Τον πατέρα Φιλόθεο Φάρο τον ακολουθώ χρόνια, μέσω τον βιβλίων του (νομίζω ότι τα έχω διαβάσει όλα), των διαλέξεων-ομιλιών του (όπου πάντοτε δυσκολεύεσαι να βρεις θέση), και των λίγων τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών του συνεντεύξεων-παρεμβάσεων. Είναι σήμερα 92 ετών, και η ιδιότητά του είναι ψυχοθεραπευτής, ιερέας και συγγραφέας. Νομίζω πως αυτά τα λίγα βιογραφικά ανταποκρίνονται πλήρως και δίνουν επιπρόσθετη βαρύτητα στο επώνυμό του: Φάρος!

 

Τέτοιες μέρες ισχυρών συναισθημάτων και συμβολισμών της πίστης μας, ανατρέχω σε κείμενά του που έχω υπογραμμίσει (πάντα με μολύβι Faber!) και που στο περιθώριο έχω γεμίσει με σκέψεις και υποσημειώσεις.  Σήμερα, ανοίγω το βιβλίο – αυτοβιογραφία  του, “ΣΥΓΚΥΡΙΕΣ ΚΑΙ ΕΠΙΛΟΓΕΣ”, Εκδόσεις Αρμός, στην σελίδα 291. Εκεί, αναφέρει γιατί δεν αποδέχτηκε τις αλλεπάλληλες προτάσεις, του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ, ώστε να γίνει επίσκοπος. Θεωρώ ότι τα λόγια του, όσο σκληρά και να ακούγονται ή φαίνονται, αντιατοπτρίζουν πολλές πικρές αλήθειες των καιρών μας, ιδίως τώρα που στα προεκλογικά της Κύπρου αναδεικνύεται και πάλι, δυστυχώς, και ο «εκκλησιαστικός παράγοντας».

 

Και επιπλέον, προσθέτω ότι από την Από τη συνταξιοδότησή του και έπειτα, ο πατήρ Φάρος ιερουργεί στην υπέροχη εκκλησία του Αγίου Νικολάου του Ραγκαβά στην Πλάκα της Αθήνας – αξίζει, πραγματικά, σε κάποια επίσκεψή στα μέρη μας, να ξοδέψετε λίγο χρόνο εκεί.

 

«Ο πρώτος λόγος (σ.σ.. που αρνήθηκε την πρόταση του Αρχιεπισκόπου), που θα ήταν και αρκετός, ήταν ότι δεν είχα την αυταπάρνηση, που εγώ πιστεύω ότι πρέπει να έχει ένας επίσκοπος, χωρίς την οποία είναι ένας ιερόσυλος απατεώνας. Ασφαλώς, ο επίσκοπος δεν προλαβαίνει να ενδιαφέρεται για τον καθένα άνθρωπο στην επισκοπή του, αλλά θα πρέπει όμως τουλάχιστον, να νοιάζεται γιά κάθε ένα κληρικό της επισκοπής του και τις οικογένειές τους και να είναι παρών στη ζωή τους, να παρακολουθεί την καθημερινότητά τους, να συμμετέχει στις χαρές και στις λύπες τους, να τους στηρίζει στις δυσκολίες τους και ΝΑ ΚΥΒΕΡΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΕ ΤΗΝ ΦΟΒΕΡΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΕΙΛΗ, για να μπορούν και αυτοί στη συνέχεια να κάνουν το ίδιο προς την εκκλησιαστική κοινότητα … Όταν ο επίσκοπος ή ο κάθε κληρικός, δεν είναι διατεθειμένοι να αναλάβουν αυτή την ευθύνη, τότε οι λόγοι για τους οποίους γίνονται κληρικοί είναι εγωκεντρικοί, ανέντιμοι και βλάσφημοι […]

 

Ο άλλος λόγος που δεν ήθελα να γίνω επίσκοπος, ήταν και είναι η ΜΑΚΡΟΧΡΌΝΙΑ ΘΗΤΕΙΑ ΥΠΟΤΕΛΕΙΑΣ που απαιτείται για να γίνει κάποιος επίσκοπος, αλλά και η ΙΣΟΒΙΑ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΥΠΟΤΕΛΕΙΑΣ, που ακολουθεί την επισκοποίηση, ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΑΦΕΝΤΙΚΟ ΠΟΥ ΤΗΝ ΜΕΘΟΔΕΥΣΕ[…]

 

Ένας ακόμη λόγος που δεν θα δεχόμουν ποτέ, να γίνω επίσκοπος, είναι η ΔΙΑΠΛΟΚΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΙΚΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΚΡΑΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ. Μία διαπλοκή που είναι αναπόφευκτη, γιατί όλες οι εξουσίες είναι συγκοινωνούντα δοχεία, έτσι ώστε και η δημοκρατία του κράτους νοθεύεται αλλά και η Εκκλησία εκκοσμικεύεται σε βαθμό τέτοιο, που γίνεται κυριολεκτικά αγνώριστη και με τρόπο ανατριχιαστικό και βλάσφημο.

 

Φυσικά ούτε η εκκοσμίκευση ούτε ο εξευτελισμός ενοχλεί τους δεσποτάδες, που είναι οι μόνοι κερδισμένοι από αυτή τη διαπλοκή. Είναι δε τόση η εκκλησιαστική άγνοια, ώστε όσοι κόπτονται για το ενδεχόμενο χωρισμού Εκκλησίας και κράτους….μάχονται ουσιαστικά μόνο, για να διατηρήσουν οι δεσποτάδες τα πριγκιπικά τους προνόμια ΚΑΙ ΝΑ ΠΑΡΑΜΕΙΝΟΥΝ ΑΣΥΔΟΤΟΙ ΚΑΠΗΛΟΙ ΚΑΙ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΤΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, μόνο για να ικανοποιούν τον εγωκεντρισμό τους και την ματαιοδοξία τους.

 

 

Εγώ αν γινόμουν επίσκοπος, δεν θα μπορούσα να δεχθώ να εγκατασταθώ στην επισκοπή μου, με απόφαση του υπουργού Παιδείας και αφού θα είχα πρώτα δώσει την διαβεβαίωσή μoυ στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Τέλος δεν θα γινόμουν επίσκοπος για λόγους αισθητικής….»