«Παπά, βγάλε μου και μια φωτογραφία δαμέ!», μου είπε η κόρη μου πρόσφατα, σ’ ένα από τους περιπάτους μας στη γειτονιά. Το «δαμέ» είναι η οδός Ισοκράτους, αυτή που γειτνιάζει με την Αρχιεπισκοπή και τον νέο Καθεδρικό Ναό.

Το σπίτι μας είναι λίγο πιο κάτω. Αυτός είναι ο μαχαλάς μας. Και τα τέσσερα διατηρητέα που κατεδαφίστηκαν επειδή μπλοκάρουν τη θέα του ναού, ήταν πέρασμα, μέρος της καθημερινότητάς μας. Για κάποιους από μας, η παλιά Λευκωσία δεν είναι παλιολευκωσία, ένα χαλαμάντουρο με κτήρια υπό κατάρρευση. Ούτε στέκι αλλοδαπών του υποκόσμου που μαζεύονται σε σκοτεινά καντούνια για να εγκληματήσουν. Είναι το σπίτι μας.

Υπάρχουν, ναι, κι αυτοί. Αλλά πιστέψτε με, οι αριθμοί που ακούγονται αποτελούν αστικό μύθο, ξέρω, ζω εκεί μια ντουζίνα χρόνια, στις παρυφές της γειτονιάς που αποκαλώ «μικρή αραβία» λόγω του μεγάλου αριθμού αράβων που ζουν και εργάζονται εκεί.

Λέγοντας αυτό, δεν θέλω να υποτιμήσω τις καταγγελίες επαγγελματιών της περιοχής που παραπονιούνται για ξένα εγκληματικά στοιχεία, τα ίδια παράπονα έχουν και οι αλλοδαποί καταστηματάρχες. Το φαινόμενο, όμως, έχει μειωθεί δραστικά εξαιτίας του νέου υποσταθμού της Αστυνομίας στη Λήδρας και τις συχνές περιπολίες που πραγματοποιούνται. Μόλις προχθές πέρασαν από το σπίτι τρεις ένοπλοι Αστυνομικοί στα πλαίσια έρευνας στην περιοχή –κάτι με αυτοκίνητα, δεν πολυκατάλαβα– αλλά έκαναν παράλληλα στάση για να ρωτήσουν αν όλα είναι οκ, αν αντιμετωπίζουμε κανένα πρόβλημα, χωρίς να αναφέρουν τη λέξη «ξένος». Αυτό που παρέλειψα να τους πω είναι πως τα ελάχιστα περιστατικά οχλαγωγίας στη γειτονιά όλα αυτά τα χρόνια τα προκάλεσαν Κύπριοι, με μία μόνο εξαίρεση, οπόταν φυλάξτε τα φωτοστέφανα γι’ αλλού. Μπράβο στην Αστυνομία γι’ αυτή την ενέργεια.

Για να επιστρέψω στα ερείπια, είναι εκπληκτικό το πώς ένα θέμα γίνεται πιπίλα στα social media και η διάρκεια ζωής του κρατάει όσο ένα πυροτέχνημα. Κι όταν όλα τα πληκτρολόγια θα έχουν σιγήσει με την ίδια ένταση που είχαν πάρει φωτιά, στο τέλος της ημέρας κάποιοι θα συνεχίσουμε να ζούμε με το έγκλημα που διαπράχθηκε στην καρδιά της «χώρας». Τέσσερα λείψανα μπροστά σε ένα δυσανάλογα υπερμεγέθη ναό σε σχέση με τον περιβάλλοντα χώρο.

Παρεμπιπτόντως, ευχαριστούμε τις χιλιάδες μονάδες και ομάδες που ένωσαν τη φωνή τους με τη δική μας μπας και βγει κάτι απ’ όλο αυτό –όχι, συνέλθετε, δεν αναμένω να πάει φυλακή ο Μακα(β)ριότατος. Και για όσους δεν το πρόσεξαν, οι οποίοι ίσως κατεβαίνουν στην παλιά πόλη γιατί είναι τρέντι να πίνεις τον καφέ σου εκεί, οι κατεδαφίσεις δεν είναι κανένα σπάνιο φαινόμενο, παρόλο που –για να είμαστε δίκαιοι– έγιναν και γίνονται πολλά έργα αναστήλωσης και αναπαλαίωσης, έστω με αργό ρυθμό.

Έπρεπε η παλιά Λευκωσία να ήταν το στολίδι της Κύπρου, ένα γιγάντιο μνημείο αξεπέραστης αισθητικής για τον καθένα να απολαμβάνει, ένα παγκόσμιο σημείο αναφορά. Πού όμως; Στην (τάχατες) χώρα, με την άθλια και ασυνάρτητη αρχιτεκτονική, όπου κάθε σπίτι και «σιερκές» στις ταράτσες, μια απέραντη θάλασσα από ντεπόζιτα, όπου τα κτήρια πνίγουν τις θάλασσες και όπου οι νόμοι για την διατήρηση του παραδοσιακού χαρακτήρα –έστω στα χωριά– ή του σεβασμού στους περιβάλλοντες χώρες και η υποχρεωτική χρήση συγκεκριμένων υλικών, απουσιάζει ή είναι «μισοδότζιν».

Μ’ αυτά και μ’ αυτά, την επόμενη φορά που θα πάτε για selfie στα ερείπια του Χρυσόστομου Β’ κοπιάστε για καφεδάκι και για καρτ ποστάλ σε τιμή ευκαιρίας, με τα άλλοτε όρθια αρχοντικά του μαχαλά.

Φιλελεύθερα, 14.2.2021.