Ο Κύπριος καλλιτέχνης έμαθε να διαβάζει την ιστορία πάντα σε παροντικό χρόνο και να διερευνά το τοπίο σε σχέση με τα διαπλεκόμενα εδαφικά και ιδεολογικά του νοήματα.
 
Το περασμένο καλοκαίρι το πρόγραμμα φιλοξενίας καλλιτεχνών του Bethanien στο Βερολίνο, στο οποίο συμμετείχε, ολοκληρώθηκε. Ο Στέλιος Καλλινίκου χωρίς δεύτερη σκέψη πήρε τα μπογαλάκια του κι επέστρεψε στην Κύπρο. Κι αυτό γιατί το δέσιμο με τον χώρο είναι βασικό συστατικό στη δουλειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα μπογαλάκια από τη Γερμανία ήταν άδεια. Γύρισε πιο συνειδητοποιημένος καλλιτέχνης και άνθρωπος ενώ στο διάστημα αυτό των 12 μηνών υπέγραψε δύο πολύ σημαντικά πρότζεκτ: την έκθεση «rcsaerh» τον περασμένο Μάιο στο Künstlerhaus Bethanien και τη συμμετοχή το καλοκαίρι στο διετές πρόγραμμα «Φαινόμενο» στο νησί της Ανάφης, με την εγκατάσταση χώρου «Ανέφηνεν». Ο ίδιος νιώθει ότι κάθε του πρότζεκτ είναι μέρος μιας εργασίας σε εξέλιξη και φυσική συνέχεια του προηγούμενου. Το ίδιο ισχύει και για τη νέα του δουλειά «Nymphaeaceae» που παρουσιάζεται στο Point.
 
– Σπούδασες ιστορία και αρχαιολογία. Σε ποιο βαθμό αισθάνεσαι ότι ασκείς το αντικείμενο των σπουδών σου; Μέσα από τη δουλειά μου, σίγουρα. Μ’ ενδιαφέρει πολύ η ιδέα του θραύσματος, το πώς δημιουργείται μια αφήγηση. Η ίδια η Ιστορία είναι μια αφήγηση που βασίζεται σε αποσπασματικές ιδέες κι εκτιμήσεις.
 
– Θα σ’ ενδιέφερε να συμμετέχεις σε μια ανασκαφή; Όχι, αλλά μ’ ενδιαφέρει η ιδέα του τι βρίσκεται κάτω από τη γη κι έχω εργαστεί πάνω σ’ αυτή. Το πεδίο της ιστορίας και της αρχαιολογίας μ’ ενδιέφεραν πάντα. Το ζήτημα είναι ότι πάντα διάβαζα την Ιστορία με μια ποιητική προσέγγιση, παρά επιστημονική. Περισσότερο σαν αφήγηση. Όταν ξεκίνησα ν’ ασχολούμαι με τη φωτογραφία κατάλαβα ότι δεν θα γινόμουν ποτέ καλός επιστήμονας. Όσο κι αν μου άρεσε.
 
– Ποια βιώματα των παιδικών σου χρόνων πιστεύεις ότι καθόρισαν τη μετέπειτα πορεία σου; Είναι πολλά πράγματα. Ως παράδειγμα θα αναφέρω το πρώτο βιβλίο που διάβασα, τις «Περιπέτειες του Ρομπέν των Δασών». Με κέρδισε αμέσως η έννοια της φύσης ως μαγικού τοπίου, ως καταφυγίου ιδεών και ως φορέα αντίστασης. Θυμάμαι ότι πήγαινα εκδρομή με την οικογένεια στο Τρόοδος κι εγώ είχα το κεφάλι έξω από το παράθυρο, ένιωθα τον άνεμο, έβλεπα τα δέντρα και έφτιαχνα με τη φαντασία μου ισχυρές εικόνες από περιπέτειες. Παρακαλούσα να μην τελειώσει το ταξίδι, να μη φτάσουμε στο εστιατόριο που πηγαίναμε για φαγητό, να μείνουμε όσο γίνεται σ’ αυτή την κίνηση.
 

– Αυτός ο χρόνος που πέρασες στη Γερμανία, στο πρόγραμμα φιλοξενίας καλλιτεχνών, πόσο επηρέασε την οπτική σου πάνω στα πράγματα; Σίγουρα την επηρέασε. Καταρχάς, είχα για πρώτη φορά το περιθώριο να κοιτάξω τη δουλειά μου με την ησυχία μου, να τη μελετήσω. Είναι σημαντικό να βρίσκεις χρόνο για έναν αναστοχασμό πάνω στο τι έχεις κάνει μέχρι σήμερα. Το Βερολίνο είναι ένα περιβάλλον το οποίο διεγείρει το ενδιαφέρον σου.
 
– Γύρισες διαφορετικός άνθρωπος; Γενικά με βοήθησε να πιστέψω περισσότερο στον εαυτό μου και ταυτόχρονα να πιστέψω περισσότερο στον τόπο μου και στη δουλειά που κάνουμε εδώ οι Κύπριοι δημιουργοί.
 
– Δηλαδή δεν μπήκε καθόλου το σαράκι μέσα σου να φύγεις από την Κύπρο και να πας εκεί που χτυπάει η καρδιά της σύγχρονης τέχνης; Όχι. Μάλλον το αντίθετο. Είμαι συνδεδεμένος με τον τόπο μου κι εξάλλου δεν αισθάνομαι ότι ανήκω στους καλλιτέχνες που είναι προσηλωμένοι στην καριέρα τους. Ούτως ή άλλως, η δουλειά μου είναι συνδεδεμένη με την έννοια του τόπου. Ακόμη και στα έργα που έκανα στο Βερολίνο, δεν ένιωθα άνετα να συνδιαλέγομαι με την ιστορία της πόλης. Νιώθω στα νερά μου όταν μιλάω για την Κύπρο. Είναι σαν να μπαίνεις στο πατρικό σου: δεν ντρέπεσαι ν’ ανοίξεις το ψυγείο. Είναι μια οικειότητα και μια γνώση για το πού βρίσκεται το κάθε πράγμα. Ο τρόπος που δουλεύω είναι βιωματικός, συνεπώς είναι απαραίτητο αυτό το δέσιμο με τον χώρο.

– Σε τρόμαξαν το άγνωστο, το χαοτικό, οι ρυθμοί της μεγαλούπολης; Δεν με τρομάζει το άγνωστο. Απλώς δεν νιώθω ότι έχω τη δικαιοδοσία να μιλήσω για την ιστορία κάποιου άλλου από τη στιγμή που δεν τη βίωσα. Στην περίπτωση της Κύπρου λ.χ. έχω κάνει κάποια πρότζεκτ που μιλούν για το αποικιοκρατικό παρελθόν. Όχι επειδή ήθελα να μιλήσω για την αποικιοκρατία, αλλά επειδή η πτυχή αυτή προκύπτει όποια πέτρα κι αν σηκώσεις.

– Πάντα αντιμετώπιζες την ιστορία με βάση το παρόν; Πάντα έτσι διαβάζεται η ιστορία. Εμείς απλώς ρίχνουμε μια δέσμη φωτός στο τώρα. Γι’ αυτό και η ιστορία είναι σχετική και χρήζει πολλαπλών αναγνώσεων.
 
– Δηλαδή, αυτό που πραγματικά συνέβη είναι το τελευταίο που έχει σημασία; Δεν λέω αυτό. Αλλά έχει σημασία η ανάγνωση των πτυχών για να μπορέσουμε να αποδεχτούμε τον εαυτό μας. Δεν έχουμε ως λαός μια ειλικρινή σχέση με την Ιστορία. Τη χρησιμοποιούμε εντελώς ωφελιμιστικά. Όπως μας βολεύει την ξεχειλώνουμε, την παραποιούμε συνειδητά και απροκάλυπτα. Η αδυναμία μας να την αντιμετωπίσουμε κατάματα μάς έχει προκαλέσει σοβαρό πρόβλημα ταυτότητας. Δεν γνωρίζουμε το παρελθόν μας και δεν το αποδεχόμαστε και προτιμούμε να διατηρούμε αμέτρητες μυθολογίες σχετικά με το ποιοι είμαστε.
 
– Εσύ επιτρέπεις στις προσωπικές σου πεποιθήσεις να επηρεάσουν το αποτέλεσμα της δουλειάς σου; Σίγουρα. Αναγκαστικά. Πώς γίνεται να το αποφύγεις αυτό; Η δουλειά μου είναι βιωματική. Ούτε με την ιστορία έχω σχέση κατηγορηματική, αλλά ούτε έχω την ψευδαίσθηση ότι κατέχω και πραγματεύομαι μια αλήθεια. Είναι όπως ένας συγγραφέας, που βασίζεται σε αληθινά ή ιστορικά γεγονότα για να γράψει ένα βιβλίο μυθοπλασίας.

 
– Ποια είναι η σχέση σου με το παρελθόν; Είναι ένα υλικό για μένα. Πολύτιμο υλικό, για να μπορέσω ν’ αναπτύξω τις αφηγήσεις μου.
 
– Το μέλλον πώς το βλέπεις; Με απασχολεί το παρόν. Και την ιστορία τη διαβάζω πάντα σε παροντικό χρόνο. Το ίδιο ισχύει για το μέλλον. Το αντιμετωπίζω σε συνάρτηση με το τώρα. Το σημαντικό είναι να συγκεντρωθούμε στα πράγματα που δομούν την καθημερινότητά μας. Τα μικρά. Το πώς συμπεριφέρεται ο καθένας στον περίγυρό του, πώς μιλάει στη γυναίκα και το παιδί του.
 
– Τι σε ενοχλεί περισσότερο σήμερα σε σχέση με την καλλιτεχνική πραγματικότητα εδώ; Η διαπίστωση ότι δεν υπάρχει πίστη στους Κύπριους δημιουργούς. Όταν αναχωρούσα για το Βερολίνο, πολλοί άνθρωποι του χώρου με ενθάρρυναν να φύγω μόνιμα στο εξωτερικό. Τώρα που επέστρεψα κάποιοι το εξέλαβαν ως ήττα, ως πισωγύρισμα. Ακόμη κι εκεί στο Βερολίνο κάποιοι θεώρησαν δεδομένο ότι επειδή προέρχομαι από έναν μικρό τόπο ο σκοπός μου θα ήταν να μείνω και να καθιερωθώ εκεί. Όμως ήταν συνειδητή επιλογή μου να επιστρέψω. Γίνονται ωραία πράγματα στην Κύπρο και υπάρχει αξιόλογο δυναμικό. Επιπλέον, πιστεύω ότι τη σήμερον ημέρα που είμαστε όλοι πολίτες του κόσμου μπορείς να δημιουργείς απρόσκοπτα από οπουδήποτε και να έχεις και διεθνή αντίκτυπο.
 
– Τι θα κρατούσες και τι θα απέρριπτες; Δεν αντιλέγω ότι είναι πολλά που πρέπει και μπορούν ν’ αλλάξουν. Από πού να το πιάσουμε; Αμφιβάλλω ότι ο ίδιος ο Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού μπορεί να κατονομάσει έστω κι έναν Κύπριο καλλιτέχνη. Είμαστε ένας μικρός τόπος που πρέπει να πιστέψουμε περισσότερο στις δυνάμεις μας. Έρχονται συχνά άνθρωποι από το εξωτερικό και δεν πιστεύουν πόσο σημαντική είναι η παρουσία των Κυπρίων δημιουργών σε σχέση με το μέγεθος της χώρας και παρά τα δεδομένα προβλήματα.
 

– Με τη δική σου εμπειρία τι είναι αυτό που αντέχει στον χρόνο; Κυρίως η ποιότητα. Η ιστορία της τέχνης, ωστόσο, γράφεται από τους ισχυρούς. Το σύστημα που περιβάλλει την τέχνη μοιάζει να είναι λίγο ελιτίστικο, όμως η τέχνη στην ουσία της είναι λαϊκή. Εξάλλου, δεν έχει και πολλή σημασία ποιος έχει τα έργα στην κατοχή του. Ειδικά στην ψηφιακή εποχή που όλα είναι προσβάσιμα σε όλους.
 
– Πώς βλέπεις το αναδυόμενο τοπίο των ανεξάρτητων καλλιτεχνικών χώρων στην Κύπρο; Ποιες οι προκλήσεις για τέτοιου είδους εγχειρήματα; Η πρόκληση είναι πώς θα βρούμε τρόπους να διατηρήσουμε αυτούς τους χώρους εμπλέκοντας και νέους ανθρώπους που θα φέρουν νέα δυναμική και θα παραλάβουν και τη σκυτάλη. Για τη λειτουργία αυτών των χώρων κάποιοι άνθρωποι επενδύουν χρόνο και κόπο. Αυτή η ενέργεια κάποτε εξαντλείται και ο κύκλος κλείνει. Οι άνθρωποι αυτοί θέλουν να δουν ανταπόκριση από το κοινό, στήριξη, να νιώσουν ότι μπορεί να υπάρξει συνέχεια. Πρέπει να προκύψει ένα πλαίσιο ώστε οι χώροι αυτοί να μπορέσουν να επιβιώσουν, να μεγαλώσουν και να μεταλαμπαδευτούν, να ενισχυθούν με νέες ιδέες και νέα ενέργεια ώστε να μη χρειάζεται να φτιάχνονται κάθε λίγο καινούριοι από την αρχή.

– Αν η δουλειά σου είναι μια διαρκής εργασία σε εξέλιξη, πώς συνδέεται η επικείμενη έκθεση «Nymphaeaceae» με την προηγούμενη με τα κρησφύγετα των αγωνιστών στο Τρόοδος; Στην προηγούμενη δουλειά στο Point το 2017 πραγματευόμουν το πώς η φύση μπορεί να λειτουργήσει ως κρησφύγετο για το ανθρώπινο σώμα. Αυτή τη φορά σκέφτηκα τον Δημοτικό Κήπο Λευκωσίας. Είναι ένα μέρος που συμβαίνει ψωνιστήρι. Μ’ ενδιαφέρει, λοιπόν πώς ο κήπος, αυτή τη φορά, λειτουργεί ως ένα καταφύγιο για τον πόθο και την επιθυμία. Ο «ήρωας» είναι το σώμα. Σε μια εποχή που η ηθική της επαφής μεταβάλλεται ριζικά με τις νέες τεχνολογίες, επικεντρώθηκα στο πώς προσαρμόζεται το περιβάλλον και η αρχιτεκτονική του κήπου με βάση τους όρους του ψωνιστηριού.
 
– Και το ποίημα του Καβάφη που χρησιμοποιείς στο δελτίο τύπου πού κολλάει; Ο Καβάφης ιστορικοποιεί το σώμα. Βρίσκω συγκλονιστικό τον τρόπο που πραγματεύεται την ιστορία, την εξουσία και την ίδια στιγμή εμπλέκει το βίωμα του σώματος σε παροντικό χρόνο. Εν προκειμένω είναι και ο τρόπος που ο ποιητής «φωτίζει» τους χώρους του με οικονομία. Κι εγώ χρησιμοποιώ το φεγγάρι και παίζω πολύ με την έννοια της μέρας και της νύχτας. Δεν φωτογράφισα ανθρώπους, ούτε και μ’ ενδιαφέρει. Το ενδιαφέρον είναι το άγνωστο και η ζωικότητά του. Είναι κάτι βαθύ που έχει να κάνει με τα ένστικτά μας. 

* «Nymphaeaceae», Point Centre for Contemporary Art (22662053). Μέχρι 14 Δεκεμβρίου