Κάθεται στον καναπέ για τον απογευματινό της καφέ. Η Luna, η σκυλίτσα της οικογένειας με το που βλέπει αποσκευές κατεβάζει την ουρά στα σκέλια, κάθεται μελαγχολική και δεν ξεκολλάει ούτε στιγμή από την κυρία της. Εργάτες μπαινοβγαίναν όλη μέρα από δωμάτιο σε δωμάτιο μεταφέροντας έπιπλα από το σπίτι της κόρης της, η οποία μετακομίζει στο εξωτερικό. Κιβώτια με βιβλία, αντικείμενα, δίσκους βινυλίου που δεν μπορεί να τα πάρει μαζί της στο νέο σπίτι των ελάχιστων τετραγωνικών, όπου θα κατοικήσει. Την αναστατώνουν οι μετακομίσεις, οι αναχωρήσεις, οι αποχωρισμοί μα τη χαροποιεί η απόφαση της κόρης της να φύγει. Η ίδια μάλιστα την ενθάρρυνε, αφού σε ξένες χώρες υπάρχουν απεριόριστες δυνατότητες και προοπτικές τόσο για την καριέρα της όσο και για μια καλύτερη ζωή.

Γιατί καλύτερη ζωή δεν είναι τα σπίτια και τα αυτοκίνητα τα μεγάλα, οι προτάσεις γάμου με μεγάλα μονόπετρα, οι δεξιώσεις και τα πάρτι υπερπαραγωγή, η χλιδή και ο πλούτος που πολλοί στο νησί επιδεικνύουν απροκάλυπτα ακόμη και σε δύσκολους καιρούς. Ούτε οι αξιώσεις πολλών γονιών που μεγαλώνουν τα παιδιά τους με τέτοια πρότυπα ώστε στο τέλος δεν έχουν πολλές πιθανότητες να ξεφύγουν από τον φαύλο κύκλο της μισαλλοδοξίας και της ματαιότητας μέσα στον οποίο κινούνταν ενίοτε κι οι ίδιοι. Μέσα σ’ αυτόν γεννήθηκαν, μεγάλωσαν και μέσα σ’ αυτόν θα πεθάνουν, χωρίς να παρακάμψουν στο ελάχιστο τις συμβατικότητες και τις μικρότητες του μικρού νησιού και ενός λαού υπόδουλου σε ξένους, που από αγροτική κοινωνία, σε μόλις μια γενιά, μετεξελίχθηκε σε αστική, με σπίτια οκέλες ή μαυσωλεία, πύργους, αυτοκίνητα υπερπαραγωγή και ζωή μες στα μεγαλεία και τη χλιδή, την οποία μάλιστα φροντίζουν να προβάλλουν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Με βλέπουν άρα υπάρχω! Αλλιώς ίσως να βούλιαζαν στην ανυπαρξία της κενής ζωής και ύπαρξής τους.

Τα κιβώτια που βρίσκονται στοιβαγμένα στη γωνιά του σαλονιού της και η άδεια βαλίτσα φέρνουν στον νου σπίτια και χρόνια περασμένα. Το πατρικό της, με τον ηλιακό, την τζαμαρία και τα ηλιόλουστα δωμάτια στο σπίτι που μύριζε θάλασσα, μητέρα και γιαγιά. Οι άνθρωποι κουβαλούν τις μυρωδιές τους, είτε είναι από το άρωμα Chanel no. 5 που έβαζε η μητέρα στις λιγοστές εξόδους της, το ροδόσταμα που λουζόταν η γιαγιά, το γιασεμί από τα ερμάρια, περγαμόντο και ασβέστη από τις μέρες που έκαναν γλυκά. H βανίλια και η κανέλα, αιωρούνται ακόμη στο πρώτο σπίτι των παιδικών χρόνων, με μυρωδιές παιδικές από το πρώτο γάλα, ανάμεικτες με τις γυναικείες και τη μία και μοναδική αντρίκια, του πατέρα, του καλοκουβαλητή, που δεν ερχόταν ποτέ με άδεια χέρια στο σπίτι και που μύριζε καπνό, αφού ακόμη και πέντε λεπτά μετά από το μπάνιο του θα άναβε τσιγάρο.

Παθητικοί καπνιστές και η υπόλοιπη οικογένεια. Τα έπιπλα, οι κουρτίνες, τα χαλιά απορροφούσαν και διαποτίζονταν από τους καπνούς και το χαρμάνι των Rothmans Royals που κάπνιζε ο παπάς και από τις γόπες των τσιγάρων, όταν μαζεύονταν ξένοι στο σπίτι και ο κάθε άντρας είχε μπροστά από την πολυθρόνα του ένα τασάκι-έπιπλο, με γλυπτό από μπρούτζινο ελέφαντα ή λιοντάρι, γαμήλια δώρα από του Χρ. Π. Μιχαηλίδη. Η μυρωδιά του καπνού έσμιγε με αυτή των γλυκών και των φαγητών που ψήνονταν στην κουζίνα και των ευωδιών από τα εποχιακά άνθη της αυλής που δεν έλειπαν ποτέ από τα βάζα του σπιτιού. Το κάθε σπίτι έχει τις μυρωδιές και τη φυσιογνωμία του.

 

Πέρασαν από μπροστά της κι άλλα φοιτητικά σπίτια, κυρίως δωμάτια. Νέες πόλεις και χώρες, λεωφόροι, δρομάκια, πλατείες,  συναπαντήματα με άγνωστους ανθρώπους που μιλούσαν ξένες γλώσσες. Ξένη κι αυτή ανάμεσά τους, δοκίμαζε νέες γεύσεις και χαιρόταν πρωτόγνωρες μυρωδιές. Ακόμη και οι φθινοπωρινές βροχές δεν είναι οι ίδιες σε μια μεσογειακή ή σε μια βόρεια χώρα. Θυμάται εκείνη τη γιγάντια καφέ βαλίτσα με ρούχα, που έπαιρνε η αδελφή στις σπουδές της και περίμενε πότε θα γινόταν η ίδια δεκαοχτώ ώστε να έρθει η σειρά της να τη γεμίσει σεντόνια, κουβέρτες, ξενόγλωσσα λεξικά, βιβλία, κασέτες μουσικής. Ασήκωτη, που για να κλείσει έπρεπε κάθε φορά να πατάνε απάνω της, ενώ ο όγκος της γινόταν διπλάσιος από το μέγεθός της. Το κασετόφωνο και τη φωτογραφική μηχανή τα κουβαλούσε πάντα σε μια τσάντα στο χέρι μαζί με τα χαλούμια.

Φθινόπωρο, τα θαλασσινά και οι βαλίτσες των διακοπών φυλάσσονται στα πατάρια ενώ κατεβαίνουν οι φοιτητικές βαλίτσες. Οι γονείς έστω κι αν δεν το παραδέχονται έχουν τα στομάχια τους ανακατεμένα και ένα κόμπο στο λαιμό με τις αναχωρήσεις και τους αποχωρισμούς. Οι νέοι φεύγουν σε ξένες χώρες για σπουδές, αναζητώντας τον εαυτό τους μέσα από τη γνώση, νέες εμπειρίες και ευκαιρίες, νέα τοπία και μυρωδιές αφήνοντας πίσω τη δική τους να αιωρείται σε κάθε γωνιά και αντικείμενο του σπιτιού.

*Ο τίτλος είναι δανεισμένος από το ομώνυμο μυθιστόρημα της Σώτης Τριανταφύλλου

http://[email protected]