Το μικρό, αλλά φιλόξενο εξοχικό διαμέρισμα παρά θίν’ αλός στο Μενεού είναι το ησυχαστήριό του. Δεν είναι αναχωρητικός τύπος ο Χρίστος Χατζήπαπας, κάθε άλλο. Απλώς τα τελευταία χρόνια προτιμά ν’ απομονώνεται, μακριά από τη βουή της πόλης και κοντά στη βουή του χρόνου. Για να συγκεντρώνεται αποτελεσματικότερα στη διαδικασία της γραφής, έχοντας πια αφοσιωθεί αποκλειστικά στα γραπτά του. Εκεί τον συνάντησα μια μαγιάτικη Κυριακή με «πρόσχημα» την τέταρτη ποιητική συλλογή του «Λύπη τις νύχτες» και με γνήσια περιέργεια να ξύσω το στιλπνό βερνίκι του καταξιωμένου λογοτέχνη. Έλαβε τέσσερα κρατικά βραβεία για τα πεζά του -όχι όμως για το πιο καθοριστικό ίσως έργο του, το μυθιστόρημα «Το χρώμα του γαλάζιου υάκινθου» που επανεκδόθηκε το 2019 μετά από 30 χρόνια. Η πορεία της ζωής του, η διαμόρφωση της κοσμοθεωρίας του, η πολυθεματική του ποίηση, το νέο μυθιστόρημα που έχει στα σκαριά· όλα αποτέλεσαν αντικείμενο μιας δροσερής μεσημεριανής κουβέντας με συνοδεία βουλγάρικης ρακής. 

– Τι θυμάσαι από τα παιδικά σου χρόνια; Ήταν δύσκολα. Μεγάλωσα στην Τριμίκλινη. Ήμουν το τέταρτο παιδί της οικογένειας, ο μεγαλύτερος γιος. Με ακολούθησαν ακόμη δύο αδερφοί. Ο πατέρας μου είχε ακόμη δύο κόρες από προηγούμενο γάμο. Τα προβλήματα της οικογένειάς μου, που ήταν πολύ εύπορη, ξεκίνησαν όταν χτίστηκε στην περιοχή ο πρώτος υδατοφράκτης της Κύπρου. Ο πατέρας μου είχε κτήματα, τα οποία έχασε λόγω των χρεών που δημιουργήθηκαν. Ήταν και ψάλτης. Πάθαμε αυτό που ο ίδιος έψελνε στην εκκλησία: «οι πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν οι δε εκζητούντες τον Κύριον ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού». Το πίστευε κιόλας, χωρίς να το βλέπει, αλλά εγώ άρχισα να αμφιβάλλω. Ήταν οι πρώτοι σπόροι της αμφιβολίας για τον Θεό.

– Πότε ανακάλυψες την κλίση στο γράψιμο; Έπρεπε να κατέχω καλά τα ελληνικά στο δημοτικό και το γυμνάσιο για να γράφω επιστολές στον Έπαρχο -μέχρι και στον Μακάριο έγραψα σε άψογη καθαρεύουσα- εκ μέρους του πατέρα μου για τις υποθέσεις με τα κτήματα. Τη λογοτεχνία την αγάπησα από την εκκλησία. Ήμουν καθημερινός επισκέπτης στη λειτουργία, ειδικά κατά το Πενηνταήμερο. Διάβαζα τις προφητείες του Ιερεμία, τους ψαλμούς του Δαυίδ, πολλούς τους θυμάμαι ακόμη: «ραντιείς με υσσώπω, και καθαρισθήσομαι, πλυνείς με, και υπέρ χιόνα λευκανθήσομαι». Έτσι απέκτησα ανεπτυγμένη γλώσσα. Χάρη στις επιδόσεις μου στις εκθέσεις πέρασα και στο Γεωργικό Γυμνάσιο Μόρφου.

– Ο Μακάριος απάντησε; Η επιστολή τελείωνε ως εξής: «Επί τη ελπίδι ότι η αίτησίς μου θα τύχη της δεούσης υφ Ημών προσοχής και εισακουσθή, Ταπεινός Υμών θεράπων Κωνσταντίνος Χατζήπαπας». Δεν πήραμε ποτέ απάντηση και ποτέ ο πατέρας δεν βρήκε το δίκιο του, έχασε σχεδόν όλη την περιουσία του. Ήταν η εποχή που είχε αρχίσει το πλιάτσικο κι η μερίδα του λέοντος ανήκε δικαιωματικά στους εκπροσώπους του κατεστημένου. Δεν ήταν για μας. Η διαπίστωση αυτή ήταν ο δεύτερος κλονισμός, τη φορά αυτή προς τη νεοσύστατη Δημοκρατία μας. Πιο πρόσφατα, ερευνώντας για το νέο μου μυθιστόρημα, ανακάλυψα σημεία και τέρατα για τον τρόπο που μοίραζε τα χωράφια σε αγωνιστές της ΕΟΚΑ. Αμπελώνες ολόκληρους, αμέτρητες σκάλες στην Πάφο που αγοραζόντουσαν από Τουρκοκύπριους σε τιμές εξευτελιστικές κι ενίοτε τους έδειχναν και το πιστόλι να εξέχει από την τσέπη. Δεν πρόκαμε όμως ο Μακάριος να τους εξαγοράσει όλους κι έτσι κάποιοι πήγαν μετά με τον Γρίβα.

– Πώς προέκυψε η κτηνιατρική; Δεν ήταν συνειδητή επιλογή. Από το σπίτι δεν υπήρχε η δυνατότητα να υποστηριχθούν οι σπουδές μου. Αν ήταν στο χέρι μου, θα πήγαινα να σπουδάσω φιλόλογος. Τελειώνοντας το Γυμνάσιο και τον στρατό εργοδοτήθηκα στο Υπουργείο Γεωργίας και τοποθετήθηκα στην Κερύνεια, όπου έμεινα για δύο χρόνια. Βρέθηκαν τότε κάποιες κυβερνητικές υποτροφίες για τη Βουλγαρία. Πήγα στη Σόφια κι έμεινα για έξι χρόνια. Πριν πάω, είχα προλάβει να εκδώσω την πρώτη μου συλλογή, το «Ενδοσκόπιο», το 1969.

– Πόσο άλλαξε την κοσμοθεωρία σου αυτή η μεγάλη αλλαγή; Η Σόφια προσανατόλισε τις επιλογές μου. Άφησα την ποίηση και το αφηρημένο και έπιασα τη βιολογία και την ανατομία των ζώων, που είναι ακόμη πιο δύσκολη από την ανθρώπινη δεδομένου- μιλάμε για αμέτρητα είδη. Κατάφερα να τελειώσω χωρίς προβλήματα κι έτσι επέστρεψα στην Κύπρο, άλλος άνθρωπος, για να εργαστώ στις Κτηνιατρικές Υπηρεσίες όπως ήμουν υποχρεωμένος βάσει της υποτροφίας. Δεν γύρισα μόνος, αλλά με τη γυναίκα μου τη Βασίλκα κι ένα παιδάκι, τον γιο μου.

– Τι εννοείς ότι «προσανατόλισε τις επιλογές» σου; Έφυγα από την Κύπρο ρομαντικός και ονειροπόλος, εστιάζοντας στο αφηρημένο και το υπερβατικό. Στην Κερύνεια, ασχολήθηκα ένα διάστημα με τη θεοσοφία, τον αποκρυφισμό, τον μυστικισμό και διάβασα ανάλογα βιβλία. Στη Βουλγαρία καταπιάστηκα με τη δημιουργία του κόσμου, τη βιολογία, την κοσμολογία, τον ορθολογισμό. Την πραγματική επιστήμη. Συνάντησα τους μύες και τα κόκαλα. Γειώθηκα. Κυρίως όμως άρχισε να αλλάζει η φιλοσοφία του κόσμου μέσα μου. Το σοσιαλιστικό σύστημα ναι μεν μάς ενοχλούσε συχνά, αλλά είχε και πολλά καλά. Ο κόσμος διάβαζε βιβλία, οι συμφοιτητές μου αγαπούσαν τη λογοτεχνία, συζητούσαμε για ωραία θέματα. Γνώρισα τη γυναίκα που ήταν ήδη ποιήτρια, γνωρίστηκα με ποιητές, συγγραφείς, συνθέτες. Μπήκα σε άλλον κύκλο, δημιουργήθηκε άλλη δυναμική. Διατελέστηκε η πιο αποφασιστική αλλαγή μέσα μου.

– Σ’ ενδιέφερε η επιστήμη σου καθαυτή ή μόνο ως παράγοντας «γείωσης»; Έχει τη γοητεία και το ενδιαφέρον της. Ο τομέας μου ήταν η πτηνοπαθολογία. Το μάστερ μου το έκανα πάνω στην ιολογία των πτηνών. Καλλιεργούσα ιούς στο εργαστήριο, έκανα κυτταρολακαλλιέργειες σε εμβρυοφόρα αυγά, ή οργανοκαλλιέργειες σε κομμάτι της τραχείας.

– Μετά την ορθολογιστική στροφή, αποκήρυξες τα προηγούμενα γραπτά; Κατά παράδοξο τρόπο, υπάρχουν ορισμένα ποιήματα από την πρώτη συλλογή που τ’ αγαπώ μέχρι σήμερα. Δεν τα απορρίπτω κι εξαιτίας τους δεν έχω αποκηρύξει ολόκληρη τη συλλογή, ενώ κανονικά θα έπρεπε. Είναι σαφές ότι στη συνέχεια ήταν έντονη η επήρεια από την επιστήμη μου, δηλαδή από την ιατρική γενικά. Στάθηκε καθοριστική στον τρόπο που έβλεπα τη ζωή αλλά και στον τρόπο που γράφω. Έγινα πιο πραγματιστής, παρόλο που ποτέ δεν έπαψε να μου αρέσει η λεγόμενη υπερβολή, το αφηρημένο, το όνειρο, τα σουρεαλιστικά στοιχεία. 

– Είναι αυτό μια αντίδραση απέναντι στην αβάσταχτη πραγματικότητα;    Αγαπώ το όνειρο γιατί συχνά προσφέρει διεξόδους και ποιητικές άδειες. Είναι ένας αποτελεσματικός τρόπος διαχείρισης σκληρών, αλλά αληθινών θεμάτων. Στο μυθιστόρημα που ετοιμάζω τώρα περιλαμβάνεται μια τρομακτική αλήθεια για την ιστορία της Κύπρου που πιστεύω ότι θ’ ακουστεί σαν κεραυνός εν αιθρία. Για να την παρουσιάσω μέσω της μυθοπλασίας, χρησιμοποιώ τη λύση του ονείρου. Έρχεται στον ήρωα ως εφιάλτης, ονειρωδυνία.

– Υπάρχει κάποιο θέμα στο οποίο επιστρέφεις τακτικά στα πεζά σου; Με απασχολεί το καθημερινό γίγνεσθαι της κυπριακής κοινωνίας σε σχέση με την Ιστορία, η οποία ενσταλάζεται σε στιγμές και δόσεις καθώς εγώ μιλώ για κάποιο άλλο θέμα. Το μυθιστόρημα που γράφω έχει τίτλο «Ας μην συναντιόμασταν». Είναι ερωτικό και αναπόφευκτα τραγικό στο τέλος, αφού τα πάντα σκεπάζει η μεγάλη δοκιμασία με την επέμβαση της χούντας και της ΕΟΚΑ Β’, που οδήγησε στην καταστροφή της Κύπρου. 

– Θεωρείς ύβρη να υπάρχει ευτυχισμένο τέλος στα βιβλία σου; Κάπως έτσι. Δεν γίνεται να έχει πέσει το αμόνι στο κεφάλι μας κι εμείς να είμαστε ανάλαφροι κι ευτυχισμένοι. Αυτό δεν σημαίνει ότι όλα είναι προβλέψιμα. Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα η ροή των πραγμάτων είναι ασυνήθιστη. Από την παράνομη ευτυχία, οι ήρωες βρίσκονται μπροστά σε κάτι δυσνόητο, κάτι που τους υπερβαίνει. Κάτι που τελικά περνά την ερωτική σχέση σε άλλο επίπεδο.

– Φταίνε οι καταστάσεις ή οι άνθρωποι που τις δημιουργούν; Όταν οι άνθρωποι βρεθούν ανάμεσα σ’ αυτές τις μυλόπετρες προκύπτει ένας φαύλος κύκλος. Κανείς δεν ξέρει πώς να συμπεριφερθεί, πώς να αντιδράσει. Κι εδώ έγκειται μια από τις μη αναμενόμενες αντιδράσεις που νομίζω ότι κάνει το μυθιστόρημα αυτό αρκετά ενδιαφέρον, όσο και προκλητικό. Κάπου ανατρέπονται τα πράγματα μέσα από την πλοκή με τρόπο που κάποιους μπορεί να τους ενοχλήσει. Ειδικά αυτούς που συνήθισαν να βάζουν πίσω από κάθε ουσιαστικό την κτητική αντωνυμία «μας». Οι αγνοούμενοί ΜΑΣ, οι εγκλωβισμένοι ΜΑΣ κ.λπ.

– Ποιο είναι το πρόβλημα με την αντωνυμία αυτή; Είναι φτηνός λαϊκισμός. Ο Υπουργός Γεωργίας κυκλοφορεί παντού με το «μας» στην άκρη του στόματος. Οι γεωργοί ΜΑΣ, οι αιγοπροβατοτρόφοι ΜΑΣ. Καλά ρε, δεν μπορείτε να πείτε τις λέξεις χωρίς την αντωνυμία; Πρέπει ντε και καλά να μπει κι η ουρά; Κάθε «μας» είναι και 10 ψήφοι, φαίνεται. Κυρίως δημιουργεί έναν άτοπο τραγελαφισμό. Μια τόσο μικρή και αθώα λέξη καταδημαγωγεί, απογειώνει το νόημα στα ουράνια και αποκαλύπτει την αμετροέπεια που χαρακτηρίζει τη γλώσσα μας.

– Πιστεύεις ότι είναι χαρακτηριστικό μόνο της δικής μας γλώσσας; Η γυναίκα μου σπούδασε γερμανική φιλολογία, γνωρίζει τη γερμανική κουλτούρα. Μου επιβεβαιώνει καθημερινά την αμετροέπεια που παρατηρείται στην καθημερινή, κοινωνική χρήση της ελληνικής. Έχει επικρατήσει, σχεδόν θεσμοποιήθηκε ο λαϊκισμός στην καθημερινότητα. Χωρίς αυτόν, οι λέξεις μάς φαίνονται πια ξεκρέμαστες, λειψές. Σε πολλά από τα πιο επιτυχημένα τραγούδια που μας συγκινούν τόσο, αν καθίσεις να αναλύσεις τους στίχους θα διαπιστώσεις ότι φλερτάρουν με την ανοησία. Αν τα μεταφράσεις στα γερμανικά ή τα βουλγαρικά, θα γελούν έναν χρόνο. Επιτρέπουμε στη γλώσσα να μας παρασύρει, ενώ άλλες γλώσσες είναι πιο ορθολογιστικές και προσγειωμένες.

– Αν μεταφράσουμε στα ελληνικά ένα γερμανικό χιτ δεν υπάρχει αντίστοιχα το ενδεχόμενο να γελάμε εμείς μαζί τους; Ναι, αλλά συνήθως για τον αντίθετο λόγο. Κάθε γλώσσα έχει τον δικό της πλούτο, δεν αντιλέγω. Διαμορφώνει τον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς, ορίζει την ίδια τη φαντασία. Αγαπώ τόσο πολύ την ελληνική γλώσσα και τις λέξεις της, που θα τολμούσα να πω ότι με καθορίζουν. Ως αίσθημα κι ως τρόπος έκφρασης. 

– Σου έμεινε απωθημένο το ότι δεν σπούδασες τη γλώσσα, όπως επιθυμούσες; Επιθυμούσα μόνο να είμαι εξαιρετικός χειριστής της ελληνικής γλώσσας. Οι λέξεις είναι η αδυναμία μου. Δεν γράφω αυτόματα. Κάθε λέξη τη ζυγίζω και τη μετράω. Με τη μεζούρα.

– Συνεπώς, υπάρχει υποσυνείδητα μια ανάγκη επιβεβαίωσης ότι κατέχεις τη γλώσσα… Ίσως. Προσέχω διπλά την κάθε λέξη. Πολλές φορές συλλαμβάνω φιλολόγους να κάνουν λάθος από υπερβολική σιγουριά. Εγώ σκαλίζω τις λέξεις, αναζητώ συνώνυμα, δεν μου αρέσει να χρησιμοποιώ συνεχώς την ίδια λέξη. 

– Επιζητείς και τις εξεζητημένες λέξεις; Παλιότερα, περισσότερο. Με τον καιρό εντόπισα το πρόβλημα και προσπαθώ ν’ απαλλαγώ απ’ αυτό. 

– Ποιοι συγγραφείς σε έχουν επηρεάσει; Ο όγκος της λογοτεχνίας είναι τεράστιος. Έχω διαβάσει σχεδόν ολόκληρη τη γαλλική λογοτεχνία. Επίσης, λατρεύω το αμερικανικό μυθιστόρημα, τον Γουίλιαμ Φόκνερ, τον Χέρμαν Μέλβιλ, τον Νόρμαν Μέιλερ, τον Φίλιπ Ροθ, την Χάρπερ Λι. Και οι Γερμανοί έχουν σπουδαίους λογοτέχνες, όπως τον Τόμας Μαν, τον Έρμαν Έσε, τον Χάινριχ Μπελ.

– Είσαι ο τύπος του συγγραφέα που συναντά στον δρόμο αγνώστους για να βρει ερεθίσματα για τους χαρακτήρες του; Αν ανοίξεις το παράθυρο υπάρχουν παντού ερεθίσματα. Πράγματα που σε ενοχλούν και που σε συγκινούν. Τα ταξινομείς αυτά με τον δικό σου τρόπο. Θέλεις να βρεις έναν αποτελεσματικό και παραστατικό τρόπο ν’ αποτυπώσεις το κακό που συμβαίνει σήμερα στον τόπο, χωρίς να προσφεύγεις σε ευκολίες. Δεν είμαι ιστορικός, δεν είναι αυτή η δουλειά μου. Τοποθετώ ένα ιστορικό περίβλημα σε σχόλια αναγνωρίσιμα για τα κακώς έχοντα που επηρεάζουν το σήμερα, τη ζωή, την καθημερινότητά μας. Οι εμπνεύσεις έρχονται μόνες τους, ανά πάσα στιγμή.

– Γράφεις με τους ίδιους ρυθμούς όπως παλιότερα; Το μυθιστόρημα που γράφω τώρα θα μου πάρει έναν χρόνο, παρόλο που έχω τον σκελετό στο μυαλό μου εδώ και μερικά χρόνια. Εργάζομαι σε κανονικό οκτάωρο ή και παραπάνω κάθε μέρα. Επιζητώ την ησυχία, γι’ αυτό και προτιμώ την απομόνωση στο Μενεού. Επειδή συνειδητοποιώ ότι μεγαλώνω και δεν ξέρω πόσο χρόνο ακόμη μου χρωστά η φύση, αποφάσισα ότι τουλάχιστον το συγκεκριμένο πρέπει οπωσδήποτε να το τελειώσω. Κι έχω ακόμη ένα μυθιστόρημα που είναι έτοιμο εδώ και 6-7 χρόνια, αλλά κάπου έχει σκαλώσει και χρειάζεται μερικές αλλαγές πριν εκδωθεί. 

– Νιώθεις συχνά να σε παίρνουν οι ήρωες όπου θέλουν εκείνοι; Αυτό το έζησα πριν από δύο χρόνια. Τσακώθηκα με τους βασικούς ήρωες και δεν μπορούσα να κοιμηθώ για δύο νύχτες. Απαιτούσαν ν’ αλλάξω τον χαρακτήρα τους, αρνούνταν να πράξουν συγκεκριμένα πράγματα που εγώ ήθελα. Τελικά, βρέθηκε ο συμβιβασμός κι από τότε είμαι ήσυχος. Πλέον δεν τσακώνομαι με τους ήρωες, προκύπτουν μόνο μερικές προστριβές και πείσματα. Πρέπει να λύνω τις έριδες μαζί τους.

– Τους αντιμετωπίζεις σαν υπαρκτά πρόσωπα; Βέβαια. Όσο παράξενο κι αν ηχεί αυτό. Είμαι ερωτευμένος με την ηρωίδα του μυθιστορήματος που γράφω τώρα. Σαν άλλος Πυγμαλίωνας.  

– Είναι ζητούμενο για τον συγγραφέα να βρει τη φωνή του; Πιστεύω ότι κατέληξα εδώ και καιρό στο ύφος που με εκφράζει. Δεν ξέρω αν αυτό είναι καλό ή κακό. Εκείνο που απομένει είναι να δοθεί η επόμενη ιστορία, την οποία την κοιλοπονώ. Δεν περιγράφω τη δράση. Προκύπτει μέσα από την ανθρώπινη εμπειρία. Συνήθως, άπτεται της κυπριακής ιστορίας με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Το ζητούμενο για μένα, η μόνη φιλοδοξία, είναι να αφήσω ένα λογοτεχνικό αποτύπωμα της ιστορίας. Η λογοτεχνία είναι ίαμα της καταγεγραμμένης ιστορίας. Ειδικά στην Κύπρο, η επίσημη ιστορία έχει αποκρύψει του κόσμου τις αλήθειες. Γι’ αυτό η πυξίδα μας είναι χαλασμένη: διότι ποτέ δεν αντικρίσαμε την ιστορία μας κατάματα.

– Εκτός από την εξουσία, ο συγγραφέας οφείλει να πηγαίνει και κόντρα στην επίσημη ιστορία; Ο Σολζενίτσιν είχε πει ότι ο συγγραφέας είναι δυνητικά μια εναλλακτική εξουσία. Αυτό όμως συμβαίνει σε χώρες όπου ο κόσμος διαβάζει. Λιγότερο σε χώρες που ο κόσμος προτάσσει άλλες αξίες, όπως το τι να φάει, τι να πιει και τι ν’ αρπάξει. Η επίσημη ιστορία πάσχει. Η λογοτεχνία είναι αυτή που συλλαμβάνει τη συλλογική μνήμη, το κοινό αίσθημα, αγκιστρώνει την ουσία και την αλήθεια για να τη μεταδώσει. Ο λογοτέχνης, όπως κάθε καλλιτέχνης, οφείλει να παρεμβαίνει. Να είναι ο υπέρτατος κριτής.

– Θα συνέχιζες να γράφεις αν δεν τα διάβαζε κανείς τα βιβλία σου; Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς να γράφω. Θα έγραφα ακόμη κι αν ήξερα ότι θα κάψουν τα γραπτά μου- τρόπος του λέγειν. Μ’ ενδιαφέρει η απήχηση, δεν το αρνούμαι. Αλλά είναι περισσότερο μια ανάγκη. Αν τ’ αφήσω μέσα μου, θα εκραγώ.

– Έφτασες σε κάποιο οριστικό συμπέρασμα γράφοντας και μελετώντας ή νιώθεις ότι η άγνοιά σου επεκτείνεται; Μαθαίνοντας, συνειδητοποιείς την άγνοιά σου πάνω σε ζητήματα που σε αφορούν και επηρεάζουν τη ζωή σου. Συνεπώς, γράφοντας προσπαθώ να μοιραστώ την άγνοιά μου. Αν κατέληξα σε κάποιο οριστικό συμπέρασμα, αυτό είναι πως δεν είναι η τύχη ή η κακοτυχία που μας έφερε εδώ. Είμαστε υπεύθυνοι για τις πράξεις μας. Κατά τη γνώμη μου, το μεγαλύτερο κακό στην Κύπρο το έχει κάνει η Εθναρχία. Ο Αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος «χάρισε» τους εξισλαμισθέντες στους Τούρκους για ένα πείσμα. Είναι κάτι πέρα από τον εθνικισμό και τον σκοταδισμό, είναι μια στενότητα σκέψης, μια αδυναμία να δεις πέρα από τη μύτη σου. Αυτό συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Ευτυχώς, ο νυν Αρχιεπίσκοπος δεν θεωρείται εθνάρχης. Δυστυχώς, όμως, η εξουσία κατάφερε να τον μετατρέψει σε «αντιπρόεδρο» ή υποκατάστατό της. Όταν πέταξε το πουλί, άλλαξαν τροπάρι. Αλλά δεν διορθώνεται έτσι η ιστορία.

* Η ποιητική συλλογή «Λύπη τις νύχτες» (2021), η συλλογή διηγημάτων «Αλλόφυλοι εραστές (2018) και το αναθεωρημένο μυθιστόρημα «Το χρώμα του γαλάζιου υάκινθου» (2019), κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Γκοβόστη.

Φιλελεύθερα, 21.05.2021