Πήγα να δω την έκθεση του Λευτέρη Τάπα στο Κέντρο Τεχνών. Βαρωσιώτης, νεαρός. Μόνο και μόνο ο τίτλος «η μέρα ξεκινά τη νύχτα» με είχε ήδη σαγηνέψει.

Μὲ τὴ βροχή, μὲ τὸν καιρὸ ποὺ μᾶς ὁρίζει*.

Ανάσες Χωραΐτικες, Σαββατιάτικες, βόλτες που τοίχο σε τοίχο σε αναζήτηση σκιάς, θερμοκρασίες καλοκαιριού πια και ο σώσων εαυτόν σωθήτω. Όδευσα προς άγραν πολιτισμού μετά τον πρόσφατο κανιβαλισμό. Πήγα στο Λεβέντειο είδα την έκθεση για το Λήδρα Πάλας και έβγαλα το καπέλο μου στην εκπληκτική έρευνα που έγινε, στον τρόπο παρουσίασης, ναι, μια ωραία εποχή που δε θα ξαναδούμε, οι αστοί της Λευκωσίας, ο περίεργος πλατωνικός έρως με τους αποικιοκράτες, μια φινέτσα στο ντύσιμο, στη συμπεριφορά, μια ευγένεια χαμένη…οι γάμοι, τα σόγια. Ένα καθώς πρέπει μνημόσυνο. 

Πήγα να δω την έκθεση του Λευτέρη Τάπα στο Κέντρο Τεχνών. Βαρωσιώτης, νεαρός. Μόνο και μόνο ο τίτλος «η μέρα ξεκινά τη νύχτα» με είχε ήδη σαγηνέψει. Αποκρυπτογραφούσα μια κρυφή αισιοδοξία που την είχα τόσο ανάγκη!  Μπαίνοντας μέσα στην έκθεση είδα απέναντί μου ένα ηλιοβασίλεμα, στο πλάι σε μικρογραφία είδα νησιά, πολλά νησιά, ελάχιστοι μικροσκοπικοί μαυρόασπροι κόκκοι σπαρμένοι σε ένα άσπρο παρθένο αρχιπέλαγος. Άλλοι άλλα είδαν! Στο διάβα είδα καρβουνιασμένα κατάμαυρα βουνά, βράχους, βραχονησίδες, ύφαλους, ξέρες, γκρεμνούς και στο μυαλό μου άρχισαν να στροβιλίζουν πορτολάνοι πολύχρωμοι με παναγίες και τέρατα, κείμενα του Μπρωντέλ για τις κρυφές και δύσκολες ζωές των νησιών, μύχιες και απόμερες, ήπειροι σε μικρογραφίες, ή ακόμη και ζωές σε απόγνωση. 

 

Είδα άγριες και απότομες πλαγιές, περίμενα να δω αγριοπερίστερα, απόρησα δεν καταλάβαινα που το πήγαινε ο καλλιτέχνης, μέχρι που καθηλώθηκα με κομμένη την αναπνοή και αναγνώρισα στην οθόνη τούτα τα κομμάτια γης που ήταν μαυρόασπρες κουκίδες πριν δευτερόλεπτα, να γίνονται ένα με τον ουρανό, το ξέφωτο, τις αστραπές και τις βροντές, το φως και το σκοτάδι. Τα παρακολουθούσα να εναλλάσσονται χορεύοντας με ήχους τη γης, του αέρα, είδα σύννεφα, δυο σκιές/δέντρα σε μια κορυφή…ένα δοξαστικό για τη γη και τον ουρανό! 

Εξωπραγματικό και απρόσμενο, αλλά τόσο γήινο. Μπροστά από τα μάτια μου περνούσε με ταχύτητα φωτός το σύμπαν, το όλο, ο πλανήτης, το μάγμα της γης, το δάσος με τα πλοκάμια και τις αράχνες…βράχοι τεράστιοι, περίεργοι, άγριοι…  Επικράτησε η νύχτα, το σκοτάδι, θόρυβοι διαφορετικοί, σκιές, φόβος, δυσνόητα σχήματα, γραμμές φευγάτες μέχρι που η φωτεινότητα του επόμενου χώρου με τράβηξε σαν μαγνήτης.

 

Εκεί είχε φως άπλετο με άσπρες επιφάνειες τεράστιες, δεν υπήρχε τίποτα που να ενοχλεί το οπτικό μου πεδίο, παρών ήταν μόνο ο κόσμος του καλλιτέχνη και το σύμπαν. Το αρχιπέλαγος στα αριστερά, ένας ορίζοντας μαύρος, ισχνός, ανάγλυφος και γραμμικός δεξιά, μπροστά μου μια θάλασσα και πιο ψηλά σε απόσταση μια στρογγυλή ολόφωτη σφαίρα. Ένθεν και ένθεν χάρτινες επιφάνειες γεμάτες ακτίνες φωτός διαπερνούσαν το κάδρο και εισέβαλαν στον χώρο.  

Μια πρώτη ανάγνωση του χώρου μέσα από ένα πλέγμα ζωής, γήινο, φαντασιακό, κατατεμαχισμένο, επαναλαμβανόμενο, αλλά ήρεμο και γαλήνιο μέσα από τη διαμπερότητά του. Πώς είναι τα ανάγλυφα σχέδια πάνω σε διψασμένη γη όταν ξεραίνεται! 

Μέσα λοιπόν από το πλέγμα είδα το αρχιπέλαγος και τους σχηματισμούς να παίρνουν τη θέση τους στον άσπρο τοίχο. Το καθένα ένα ξεχωριστό τοπίο, βραχώδες, άγριο, μια οντότητα ανεξάρτητη, άλλα μικρά, άλλα μεγάλα, άλλα με ελάχιστο χρώμα, το γκρίζο, η ώχρα και το θαλασσί! Θυμήθηκα την πρώτη εικόνα της εισόδου, τις μαυρόασπρες κουκίδες στο άσπρο φόντο, μόνο που εδώ πήραν άλλη διάσταση, η κάθε μια έγινε ένας κόσμος διαφορετικός. Και πάλι Μπρωντέλ: το κάθε κομμάτι γης έχει μια ζωή δική του, αυτούσια, κλειστή, σχεδόν αόρατη. 

 

Στον απέναντι τοίχο η μαύρη λεπτή γραμμή των οριζόντων, επεκτείνεται στο άσπρο όσο και το απέναντι αρχιπέλαγος. Όμορες δυνάμεις, χόρευε μέσα μου το Kuro Siwo και ο Καββαδίας. Μπροστά μου το αδιανόητο. Μια κυμματούσα θάλασσα από χιλιάδες κλωστές, από χιλιάδες μικρά κύματα, επίπεδη και ολοζώντανη, έτοιμη να απελευθερωθεί από το κάδρο, να πλημμυρίσει το χώρο. Το τρίγωνο του σύμπαντος. Το αρχιπέλαγος, ο ορίζοντας και η θάλασσα κάτω από τη σκεπή του ήλιου. 

Ένιωσα ελάχιστη, ταπεινή, μέρος ενός όλου που με ξεπερνούσε και με γέμιζε ερωτήματα. Με μάγεψαν οι αντιθέσεις, το μαύρο, το φως, η νύχτα και η μέρα, το αόρατο της ανθρώπινης παρουσίας, η μαγεία και η δύναμη της φύσης. Βγήκα από την έκθεση άλλος άνθρωπος, αποδέχτηκα το μέγεθός μου, αλλά και τα θηρία στις δυο άκρες της οδού Πενταδακτύλου. Θαύμασα την επιμονή και την ιώβεια υπομονή, τη ντροπαλή χειροτεχνία, το άγγιγμα του καλλιτέχνη και πώς δάμασε το χώρο, πώς βγήκε ευτυχισμένος και κερδισμένος κεντώντας τούτο τον πλανήτη! Αυτή είναι η δύναμη της τέχνης, να αποστασιοποιεί τους θνητούς από τα τετριμμένα και τα ποταπά, να τους ανοίγει γήινες λεωφόρους, να τους μεταφέρει σε άλλους κόσμους ιδεατούς και ονειρεμένους. Η τέχνη αποκαλύπτει πραγματικές δυνάμεις που απελευθερώνουν και συνάμα σηματοδοτούν πόσο ελάχιστοι είμαστε αν αναλογιστούμε το σύμπαν και αυτό που συντελείται κάθε μέρα χωρίς την παραμικρή δική μας ανάμειξη! 

Η τέχνη μας ισορροπεί, μας ταξιδεύει και κυρίως μας επαναπροσδιορίζει στο σύμπαν! 

 *Νίκου Καββαδία στο Οἱ 7 νάνοι στὸ s/s Cyrenia.

Φιλελεύθερα, 13.6.2021.