Το Σύνταγμα, ως ο ανώτατος για κάθε κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης εθνικός νόμος, πρέπει να εμπεριέχει κανόνες που να αποβλέπουν σε ρυθμίσεις και πραγματικότητες με μακροπρόθεσμες διαβεβαιώσεις εφαρμογής. Είναι αναγκαία η βεβαιότητα δικαίου ως ζήτημα μακράς πνοής που αποβλέπει και γι’ αυτό περιέχει σαφείς διατάξεις για τη λειτουργία ενός κράτους δικαίου περί την πραγμάτωση αρχών δικαίου ως η προστασία και σεβασμός όλων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η διατήρηση της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου, η διασφάλιση του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας κάθε άλλου νόμου, ο σεβασμός στις θέσεις της αντιπολίτευσης και βέβαια η διαφύλαξη και επιβεβαίωση της δεσμευτικότητας και υπεροχής του Διεθνούς Δικαίου. Αυτές οι βασικές αρχές δικαίου πρέπει να είναι και ο κύριος στόχος για τη λεγόμενη μετεξέλιξη του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας του 1960. Μια μετεξέλιξη που θα προκύψει μέσα από διαβούλευση και η οποία πρέπει να οδηγήσει στη διαμόρφωση ενός λειτουργικού και βιώσιμου κυρίαρχου κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με επιβεβαιωμένη εκ νέου την υπεροχή του κοινοτικού κεκτημένου.
Πρόσφατα και πέρα προς τις δώδεκα ήδη υπάρχουσες τροποποιήσεις του Συντάγματός μας που έγιναν με βάση το Δίκαιο της Ανάγκης, προωθείται στον χώρο της ανεξάρτητης Δικαστικής Εξουσίας μια διαδικασία που αποβλέπει στη θέσπιση νεοφανών και εκτεταμένων τροποποιήσεων, που ξεκίνησε με πρωτοβουλία της Εκτελεστικής Εξουσίας που υπέβαλε στη Βουλή σχετικά νομοσχέδια. Για τέτοιες μεγάλες αλλαγές θα πρέπει να αποφεύγονται επιλογές τυχαίες υπό σπουδή ή παρεμβάσεις στιγμιαίες χωρίς προσεκτική προηγούμενη σε βάθος μελέτη, επεξεργασία και διαβούλευση. Προχειρότητα που ενδεχομένως αφαιρεί την αξία της όποιας τροποποίησης αφού ενίοτε δεν γίνονται μακριά από τους όποιους πολιτικούς συσχετισμούς. Όπως, παράδειγμα (προς αποφυγήν), η αχρείαστη 12η τροποποίηση, ενώ το ίδιο το Σύνταγμα πρόβλεπε δικαίωμα παραίτησης ανακηρυχθέντος βουλευτή, ακόμη και πριν τη διαβεβαίωση που οφείλει να δώσει κάθε βουλευτής. 
Η πιο πρόσφατη στον χώρο της Δικαιοσύνης τροποποίηση με ιδιαίτερα μεγάλη τομή ήταν η διά νόμου (άλλη, ανεξάρτητη εξουσία από τις τρεις) «μεταβίβαση» όλων των εκκρεμουσών ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου προσφυγών, επί των οποίων κατά το Σύνταγμα είχε το Ανώτατο Δικαστήριο αποκλειστική αρμοδιότητα, στο τότε ιδρυθέν Διοικητικό Δικαστήριο (2015). Αποτελεί δε ιστορικό γεγονός ότι πριν την ψήφιση τότε της 8ης τροποποίησης και της άλλης Νομοθεσίας περί της «Μεταβίβασης» για εκδίκαση των εν λόγω προσφυγών πρωτόδικα από Διοικητικό Δικαστήριο, εκπροσωπήθηκε και συμμετείχε το Ανώτατο Δικαστήριο τουλάχιστον σε πέντε ξεχωριστές συνεδριάσεις της αρμόδιας Κοινοβουλευτικής Επιτροπής, όπου και διατύπωσε απόψεις, διαφωνίες και τελικά ενέκρινε τις προβλέψεις των νομοσχεδίων που οδήγησαν στην 8η τροποποίηση του Συντάγματος και στη δημιουργία του Διοικητικού Δικαστηρίου.
Προφανώς η νομοθετική αυτή ρύθμιση απέβλεπε σε εξυπηρέτηση μιας δημόσιας ωφέλειας, την αποφόρτιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου από τον τεράστιο όγκο των εκκρεμούντων πρωτόδικα προσφυγών, ώστε να περιοριστούν οι καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης και άρα ενδιέφερε και έπρεπε να ακουστεί και η άποψη του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Ήταν όμως επιτρεπόν το Δικαστήριο που θα εστερείτο διά του νόμου (πρωτοβουλία Εκτελεστικής και Νομοθετικής Εξουσίας) όλων των καταμερισμένων προσφυγών ήδη στους φυσικούς δικαστές του, και οι οποίες θα μεταβιβάζοντο στο νέο Δικαστήριο, να έχουν τη διπλή ιδιότητα, εκ της συμμετοχής στην τελική διαμόρφωση και έγκριση του νόμου και της μεταγενέστερης ως κριτές της συνταγματικότητας αυτού του νόμου; Κατά φυσική δικαιοσύνη η απάντηση προφανώς είναι όχι, όμως κρίθηκε με έναν άκρως λακωνικό τρόπο ότι ναι, ήταν τούτο επιτρεπτό γιατί, δήθεν, συμμετείχε μόνο συμβουλευτικά το Ανώτατο Δικαστήριο στις εργασίες της Επιτροπής Νομικών της Βουλής. Μια κρίση που εάν ετίθετο προς έλεγχο σε ευρωπαϊκό δικαστήριο μαζί με τις λεπτομέρειες που αποτυπώθηκαν στα πρακτικά της Βουλής για την όλη συμμετοχή του Ανωτάτου στη Βουλή, πιθανόν να είχε άλλη άποψη! 
Συνεπώς επιβάλλεται για τις όποιες επέλθουν τροποποιήσεις, οι οποίες αφορούν ταυτόχρονα και στο δικαίωμα του πολίτη να καταφεύγει στη Δικαιοσύνη αναμένοντας ταχεία και πλήρη απονομή δικαιοσύνης, να μην αγνοηθεί ή να παραμεριστεί το κοινό περί δικαίου αίσθημα του κυρίαρχου λαού. Τούτο γιατί η παραγωγή των κανόνων δικαίου και λειτουργίας των θεσμών ενός δημοκρατικού κράτους αφορά, ενδιαφέρει και επηρεάζει κάθε πολίτη. Οι δε θεσμοί και οι αναγκαίες αλλαγές πρέπει να αποβλέπουν στον πολίτη και τα δικαιώματά του.
 
* Δικηγόρος.