Τώρα που θυμηθήκαμε την Τουρκία, δεν μας παίρνουν πια στα σοβαρά
                
Λίγο ή πολύ, όλοι συμφωνούμε στο ότι ο ΟΗΕ και ο λεγόμενος διεθνής παράγων ευνοεί την Τουρκία έναντι της Κυπριακής Δημοκρατίας, πολύ συχνά σκανδαλωδώς – ­οι Τουρκοκύπριοι μπαίνουν στο πλάνο και χρησιμοποιούνται μόνο προσχηματικά. Ο λόγος δεν είναι μονάχα επειδή απλώς εξυπηρετούνται τα συμφέροντά τους· είναι και το ότι, μετά την εισβολή, θαρρείς και κάναμε το παν για να τους διευκολύνουμε. Θες από ενοχές («κάναμε κι εμείς πολλά στους Τ/κ»), θες από ανικανότητα (ενίοτε είναι ο φερετζές της διαπλοκής και της εξυπηρέτησης υποβολέων), καταφέραμε να «ξεχάσουμε» χρόνο με τον χρόνο το βασικό πρόβλημα: Την παρουσία της Τουρκίας· όχι μόνο την εισβολή και τη συνεχιζόμενη κατοχή, αλλά κυρίως τον έλεγχο που ασκεί στους Τουρκοκύπριους – όργανά της.
 
Πώς μπορούμε και παραβλέπουμε τόσα χρόνια τον πιο σημαντικό παράγοντα του διαχωρισμού, πέφτοντας στην παγίδα να συζητάμε με όρους ζευγαριού εν διαστάσει; Η προπαγάνδα όλων αυτών έπιασε τόπο – δείτε π.χ. πόση προβολή κερδίζει η χαζοχαρούμενη παράτα των «Unite Cyprus». Πολύ πρόσφατα, και αφού έχουμε καταπιεί προηγουμένως αμάσητα μια σειρά από πολύ απαράδεκτα θέματα στον βωμό της «λύσης», φτάσαμε επιτέλους στο βασικό πρόβλημα όλων των νόμιμων κατοίκων αυτού του τόπου, του οποίου η ευτυχής διευθέτηση θα έπρεπε να είναι προϋπόθεση για οποιαδήποτε άλλη συζήτηση: Πώς θα ξεφορτωθούμε την Τουρκία – στρατό, εγγυήσεις, εποίκους. Οι όψιμες εκρήξεις του Προέδρου ή η πρόταση Παπαδόπουλου και λοιπών «ενδιάμεσων» (αρκούσε μονάχα ένα σημείο: Πρώτα φεύγει η Τουρκία και μετά συζητάμε τα υπόλοιπα) ήρθαν μάλλον πολύ αργά.
 
Ο Σενέρ Λεβέντ είναι γλαφυρότατος (Πολίτης, 18/6) όταν αναφέρεται στα «ροζ γυαλιά μας»: «Είναι ωραίες και άγιες οι εκδηλώσεις με σφυρίχτρες, χορούς και πανό που γίνονται εδώ και βδομάδες στη νεκρή ζώνη για τη λύση και την ειρήνη, αλλά δεν νομίζω ότι όσοι συγκεντρώνονται εκεί συμφωνούν. Αν τους ρωτήσουμε “θέλετε ή δεν θέλετε εγγυήσεις”, θα δώσουν άραγε την ίδια απάντηση οι Τουρκοκύπριοι και οι Ελληνοκύπριοι διαδηλωτές; Ή αν ρωτήσουμε “υπάρχει ή όχι τουρκική κατοχή στο νησί;” θα παίρναμε την ίδια απάντηση από όλους τους;» Αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα για όλους μας: Τι στο καλό θέλουμε στην πραγματικότητα; Μοιάζει να διαπραγματευόμαστε τόσα χρόνια χωρίς να γνωρίζουμε ούτε τις προθέσεις του συνομιλητή μας, αλλά ούτε καν τι θέλουμε να πετύχουμε – εκτός, ίσως, από ένα πράγμα:
 
Έχω την εντύπωση ότι οι πολιτικοί, ορίτζιναλ και ψευδό, που προσπαθούν να μας πείσουν τόσο παθιασμένα πόσο καλή είναι η «Διζωνική Δικοινοτική Ό,τι να ’ναι», ερεθίζονται από το αριθμητικό «δύο»: Σε ένα ενιαίο κράτος θα έπρεπε να μοιραστούν τις καρέκλες εξουσίας και να χάσουν τα μισά προνόμια· με αυτή την πατέντα δεν στερούνται τίποτα – είναι το κόκαλο που τους έριξαν οι εμπνευστές, Χάνι και Συντροφία, για να τους ψήσουν. Ένα κόκαλο που πολλοί (μακάρι να αποδειχθώ άδικος απέναντί τους) ανυπομονούν να γευτούν. Έτσι όπως στρώσαμε, φαίνεται ότι πάμε στο Χάνα-Μοντάνα για να παραδοθούμε: Συμφωνήσουμε ή διαφωνήσουμε, πάλι χαμένοι θα είμαστε.