Τα τελευταία χρόνια πλανάται ένα σημαντικό ερώτημα για την γεωπολιτική της Μέσης Ανατολής: μένουν ή φεύγουν οι ΗΠΑ από την περιοχή; Η Μέση Ανατολή, μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, υπήρξε ένα προνομιακό και ιδιαιτέρως σημαντικό γεωπολιτικό πεδίο ηγεμονικής δράσης των ΗΠΑ. 

Στο ερώτημα αν έχει αλλάξει κάτι σήμερα είναι ευδιάκριτο ότι με οποιαδήποτε ορθολογική βάση ανάλυσης, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν εγκαταλείπουν τη Μέση Ανατολή. Η συνεχιζόμενη όμως παρουσία τους θα πρέπει και πιθανότατα θα έχει πιο περιορισμένους στόχους.

Το επίκεντρο του αμερικανικού στρατιωτικού ενδιαφέροντος για την ευρύτερη περιοχή του Περσικού Κόλπου συνεχίζεται, αν και μειώθηκε από τα επίπεδα που επικρατούσαν στο αποκορύφωμα του πολέμου στο Ιράκ, στα μέσα της δεκαετίας του 2000. Όμως, σημαντικές φωνές στα κέντρα λήψεως αποφάσεων της εξωτερικής πολιτικής και οι οποίες προσελκύουν σημαντικό κοινό, ζητούν επανεκτίμηση της έκτασης της αμερικανικής συμμετοχής στην περιοχή. Εν τω μεταξύ, σύμμαχοι των Αμερικανών στη Μέση Ανατολή φαίνεται να πιστεύουν ότι οι ΗΠΑ απομακρύνονται αργά – αργά από την περιοχή, ιδιαίτερα μετά τη στάση της αμερικανικής κυβέρνησης στη Συρία και τη Λιβύη.

Στον ακαδημαϊκό χώρο και σε πολλές δεξαμενές σκέψεως, υπήρχε πάντα ουσιαστική αντίθεση στη στρατιωτικοποίηση της αμερικανικής παρουσίας στον Περσικό Κόλπο. Η εντυπωσιακή αύξηση της παραγωγής πετρελαίου στις ΗΠΑ, κατά την τελευταία δεκαετία, στο μυαλό πολλών παρατηρητών και πολλών Αμερικανών πολιτικών, μείωσε τη στρατηγική σημασία του Κόλπου για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Μέσα σ΄ αυτούς τους πολιτικούς περιλαμβάνεται και ο σημερινός πρόεδρος των ΗΠΑ. Ωστόσο, ορισμένοι αναλυτές ακολουθούν μια παλαιότερη επιχειρηματολογία κατά της προαναφερθείσας αντίληψης ότι δηλαδή η ασφάλεια ανόρυξης και εμπορικής διακίνησης του πετρελαίου στην περιοχή απαιτεί σημαντική αμερικανική στρατιωτική παρουσία. Σύμφωνα όμως με διαφωνούντες αναλυτές, μια τέτοια παρουσία κοστίζει τις Ηνωμένες Πολιτείες περισσότερο στις στρατιωτικές δαπάνες από την αξία του πετρελαίου που βγαίνει από τον Κόλπο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να μειώσουν τον αμυντικό προϋπολογισμό τους κατά 15% εάν παραιτούσαν τη στρατιωτική τους παρουσία στην περιοχή. Τα περισσότερα από τέσσερα δισεκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου που αποθηκεύονται σε στρατηγικά αποθέματα από τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες χώρες θα μπορούσαν να μετριάσουν τις οικονομικές επιπτώσεις της βραχυπρόθεσμης έως μεσοπρόθεσμης διακοπής των εξαγωγών πετρελαίου του Κόλπου στους καταναλωτές. Απλώς δεν έχει νόημα, με αυτή τη λογική, να τοποθετούνται μόνιμα οι αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις και να δαπανώνται μεγάλα αμερικανικά ποσά στο πετρέλαιο.

Τα πολύ συγκεκριμένα ενεργειακά επιχειρήματα για μια αμερικανική απόσυρση συνδυάζονται με πιο γενικευμένες παγκόσμιες στρατηγικές προοπτικές, υποστηρίζοντας ότι η συγκέντρωση των Ηνωμένων Πολιτειών στη Μέση Ανατολή αφαιρεί τους αμερικανικούς πόρους από πιο σημαντικές γεωστρατηγικές επιλογές όπως η Ανατολική Ασία. Αυτό ήταν το σκεπτικό πίσω από την εν μέρει εφαρμογή της «εξισορρόπησης» από την κυβέρνηση Ομπάμα στην Ασία. Η κυβέρνηση Τραμπ υιοθέτησε την ίδια λογική στην Εθνική Στρατηγική Άμυνας του 2018, η οποία καθόρισε την «κεντρική πρόκληση» για την αμερικανική ασφάλεια ως την «επανάληψη του μακροπρόθεσμου, στρατηγικού ανταγωνισμού» με τις «ρεβιζιονιστικές δυνάμεις», Κίνα και Ρωσία. Αναλυτές στην ομάδα των υποστηρικτών της συγκράτησης, οι οποίοι ζητούν την απομάκρυνση αμερικανικών στρατιωτικών και διπλωματικών πόρων για πιθανές συγκρούσεις πιο μεγάλης ισχύος, έχουν υποστηρίξει έντονα την ισχυρή στρατιωτική συμμετοχή των Ηνωμένων Πολιτειών στη Μέση Ανατολή την προηγούμενη δεκαετία, όταν η Αμερική εισέβαλε στο Ιράκ. Σήμερα, αντιθέτως προς το παρελθόν, οι εκκλήσεις τους για στρατηγική «υπεράκτιας εξισορρόπησης» βασίζονται σε σημαντική μείωση, αν όχι συνολική απόσυρση, των αμερικανικών δυνάμεων στη Μέση Ανατολή.

Σήμερα, η αμερικανική στρατιωτική βάση εδάφους στο Κουβέιτ, η ναυτική βάση του πέμπτου στόλου στο Μπαχρέιν, η αεροπορική βάση στο Κατάρ, η αεροπορική βάση στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και οι ρυθμίσεις στρατιωτικής πρόσβασης στο Ομάν παρέχουν στις Ηνωμένες Πολιτείες μια πολιτική και οικονομικά βιώσιμη στρατιωτική παρουσία σε ένα μέρος του κόσμου που, όσο το πετρέλαιο παραμένει στρατηγικό εμπόρευμα, θα εξακολουθεί να είναι κεντρικό γεωπολιτικό πεδίο της παγκόσμιας οικονομίας. Η παρουσία των ΗΠΑ στην περιοχή αποφέρει σημαντικά οφέλη τόσο για την περιφερειακή όσο και για την παγκόσμια επιρροή. Η βασική δομή είναι επαρκής για ένα σύνολο πιο περιορισμένων αμερικανικών στόχων στην περιοχή. Από μόνη της, δεν μπορεί να υποστηρίξει μια πολιτική στρατιωτικής επέμβασης και κατοχής για την αλλαγή του καθεστώτος σε μεγάλα κράτη της Μέσης Ανατολής, όπως στην περίπτωση της Συρίας ή της Λιβύης. Ωστόσο, μπορεί να υποστηρίξει μια αποτελεσματική αμερικανική στρατηγική στη βάση καταπολέμησης ριζοσπαστικών και ακραίων κινημάτων, να προσφέρει επιρροή στην Ουάσιγκτον μέσω συνεργασίας με διάφορες φιλοδυτικές κυβερνήσεις και να αποτρέψει τις προσπάθειες άλλων εξωμεσανατολικών κρατών να ανατρέψουν το σύστημα ασφαλείας ή να κυριαρχήσουν στο σημαντικότερο πετρελαϊκό κομμάτι του κόσμου. Συνεπώς παρά την γεωστρατηγική αναθεώρηση στόχων στη Μέση Ανατολή, οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν την παρουσία τους στην περιοχή.