Κάποτε το επάγγελμα του τραπεζικού υπαλλήλου ενέπνεε μια σιγουριά, όπως και άλλα του ιδιωτικού τομέα. Aν κάποιος δεν πήγαινε να δουλέψει στο Δημόσιο, ο επόμενος πολλά υποσχόμενος κλάδος ήταν ο τραπεζικός. Μάλιστα, υπήρχε και μια άτυπη κόντρα μεταξύ των μεγάλων τραπεζών, ποιος θα έχει το καλύτερο προσωπικό τόσο σε προσόντα όσο και σε εκπαίδευση. Σπάνια τουλάχιστον πριν το 2013 άκουγες για σχέδια εθελούσιας εξόδου και ακόμη πιο σπάνιο ήταν να αφυπηρετήσει κάποιος πρόωρα. Όπως και κάποτε τα τραπεζικά καταστήματα ξεφυτρώνανε σαν μανιτάρια, το ένα σχεδόν δίπλα στο άλλο χωρίς να υπάρχει πάντα στοχευμένο πλάνο επέκτασης. Ήταν αρκετό κίνητρο που θα άνοιγε ο ανταγωνιστής κατάστημα για να ακολουθήσουν οι υπόλοιποι ή τουλάχιστον οι μεγάλοι παίκτες της αγοράς. Η αύξηση του τραπεζικού δικτύου αποτελούσε σημαντικό γεγονός όπως και οι προσλήψεις στις τράπεζες. Σήμερα το αντίθετο. Στις μέρες μας φθάσαμε να αποτελεί θετική είδηση ότι υπάρχει συρρίκνωση του δικτύου και σχέδια εθελούσιας εξόδου για αποχώρηση των τραπεζοϋπαλλήλων. H ρομποτοποίηση και εν γένει οι νέες τεχνολογίες «κλέβουν» θέσεις εργασίας είναι γνωστό. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Εδώ και τρία χρόνια έντονη κινητικότητα παρατηρείται στις τάξεις των τραπεζοϋπαλλήλων, καθώς εργαζόμενοι όλων των βαθμίδων προσπαθούν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα της αγοράς. Ο εξορθολογισμός των τραπεζικών δικτύων που είχαν επεκταθεί υπέρμετρα την εποχή της έκρηξης του τραπεζικού δανεισμού, οι online υπηρεσίες που κρατούν τους πελάτες μακριά από τα τραπεζικά καταστήματα, οι νέες τεχνολογίες που οδηγούν στην ψηφιακή τραπεζική (digital banking) φέρνουν αλλαγές. Αυτό σε συνδυασμό με την επιτακτική ανάγκη για ταχεία μείωση των κόκκινων  δανείων, ώστε οι τράπεζες να ανακτήσουν τον ρόλο τους στη χρηματοδότηση της οικονομίας, διαμορφώνουν το νέο τοπίο του τραπεζικού κλάδου, που φέρνει ανατροπές και δημιουργεί ευκαιρίες στις εργασιακές σχέσεις και στις θέσεις. 
Ο μετασχηματισμός του τραπεζικού συστήματος συνεχίζεται με ταχείς ρυθμούς. Αρκετοί από τους εργαζόμενους, που είναι σε παραγωγικές ηλικίες και έχουν σχέδια γα το μέλλον, βλέπουν μερικές φορές μια ευκαιρία για αλλαγή. Κάποιοι από αυτούς εκμεταλλεύονται τα «πακέτα» των προγραμμάτων για να μεταπηδήσουν στη νέα αγορά που στήνεται στον τραπεζικό κλάδο, τη διαχείριση των κόκκινων δανείων. Οι σχεδιαζόμενες μεταφορές κόκκινων δανείων εκτός των τραπεζών, τόσο με πώληση χαρτοφυλακίων όσο και με παραχώρηση μόνο της διαχείρισής τους από τις εξειδικευμένες εταιρείες, ώστε οι τράπεζες να επικεντρωθούν στις κλασικές τραπεζικές εργασίες της προσέλκυσης καταθέσεων και της χορήγησης δανείων, θα ενισχύσει περαιτέρω τη συγκεκριμένη, νεοσύστατη αγορά.

Αυτό, άλλωστε, δείχνει και η διεθνής εμπειρία σε χώρες που έχουν προηγηθεί στη διαχείριση προβληματικών δανείων, όπως η Ισπανία και η Ιταλία. Είναι ενδεικτικό ότι η Ισπανία που βαρύνονταν με τεράστιο όγκο κόκκινων δανείων ύψους 200 δισ. ευρώ το 2013, μέσα σε έξι χρόνια πέτυχε να τα μειώσει κατά 55% με τη συνδρομή των μεγαλύτερων ευρωπαϊκών εταιρειών διαχείρισης. Μάλιστα, η κινητικότητα στην αγορά ήταν τέτοια που στην πορεία υπήρξαν συγχωνεύσεις που δημιούργησαν ακόμη μεγαλύτερα σχήματα. Η ισπανική αγορά είχε εξαρχής τη «συνδρομή» μιας bad bank που επιτάχυνε τις διαδικασίες, αλλά σύμφωνα με αναλυτές, υπάρχει ακόμη δρόμος για τις εταιρείες διαχείρισης και οι προοπτικές ανάπτυξης είναι ευρείες για τα επόμενα χρόνια. Ωστόσο, προβληματίζονται όσον αφορά στη διάρκεια «ζωής» των εταιρειών διαχείρισης. Σύμφωνα με την ευρωπαϊκή εμπειρία σε αγορές αντίστοιχες με την ελληνική ή την κυπριακή, οι εταιρείες διαχείρισης έχουν διάρκεια που προσεγγίζει την επταετία, διάστημα κατά το οποίο ο αριθμός των εργαζομένων στις τράπεζες θα συμπιεστεί περαιτέρω, οδηγώντας έτσι και αλλιώς εκτός τραπεζών μεγάλο αριθμό εργαζομένων.