Λοιπόν, το πήρα απόφαση Μουσταφά μου και στο δηλώνω ορθά-κοφτά: Να κι αν πας αύριο στο ραντεβού με τον δικό μας, να κι αν δεν πας! Επειδή, αν πας στο ραντεβού, τελικά, ξέρω τη συνέχεια:

Θα αυξήσεις τις ήδη εξωπραγματικές απαιτήσεις σου -ύστερα, μάλιστα, από τις “ντιρεκτίβες” του Τσαβούσογλου.

Κι όχι για τίποτε άλλο, δηλαδή, αλλά να, ρε Μουσταφά: Ακρίβωσε και το… αγγούρι!

 

Βεβαίως και δεν θα περιμένω μέχρι να πληροφορηθώ τους νέους φετβάδες που έφερε από την Άγκυρα ο Τσαβούσογλου! Αυτό μας έλειπε : Ν’ ακούσουμε ξανά αυτό που λέγει κι η παροιμία: Εκ στόματος κόρακος, κρα!

 

Αν ήσουν, πάντως, τσας λίγο πιο ανθρώπινος, ρε Μουσταφά, θα λυπόσουν, αν μη τι άλλο, τον δικό μας

 Φαντάζεσαι πόσα τσιγάρα  θα του χρειαστούν το ένα πάνω στ΄ άλλο, ενώ θα περιμένει τη λιμουζίνα σου να σκάσει μύτη;

Επειδή, αυτό σου έλειπε, Μουσταφά μου, για να συμπληρώσεις το νέο σου… βιογραφικό:

Να έχεις την απαίτηση να παρεμβαίνεις και στις αποφάσεις της Βουλής μας, κάτι που δεν τολμάς να κάνεις στη δική σου “βουλή”, αφού εκεί μέσα σε έχουν του πάτσου και του κλότσου.

Να σου επαναλάβω για να το εμπεδώσεις: Ακρίβωσε το αγγούρι…

 

Κάθε φορά, που τέτοιες μέρες, όταν ανθίζει βιαστικά η μυγδαλιά (οι χτεσινές φωτογραφίες στις εφημερίδες ήταν πραγματικά ένας ζωγραφικός πίνακας) στο μυαλό μου γυρίζουν οι στίχοι ενος τραγουδιού, το οποίο εκτελούσε ο μοναδικός Κώστας Παπαμαρκίδης ως “Μπεκρής” στο θέατρο.

 

Στίχοι που και σήμερα εξακολουθούν να είναι τόσο επίκαιροι, ιδιαίτερα φέτος που συντρέχουν πολλοί λόγοι, ανάμεσα σε αυτούς, το πρόβλημα του… ψυχιατρείου αλλά και οι πελλάρες του κ. Ακιντζί:

Μια μυγδαλιά, νύφη σωστή,

στα κάτασπρα ντυμένη,

αντί να είναι γελαστή,

τη βλέπω λυπημένη

                  

-Τι έχεις μικρή μου μυγδαλιά,

έχασες, μήπως, τα φιλιά,

που ο ήλιος σου έχει τάξει,

-φοβάμαι, μου ‘πε η μυγδαλιά,

μην πέσει καμμιά πιστολιά

και τ΄ άνθη μου τινάξει

      

Κι αφού ο πλάστης

τα ‘φτιαξε όλα ωραία,

τι τρώγεσαι, άνθρωπε μου εσύ,

ας γίνουμε όλοι μια παρέα,

κι εγώ κερνάω το κρασί

 

Κι η εγγονή μου η μικρή

τις κούκλες παρατάει,

στέκει, με βλέπει κι απορεί

και όλο με ρωτάει:

            

-Γιατί, παπούλη μου, γιατί

εφέρετε την γην αυτή

σε τέτοιο μαύρο χάλι,

στέκω, την βλέπω κι απορώ

και ν’ απαντήσω δεν μπορώ

και σκύβω το κεφάλι..