Μέρα με τη μέρα μεγαλώνει η ένταση ανάμεσα στο Ιράν και τις ΗΠΑ. Η επίθεση σε δύο τάνκερ στον Κόλπο του Ομάν την περασμένη βδομάδα και στη συνέχεια η κατάρριψη αμερικανικού μη επανδρωμένου αεροσκάφους σε έδαφος του Ιράν ήταν η σταγόνα που έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει οξύνοντας ακόμη περισσότερο την αντιπαράθεση ανάμεσα στις δύο χώρες. Οι εξελίξεις σήμαιναν παγκόσμιο συναγερμό με το θερμόμετρο στη Μέση Ανατολή να ανεβαίνει επικίνδυνα για ακόμη μια φορά, αφού όλα δείχνουν πως μια λεπτή γραμμή χωρίζει την ειρήνη από τον πόλεμο.
 
Η Ουάσινγκτον έσπευσε από το πρώτο λεπτό να στοχοποιήσει την Τεχεράνη, δίνοντας μάλιστα στη δημοσιότητα φωτογραφίες και βίντεο που αποδεικνύουν, κατά τα λεγόμενά της, την ιρανική εμπλοκή. Όσο βέβαιες όμως και αν παρουσιάζονται οι ΗΠΑ, άλλο τόσο επιμένει το Ιράν και αρνείται κάθε εμπλοκή, τονίζοντας πως τα δύο περιστατικά είναι ύποπτα και γι’ αυτό πρέπει διεξαχθεί περιφερειακός διάλογος, προκειμένου να αποφευχθούν οι εντάσεις.
 
Προς το παρόν, δεν υπάρχουν αρκετές αποδείξεις που να αποδεικνύουν πως το Ιράν βρίσκεται πίσω από τις επιθέσεις, επεσήμανε ο Δρ Αμίρ Κάμελ, Λέκτορας Καθηγητής στο Τμήμα Αμυντικών Σπουδών, του πανεπιστημίου King’s College, μιλώντας στον «Φιλελεύθερο». «Το γεγονός πως δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα ποιος είναι ο υπεύθυνος προκαλεί περαιτέρω τριβές, συγκρούσεις και ασυνέπειες στη διεθνή κοινότητα. Εξαιτίας της φύσεως των επιθέσεων ακόμη και μια ανεξάρτητη έρευνα ίσως να μην φέρει κανένα αποτέλεσμα, καθώς και οι δύο πλευρές έχουν να επωφεληθούν από την επικρατούσα ασάφεια», εξήγησε.
 
 
Ακόμα, όμως, κι αν αληθεύει ότι το Ιράν βρίσκεται πίσω από την επίθεση, δεν είναι μικρότερες οι ευθύνες των ΗΠΑ και ειδικά του Ντόναλντ Τραμπ που εξασκούν μια στρατηγική μέγιστης πίεσης στη Μέση Ανατολή, όπως έγραψε, το περιοδικό «Foreign Policy». Αυτό που είναι αναμφισβήτητο είναι πως και οι δύο πλευρές επωφελούνται από την κρίση και την ένταση. Για το Ιράν, το συμβάν είναι ένας τρόπος για να πιέσουν τις ΗΠΑ και τις άλλες χώρες που υπέγραψαν τη συμφωνία για το πυρηνικό του πρόγραμμα να την τιμήσουν και να μην την εγκαταλείψουν. Για την Ουάσινγκτον από την άλλη, αυτός είναι ένας τρόπος για να πιέσει την Τεχεράνη να δεχτεί πιο σκληρούς όρους. Για το Ισραήλ και τη Σαουδική Αραβία, αυτός είναι ένας τρόπος αποσταθεροποίησης της πυρηνικής συμφωνίας και αποδυνάμωση της δέσμευσης του Ιράν με τη διεθνή κοινότητα, εξήγησε ο Δρ Αμίρ Κάμελ.
 
Το μεγάλο ερώτημα είναι φυσικά, πού μπορεί να οδηγήσει αυτή η ένταση και αν βρισκόμαστε προ των πυλών μιας σοβαρής κρίσης, που δεν θα περιοριστεί στην ανταλλαγή φραστικών πυρών, αλλά μπορεί να καταλήξει ακόμη και σε πόλεμο. Οι συνέπειες, φυσικά, θα ήταν ολέθριες λαμβάνοντας υπόψη πως το θέμα δεν αφορά μόνο τις δύο χώρες, αλλά σχεδόν ολόκληρη τη Μέση Ανατολή. Το Ιράν διαθέτει ισχυρό στρατό και συμμάχους και δεν θα διστάσει να τα χρησιμοποιήσει αν αυτό χρειαστεί. «Πάντως, μια κλιμάκωση της κρίσης με αεροπορικούς βομβαρδισμούς και εμπλοκή δυνάμεων θα έχει σοβαρές συνέπειες στην εσωτερική ασφάλεια και σταθερότητα του Ιράν και θα αναγκάσει τους συμμάχους τους να συμμετάσχουν και αυτοί στις εχθροπραξίες, την ίδια στιγμή που θα εκφραστούν έντονες ανησυχίες, για μια επανάληψη των γεγονότων του 2003 με την εισβολή τότε στο Ιράκ, χωρίς να υπάρχουν αρκετές αποδείξεις», τόνισε ο Δρ. Αμίρ Κάμελ.
 
Η Ουάσινγκτον, όμως φαίνεται πως αξιοποιεί την κρίση για να στείλει τα δικά της μηνύματα. Ειδικά μετά από μια περίοδο αλλοπρόσαλλης πολιτικής, άλλα δηλαδή να λέει ο Ντόναλντ Τραμπ και άλλα το στρατιωτικό και διπλωματικό κατεστημένο των ΗΠΑ, ξεκαθαρίζει πως η Μέση Ανατολή εξακολουθεί να βρίσκεται ψηλά στην ατζέντα των Αμερικανών. Τον περασμένο μήνα οι ΗΠΑ έστειλαν ένα αεροπλανοφόρο και άλλα πολεμικά πλοία, καθώς και βομβαρδιστικά αεροσκάφη Β-52 στον Περσικό Κόλπο όταν είχαν σημειωθεί ανάλογες επιθέσεις.
 
Το σκηνικό επαναλήφθηκε και τώρα, αφού έγινε γνωστό πως επιπλέον 1,000 Αμερικανοί στρατιώτες θα αναπτυχθούν το αμέσως επόμενο διάστημα στη Μέση Ανατολή. «Αυτό που θέλει να πει η Ουάσινγκτον προς την Τεχεράνη είναι απόλυτα ξεκάθαρο. Πρόκειται για μια σαφή διακήρυξη πως οι ΗΠΑ είναι έτοιμες να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους, ενώ επιδεικνύουν την παγκόσμια στρατιωτική δύναμή τους και δείχνουν την συνεχή τους παρουσία στην περιοχή», ανάφερε ο ειδικός.
 
Πάντως, μια σύγκρουση δεν πρόκειται να περιοριστεί ανάμεσα στο Ιράν και τις ΗΠΑ. Θεωρείται βέβαιο πως δράση σε διαφορετικό βαθμό, θα αναλάβουν και άλλες χώρες. Το Ριάντ θα επιδιώξει να ενισχύσει τις ΗΠΑ λαμβάνοντας υπόψη την ευθυγράμμιση των συμφερόντων τους. Ο Λίβανος θα μπορούσε να παρέμβει μέσω της Χεζμπολάχ. Το Ομάν ή το Μπαχρέιν ίσως ενεργήσει ως διαμεσολαβητής για να σταματήσει η κρίση. Το Ισραήλ, πάλι, ίσως απαιτήσει να έχει διευρυμένο ρόλο και να συνδράμει στρατιωτικά.
 
Παιχνίδια με τις τιμές του πετρελαίου
 
Όταν τον περασμένο μήνα σημειώθηκαν δολιοφθορές σε πλοία στον Περσικό Κόλπο και πάλι οι υποψίες έπεσαν στο Ιράν. Τα δύο περιστατικά μέσα σε τέσσερις εβδομάδες, εγείρουν το ερώτημα του «ποιος κερδίζει κάτι από αυτά;». Η προφανής απάντηση είναι πως η Τεχεράνη επωφελείται από την ένταση, ειδικά όταν αυτή έχει άμεσο αντίκτυπο στις τιμές του πετρελαίου. Κάθε φορά που σημειώνεται ένα παρόμοιο συμβάν, προκαλείται αναστάτωση η οποία αντανακλάται αμέσως στην τιμή του μαύρου χρυσού. 
 
Μετά την επιβολή σκληρότερων αμερικανικών κυρώσεων, τα έσοδα του Ιράν μειώθηκαν. Το γεγονός ότι πολλές χώρες είναι διστακτικές στο να κάνουν μπίζνες με την Τεχεράνη σε συνδυασμό με τις δυσκολίες προμήθειας πετρελαίου, έχει ως αποτέλεσμα να χάνονται σημαντικά έσοδα. Έτσι, όταν οι τιμές ανεβαίνουν, το Ιράν μπορεί να πωλεί πετρέλαιο ακριβότερα και να έχει μεγαλύτερα κέρδη. 
 
Επιπλέον, τα Στενά του Ορμούζ είναι το πιο σημαντικό θαλάσσιο πέρασμα στον πλανήτη για το πετρέλαιο, με περίπου το 40% της παραγωγής που μεταφέρεται μέσω θαλάσσης να περνά από εκεί. Κάθε επεισόδιο που σημειώνεται εκεί, αυξάνει το κλίμα αστάθειας και υπάρχει σαφής κίνδυνος ο αριθμός των μεταφορών μέσω των Στενών θα μειωθεί. Αυτό θα σήμαινε λιγότερη προσφορά, υψηλότερες τιμές που και πάλι συμφέρει στο Ιράν.
 
Καραδοκούν τα «γεράκια» και από τις δύο πλευρές
Η κρίση ανάμεσα στο Ιράν και τις Ηνωμένες Πολιτείες δεν αφορά μόνο τους διπλωματικούς χειρισμούς. Πολλές από τις εξελίξεις ανάμεσα στις δύο χώρες αφορούν, πρωτίστως, την κατάσταση στο εσωτερικό τους. Το πώς θα διαμορφωθεί το σκηνικό εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και από το ποιες δυνάμεις θα επικρατήσουν στο εσωτερικό της Ουάσινγκτον αλλά και της Τεχεράνης. Παρά τις διαφορές που χωρίζουν τις δύο χώρες, υπάρχει μια σημαντική ομοιότητα. Και στις ΗΠΑ αλλά και στο Ιράν διεξάγεται ένας υπόγειος πόλεμος ανάμεσα στις μετριοπαθείς δυνάμεις, που υποστηρίζουν πως η κρίση μπορεί να λυθεί μέσω διαπραγματεύσεων και κινήσεων καλής θέλησης και των σκληροπυρηνικών που διψούν για επίδειξη δύναμης και που εδώ και καιρό τρώγονται για πόλεμο. 
 
Ο μετριοπαθής πρόεδρος του Ιράν, Χασάν Ροχανί περιτριγυρίζεται από μια ομάδα πολιτικών που είναι πλήρως ευθυγραμμισμένοι με τους Φρουρούς της Επανάστασης και οι οποίοι ανυπομονούν να έρθουν σε αντιπαράθεση με τον «σατανά», δηλαδή τις ΗΠΑ, ελπίζοντας πως θα κατορθώσουν να τους δώσουν ένα ισχυρό μάθημα. Ίδιο το σκηνικό και στην Ουάσινγκτον.
 
Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει ενδοιασμούς στο να επιτεθεί στο Ιράν, καθώς στόχος του ήταν η απεμπλοκή της χώρας του από τη Μέση Ανατολή. Όμως γύρω του έχει ανθρώπους όπως ο Σύμβουλος Ασφαλείας, Τζον Μπόλτον, που τον παροτρύνουν να προχωρήσει σε πιο δυναμική δράση, οποιοδήποτε και αν είναι το κόστος. Τα «γεράκια» και από τις δύο πλευρές έχουν λόγους να επιζητούν μεγαλύτερες εντάσεις. «Είναι ένα είδος τοξικής αλληλεπίδρασης μεταξύ των σκληροπυρηνικών και από τις δύο πλευρές», εξήγησε ο Τζέρεμι Σαπίρο, διευθυντής έρευνας, στο Ευρωπαϊκό Εξωτερικών Σχέσεων. «Έχουν κίνητρο να δημιουργήσουν ένταση, γιατί, στην καλύτερη των περιπτώσεων, θα τους βοηθήσει να ενισχύσουν τις επιδιώξεις τους στο εσωτερικό και αυτό ισχύει και για τις δύο χώρες», πρόσθεσε.
 
Οι δύο χώρες έφτασαν πολύ κοντά σε σύρραξη αρκετές φορές τα τελευταία χρόνια. Επίσης, στη διάρκεια των κυβερνήσεων Μπους και Ομπάμα, το Ισραήλ δέχτηκε έντονες πιέσεις να μην επιτεθεί στις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν. Εάν σημειωνόταν επίθεση, ήταν βέβαιο πως θα αναγκαζόταν να συμμετάσχουν και αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις. Την ίδια στιγμή, τόσο το Ισραήλ όσο και οι ΗΠΑ έχουν διενεργήσει περίπλοκες στρατιωτικές κυβερνοεπιθέσεις στις ιρανικές, πυρηνικές εγκαταστάσεις αποδεικνύοντας έτσι πως η σύγκρουση ανάμεσα στις δύο πλευρές διεξάγεται σε διάφορα μέτωπα. Αυτή τη φορά τα πράγματα φαίνεται να είναι αρκετά επικίνδυνα. Και δεν είναι καθόλου βέβαιο, πως θα επικρατήσουν οι φωνές των μετριοπαθών. Καθώς οι σκληροπυρηνικοί περιμένουν να προωθηθούν πολιτικά, η επιβολή ακραίων λύσεων είναι ένα σενάριο που έρχεται όλο και πιο κοντά.
 
Ο Τραμπ έτοιμος για πλήγματα
 
Η Μέση Ανατολή αποκαλείται συχνά πυριτιδαποθήκη και όχι άδικα. Αυτό αποδείχτηκε ξεκάθαρα την βδομάδα που μας πέρασε όταν το θερμόμετρο ανέβηκε στα ύψη μετά την κατάρριψη αμερικανικού drone από το Ιράν. Όπως έγινε γνωστό, ο Ντόναλντ Τραμπ ήταν έτοιμος να κάνει μια κίνηση με την οποία θα κλιμάκωνε κατακόρυφα την ένταση στον Περσικό με αποτέλεσμα την εμπλοκή της χώρας του σε μια ευθεία αντιπαράθεση με το Ιράν.
 
Ο Αμερικανός πρόεδρος ενέκρινε τη διεξαγωγή πληγμάτων εναντίον της Τεχεράνης, αλλά ακύρωσε τη διαταγή ελάχιστα πριν εκτελεστεί από τις αμερικανικές δυνάμεις στην περιοχή, έγραψε η εφημερίδα «The New York Times», που επικαλείται κυβερνητικούς αξιωματούχους. Σύμφωνα με την ίδια πηγή, επρόκειτο για επιθέσεις εναντίον στόχων στην επικράτεια του Ιράν, κυρίως ραντάρ και συστοιχιών πυραύλων.
 
Τα πλήγματα θα πραγματοποιούνταν τα ξημερώματα της περασμένης Παρασκευής ώστε να ελαχιστοποιηθεί ο αριθμός των θυμάτων στις τάξεις των ιρανικών Ενόπλων Δυνάμεων αλλά και μεταξύ των αμάχων. Τελικά, ο Ντόναλντ Τραμπ έκανε πίσω, ίσως επειδή πείστηκε πως ήταν μια παρακινδυνεύμενη κίνηση και επειδή ενδεχομένως συνειδητοποίησε το κόστος που θα έχει μια επίθεση στην προσπάθεια επανεκλογής του. Σε κάθε περίπτωση, η ανάκληση δεν απομακρύνει το ενδεχόμενο να γίνουν στο μέλλον αμερικανικές επιθέσεις εναντίον του Ιράν. 
 
Ιράν και Σαουδική Αραβία δύο ορκισμένοι εχθροί
 
Όποιος θέλει να κατανοήσει την έχθρα ανάμεσα στη Σαουδική Αραβία και το Ιράν, δεν θα πρέπει να αγνοήσει όσα έγιναν το 1979, πριν από 40 χρόνια, όταν ο ιρανικός λαός κατέβαινε μαζικά στους δρόμους. Μια ομάδα κληρικών υπό τον Αγιατολάχ Χομεϊνί ανέτρεψε τον Σάχη. Η «σεισμική δόνηση» έγινε αισθητή 1.300 χλμ. μακρύτερα, στον σαουδαραβικό βασιλικό οίκο. Ο Χομεϊνί κήρυξε την Ισλαμική Επανάσταση που αμέσως εξέλαβε η Σαουδική Αραβία ως επιβουλή της δικής της κυριαρχίας. Ο φόβος πήρε μεγαλύτερες διαστάσεις τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, όταν ομάδα ριζοσπαστών κατάλαβε για πολλές ημέρες το Μεγάλο Τζαμί της Μέκκας, όπου οι πιστοί μουσουλμάνοι ανά την υφήλιο θεωρούν ως τον πιο ιερό τόπο. 
 
Όλα αυτά εξηγούν γιατί το Ριάντ μέχρι σήμερα διακατέχεται από τεράστιο φόβο μήπως χάσει την ισχύ του. Κανείς άλλος από το 1979 και μετά δεν έχει προκαλέσει τους Σαουδάραβες σε τέτοιο βαθμό, όπως η σιιτική ηγεσία στη Τεχεράνη. Με τις μυστηριώδεις εκρήξεις στα δύο τάνκερ στον κόλπο του Ομάν, οι εντάσεις άγγιξαν ένα νέο επίπεδο, ακόμη και στο στρατιωτικό σκέλος, μετά την ενίσχυση των αμερικανικών δυνάμεων στην περιοχή.
 
Το σιιτικό Ιράν και η σουνιτική Σαουδική Αραβία αντιπροσωπεύουν τις πιο ισχυρές και με την μεγαλύτερη επιρροή χώρες στην περιοχή. Η αντιπαλότητά τους δεν είναι τόσο θρησκευτική, όσο πολιτική. Ποια από τις δύο θα κυριαρχήσει στην περιοχή και ποια θα θέσει υπό τον έλεγχό της τους φυσικούς πόρους και τους εμπορικούς θαλάσσιους δρόμους; Η Σαουδική Αραβία θεωρεί ότι περιβάλλεται από συμμαχικές δυνάμεις της Τεχεράνης. Με τοπικές ομάδες σιιτών ανταρτών, όπως η Χεζμπόλα, το Ιράν εξασφαλίζει υπεροχή σε μη αραβικές χώρες, όπως ο Λίβανος, η Συρία ή και το Ιράκ.
 
Σαουδική Αραβία υποψιάστηκε ιρανικό δάκτυλο και έστειλε στρατό για να καταπνίξει την εξέγερση. Κύριος φόβος της ήταν μήπως οι αναταραχές μεταφερθούν και στην σιιτική μειονότητα στο ανατολικό τμήμα της χώρας, εκεί όπου υπάρχουν τα μεγαλύτερα σαουδαραβικά αποθέματα πετρελαίου, ένα εφιάλτης για τον βασιλικό οίκο. Το Ριάντ βλέπει το Ιράν πίσω από τους αντάρτες Χούθι που κατέχουν κεντρικό τμήμα της γειτονικής Υεμένης. Κάθε τόσο κάνουν χρήση πυραύλων και μη επανδρωμένων αεροπλάνων κατά της Σαουδικής Αραβίας, χτυπώντας στόχους σε σημαντικές υποδομές που χρειάζεται η χώρα για την εξαγωγή πετρελαίου.
 
Αλλά και επεισόδια, σαν και τα πρόσφατα στον κόλπο του Ομάν, θέτουν σε κίνδυνο τις εξαγωγές σαουδαραβικού πετρελαίου, από τις οποίες εξαρτάται η ευμάρεια της χώρας. Υπό την καθοδήγηση του διαδόχου του θρόνου, πρίγκιπα Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν, η εξωτερική πολιτική της Σαουδικής Αραβίας έχει γίνει τελευταία πολύ πιο επιθετική, για παράδειγμα όταν ο Σαλμάν διέταξε το 2015 στρατιωτική εισβολή στην Υεμένη. Όπως ο κόλπος του Ομάν, έτσι και η θαλάσσια οδός κατά μήκος των ακτών της Υεμένης, ανήκουν στα πιο σημαντικά περάσματα για την παγκόσμια ναυσιπλοΐα. 
 
Για την Τεχεράνη η νέα κρίση με το Ριάντ συνιστά το μεγαλύτερο πρόβλημα. Χωρίς συνεργασία με τους Σαουδάραβες, το Ιράν είναι πολιτικά και οικονομικά απομονωμένο, μεταξύ άλλων λόγω της μεγάλης επιρροής που ασκεί το συντηρητικό βασίλειο μέσα στον OPEC. Ο Ιρανός πρόεδρος Ροχανί έκανε προσπάθειες συμφιλίωσης με την άρχουσα τάξη της Σαουδικής Αραβίας χωρίς ανταπόκριση, καθώς οι ιδεολογικές διαφορές είναι ανυπέρβλητες. Αραβικές χώρες, διατηρούν καλές σχέσεις με τη Δύση και κυρίως με τις ΗΠΑ, χώρα που για τους Ιρανούς αποτελεί την προσωποποίηση του διαβόλου. Επιπλέον, η εχθρική στάση του Ιράν απέναντι στο Ισραήλ δεν βοηθά στο να δημιουργεί κλίμα εμπιστοσύνης αλλά βαθαίνει το σχίσμα.