Ενώ ανά την Ευρώπη η ιδιωτική εκπαίδευση αντιμετωπίζεται ως υπηρεσία που ελαφρύνει οικονομικά το κράτος από υποχρεώσεις του και του φέρνει επιπλέον σημαντικά έσοδα σε αυτό, στην Κύπρο η Πολιτεία ενεργεί ουσιαστικά τιμωρητικά για τους γονείς που επιλέγουν τη φοίτηση των παιδιών τους εκτός δημοσίου σχολείου.

Αυτό υποστηρίζουν γονείς από την Πάφο που έχουν εμπλακεί στις σχετικές διαδικασίες, εκπονώντας έρευνα για το τι ισχύει στον τομέα αυτό στις χώρες της ΕΕ και στην Κύπρο. Μιλώντας στον «Φ» εκ μέρους των γονέων αυτών, ο δικηγόρος Σάββας Σαββίδης, επισημαίνει ότι σήμερα στα δημόσια δημοτικά σχολεία φοιτούν περίπου 49 χιλιάδες μαθητές που συνεχίζουν μετέπειτα τη φοίτησή τους σε δημόσια σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Από την άλλη πλευρά, αναφέρει, περίπου 9.900 μαθητές φοιτούν σε ιδιωτικά σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και αποτελούν περίπου το 19% του μαθητόκοσμου της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ περίπου 4.600 μαθητές φοιτούν σε ιδιωτικά σχολεία πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και αποτελούν περίπου το 10% όλων μαθητών.

«Τα δίδακτρα για τα ιδιωτικά σχολεία κυμαίνονται από 5.000 έως 7.500 ευρώ ετησίως και είναι πολύ χαμηλότερα σε σχέση με το κόστος ανά μαθητή, σε σύγκριση με τα δημόσια σχολεία», τονίζει. «Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας το κόστος ανά μαθητή στη δημόσια πρωτοβάθμια εκπαίδευση βρίσκεται στις 6,308 ευρώ, ενώ για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση το ποσό ανέρχεται στις 9.428 ευρώ ανά μαθητή.

Ως εκ τούτου, για κάθε μαθητή που επιλέγει να φοιτήσει σε ιδιωτικό σχολείο η κυβέρνηση εξοικονομεί ουσιαστικά δέκα χιλιάδες ευρώ ετησίως».

Από αυτούς τους πρώτους υπολογισμούς, υποστηρίζει ο κ. Σαββίδης, προκύπτει αναμφισβήτητα ότι το κυπριακό κράτος εξοικονομεί εκπαιδευτική δαπάνη αφού μια μερίδα μαθητών φοιτά στην ιδιωτική εκπαίδευση:

«Εύλογα θα μπορούσα να πω ότι απορρέει μια χορηγία προς στα δημόσια οικονομικά της χώρας μας από τους γονείς που αποφασίζουν να στέλνουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικά σχολεία μέσω των διδάκτρων που πληρώνουν και που αυτό το ποσό φορολογείται. 

Το οξύμωρο σε αυτή την κατάσταση είναι ότι το κράτος αντί να αναγνωρίζει την εισφορά αυτή και να ευνοεί την περαιτέρω ανάπτυξη της ιδιωτικής εκπαίδευσης, φαίνεται να τιμωρεί τους γονείς με την επιβολή περαιτέρω φορολογίας στο συνολικό τους ετήσιο εισόδημα για το λόγο ότι τα παιδιά τους φοιτούν στην ιδιωτική εκπαίδευση. Για πρακτικούς λόγους και για να γίνω πιο κατανοητός, θα αναφέρω το εξής παράδειγμα.

Τα περισσότερα ιδιωτικά σχολεία προσφέρουν το δικαίωμα στους καθηγητές και στο προσωπικό του σχολείου να εγγράψουν τα παιδιά τους στο ιδιωτικό σχολείο που εργάζονται οι γονείς, προσφέροντάς τους μειωμένα ή και δωρεάν δίδακτρα σε ορισμένες περιπτώσεις.

Αξιοσημείωτο, είναι το γεγονός ότι αν και τα παιδιά των εκπαιδευτικών στα ιδιωτικά σχολεία επωφελούνται με έκπτωση ή με δωρεάν φοίτηση στο σχολείο στο οποίο οι γονείς τους αποτελούν εργαζόμενο προσωπικό, με βάση την κυπριακή νομοθεσία αυτό το “προνόμιο” θεωρείται ως παροχή σε είδος η έκπτωση που δίδεται στους γονείς. Το αποτέλεσμα είναι αυτή η έκπτωση διδάκτρων ή η δωρεάν εκπαίδευση που προσφέρεται από το σχολείο, να προστίθενται στα ετήσια εισοδήματα των γονέων κατά το στάδιο της καταγραφής φορολογικής δήλωσης».

50% ΕΚΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΔΙΔΑΚΤΡΩΝ

Αναλύοντας τη θέση αυτή, ο Σάββας Σαββίδης παραθέτει ένα παράδειγμα, στο οποίο ένας εκπαιδευτικός σε ιδιωτικό σχολείο έχει ετήσιο εισόδημα σαράντα χιλιάδες ευρώ ετησίως, ενώ τα δίδακτρα φοίτησης του παιδιού του στο ιδιωτικό σχολείο που εργάζεται είναι δέκα χιλιάδες ευρώ ετησίως. 

«Το σχολείο δίνει το δικαίωμα στον εκπαιδευτικό να εγγράψει το παιδί του στο σχολείο με 50% έκπτωση επί των σχολικών διδάκτρων», επισημαίνει. «Σε αυτή την περίπτωση αν υποθέσουμε για σκοπούς παραδείγματος ότι τα δίδακτρα είναι της τάξεως των δέκα χιλιάδων ευρώ, αυτό σημαίνει ότι με την έκπτωση 50% ο εκπαιδευτικός-γονέας θα καταβάλει στο σχολείο πέντε χιλιάδες ευρώ. 

Όσον αφορά στις πέντε χιλιάδες ευρώ οι οποίες του δόθηκαν ως έκπτωση, προστίθενται στο ετήσιο εισόδημά του καθώς σύμφωνα με τη νομοθεσία θεωρούνται ως παροχή σε είδος. Δηλαδή εκεί που ο εκπαιδευτικός-γονέας, θα φορολογούνταν στις σαράντα χιλιάδες ευρώ προστίθενται οι πέντε χιλιάδες ευρώ που θεωρούνταν ως η έκπτωση την οποία έχει λάβει, με αποτέλεσμα να φορολογείται στο συνολικό ποσό των σαράντα πέντε χιλιάδων ευρώ». 

Από αυτό, επισημαίνει ο εκπρόσωπος των γονέων παιδιών που φοιτούν σε ιδιωτικά σχολεία, προκύπτει ότι το πλεονέκτημα που παίρνει το κράτος να απαλλάσσεται από ένα κόστος φοίτησης των παιδιών στο δημόσιο τομέα, το χρησιμοποιεί τελικά για να «τιμωρεί» τον ιδιωτικό τομέα που απαλλάσσει το κράτος από αυτό το κόστος, επιβάλλοντάς του φορολογία επί των εισοδημάτων των γονέων. Χαρακτήρισε δε αυτό το μέτρο ως άδικο και αντικρουόμενο προς την πολιτική που άλλες ευρωπαϊκές χώρες ακολουθούν. 

Επιπρόσθετη φορολογία

Ένας Ευρωπαίος πολίτης έχει το δικαίωμα να στείλει τα παιδιά του σε οποιοδήποτε ιδιωτικό σχολείο επιθυμεί καθώς σύμφωνα με τη νομοθεσία της χώρας του λαμβάνει οικονομική βοήθεια, υπό τη μορφή φορολογικών ελαφρύνσεων ή επιδομάτων που του καταβάλλονται από τις δημόσιες Αρχές έτσι ώστε να επιλέγει σε ποιο σχολείο θέλει να φοιτήσουν τα παιδιά του, τονίζει ο κ. Σαββίδης.

«Από τη στιγμή που επιλέγει να μετακομίσει εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το Κοινοτικό Δίκαιο που επιτρέπει την ελευθερία διακίνησης και σύμφωνα με το θεμελιώδες αυτό δικαίωμα, θα τύχει δυσμενέστερης προσέγγισης καθώς εγγράφοντας τα παιδιά του σε ιδιωτικό σχολείο στην Κύπρο, θα πρέπει να καταβάλει επιπρόσθετο φόρο και ιδιαίτερα εάν αυτός ο γονιός θα τύχει να είναι και καθηγητής στο εν λόγω σχολείο», υποστηρίζει. «Με αυτό το παράδειγμα, θα τολμούσα να πω ότι η φορολογία των διδάκτρων με βάση τη νομοθεσία αποτελεί αντισταθμιστικό παράγοντα στο να αποφασίσει ένας γονέας και δη εκπαιδευτικός, να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του και να έρθει στην Κύπρο να εργαστεί και πόσο μάλλον να φοιτήσει το παιδί του σε ιδιωτικό σχολείο, λόγω της επιπρόσθετης φορολογίας που θα υποστεί», τονίζει ο κ. Σαββίδης.«Εν κατακλείδι θα έλεγα ότι η πολιτική που υπάρχει αυτή τη στιγμή και εφαρμόζεται αντικρούει τα θεμελιώδη άρθρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αφορούν στην ελεύθερη διακίνηση των υπηκόων της κάθε χώρας μέλους της ΕΕ. Η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και η διακίνηση αποτελεί επικουρική ελευθερία σε σχέση με τις άλλες θεμελιώδεις ελευθερίες σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα».