργησε -αυτό ισχύει στην περίπτωση της ζωγραφικής και της γλυπτικής-, αλλά δεν χαιρόμαστε πιο πολύ παρατηρώντας τα ίδια τα δημιουργήματα της φύσης όταν μάλιστα είμαστε σε θέση να έχουμε εικόνα των αιτίων. Γι’ αυτό δεν πρέπει, φερόμενοι κατά τρόπο παιδαριώδη, να δείχνουμε την αντιπάθειά μας στην έρευνα των κατώτερων ζώων: σε κάθε δημιούργημα της φύσης υπάρχει κάτι το θαυμαστό.» Περί ζώων μορίων, Α, 645a 10-16
Πώς μπορούμε να θαυμάζουμε μόνο τα δημιουργήματα της τέχνης και να προσπερνάμε τα έργα της φύσης, αναρωτιέται ο Αριστοτέλης.
Η απόσταση του ανθρώπου από τη φύση ολοένα μεγαλώνει, αν και η σχέση του μ’ αυτήν είναι συνάρτηση της σχέσης με τον εαυτό του. Είναι κυρίαρχος ή μέλος της; Τη σέβεται και τη θαυμάζει ή την πολεμά αφανίζοντας τον ίδιο του τον εαυτό; Η καταστροφή δεν θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη, από αυτήν που έχει συντελεστεί τις τελευταίες δεκαετίες, με την οικολογική κρίση να διαπερνά κάθε γωνιά του πλανήτη. 
Η φύση δεν εκδικείται τον άνθρωπο με τις καταστροφές που προκαλεί. Αμύνεται. Γιατί ο άνθρωπος είναι πλέον εχθρός της. Και, όπως σε κάθε πόλεμο, θα επικρατήσει ο ισχυρότερος.

* Η δρ Έλσα Νικολαΐδου διδάσκει Φιλοσοφία στο σχολείο Med High.