Τους ενόχλησε που είπε ο Αρχιεπίσκοπος ότι οι Τουρκοκύπριοι είναι 18% -«δυστυχώς έφθασε το 21% τώρα με τους έποικους που τους έκαναν Τουρκοκύπριους»- και δεν γίνεται να έχουν τα ίδια δικαιώματα. Με το 80%, εννοεί. Το ψευδο-υπουργείο εξωτερικών έτρεξε να εκδώσει ανακοίνωση για να χαρακτηρίσει τις δηλώσεις «ρατσιστικές και αλαζονικές». Και «δείχνουν ξεκάθαρα», λέει, «ότι η ελληνοκυπριακή ελίτ εξακολουθεί να βλέπει τον τουρκοκυπριακό λαό ως μειονότητα». Το βιολί τους, δηλαδή. Μέχρι να έρθει η συντέλεια του κόσμου μπας και τετραγωνιστεί ο κύκλος. Διότι, περί αυτού πρόκειται όταν προσπαθείς ακόμα και με τη βία των όπλων να κάνεις το 18% να μοιάζει με 80%. Γίνεται; Το ζήτημα είναι ότι πολιτικά έγινε με όσα συμφώνησαν μέχρι τώρα οι πολιτικοί μας. Αλλά, αυτό δεν ικανοποιεί τους Τουρκοκύπριους. Θέλουν να γίνει και μαθηματικά η πράξη. Ε, μαθηματικά δεν γίνεται. Όσο κι αν το προσπαθείς. Άλλο το 18%, άλλο το 80%. Έχουν μεγάλη απόσταση για να κάνεις πως δεν τα βλέπεις.

Η ελληνοκυπριακή πολιτική ελίτ (δεν καταλάβαμε για ποια άλλη ελίτ μιλούν), έπαψε από χρόνια να βλέπει την τουρκοκυπριακή κοινότητα ως μειονότητα. Γι΄ αυτό και συμφώνησε την πολιτική ισότητα, την εκ περιτροπής προεδρία, το έδαφος δυσανάλογο με την αναλογία πληθυσμού και πολλά άλλα. Αλλά, και η πλειονότητα των Ελληνοκυπρίων πολιτών έπαψε να βλέπει τους Τουρκοκύπριους ως μειονότητα, που δεν έχουν ίσα δικαιώματα με όλους τους άλλους πολίτες.

Η διαφορά είναι ότι η τουρκοκυπριακή ηγεσία, δεν αγωνίζεται για τα δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων πολιτών, δεν είναι για τους πολίτες που ζητά ίσα δικαιώματα, είναι για το παράνομο κράτος, για την «τδβκ». Κι αυτό είναι που υποχρεώνει πολλές φορές πολλούς Ελληνοκύπριους να αντιδρούν και να υπενθυμίζουν το 18%. Σε ανθρώπινο επίπεδο, σε ατομικά δικαιώματα, σε δημοκρατικές ρυθμίσεις, οι Ελληνοκύπριοι ξεπέρασαν από χρόνια τους φυλετικούς διαχωρισμούς και την ταξινόμηση των δικαιωμάτων στις μορφές της δεκαετίας του ’40 και του ’50, με τις μειονότητες. Αλλά, όταν απέναντι τους εκδηλώνονται παραλογισμοί, όταν τους ζητούν να δεχθούν «λογικές», που μόνο ανισσόροποι θα δέχονταν -όπως όταν ακούνε τον Τατάρ, τον ηγέτη των Τουρκοκυπρίων, να δηλώνει «τα Βαρώσια ήταν ουσιαστικά μια περιοχή που ανήκε στα τουρκικά μας ιδρύματα» και ότι «μετά το 1571, ολόκληρο το νησί ήταν ουσιαστικά ένα οθωμανικό νησί»- είναι λογικό να αντιδρούν. Δεν είναι ρατσιστές και αλαζονικοί, απλώς φοβούνται για την επιβίωσή τους. Είναι η τουρκοκυπριακή ηγεσία, που μολύνει την ατμόσφαιρα με αυτή την προπαγάνδα, η οποία στοχεύει ασφαλώς στον μόνιμο διαχωρισμό και στην εξυπηρέτηση των πολιτικών της Άγκυρας και όχι στη βελτίωση της ζωής των Τουρκοκυπρίων.

Όπως έγραψε και ο Σενέρ Λεβέντ (31/8/21), σχολιάζοντας την πρόταση Αναστασιάδη για επάνοδο στο Σύνταγμα του ’60, «η μόνη έγνοια εκείνων που βλέπουν ψυχρά αυτή την πρόταση στον βορρά» είναι «η λαφυραγωγία!» Προσκολλήθηκαν, έγραφε, «από κάπου στις ελληνοκυπριακές περιουσίες. Δεν θέλουν να τις αφήσουν. Απορρίπτει κάθε είδους λύση εκείνος που θα του πάρουν από τα χέρια αυτή την περιουσία. Νομίζω ότι αυτό βρίσκεται πίσω από το αίτημα της διζωνικότητας. Αν δεν υπήρχε αυτός ο φόβος, θα αγκάλιαζαν σφικτά αυτή την πρόταση που υπέβαλε ο Αναστασιάδης μετά από τόσα χρόνια. Φαίνεται ότι και στην καρδιά των οπαδών της ειρήνης ανάμεσά μας υπάρχει η επιθυμία για δύο κράτη».

Υ.Γ. Τώρα που έληξε η περιπέτεια με τον Αρχιεπίσκοπο Ελπιδοφόρο, κυρίως επειδή εμφανίστηκε στην εξέδρα της τουρκικής φιέστας μαζί με τον Τατάρ, θα ήθελα να ρωτήσω τον Πρόεδρο Αναστασιάδη: Υπάρχει πρόβλημα, που ένα μέλος του κυπριακού Κοινοβουλίου, ο εκπρόσωπος των Μαρωνιτών, Γιαννάκης Μούσας, στις 16 Σεπτεμβρίου, επισκέφθηκε τον Τατάρ, στο «προεδρικό μέγαρο» και τον κάλεσε στα εγκαίνια του ανακαινισμένου Ναού του Αγίου Γεωργίου στον κατεχόμενο Κορμακίτη; Μέλος του κυπριακού Κοινοβουλίου, ξαναλέω! Άστα να πάνε, δηλαδή.