Στο προηγούμενό μου άρθρο, που δημοσιεύθηκε στις 10 τρέχοντος μηνός, τόνισα την ανάγκη χάραξης, από Ελλάδα και Κύπρο, μιας νέας εθνικής στρατηγικής για αντιμετώπιση των τουρκικών επεκτατικών σχεδιασμών.  
Για όσους δεν εθελοτυφλούν και δεν πάσχουν από το σύνδρομο της αυτοδικαίωσης, η χάραξη μιας νέας εθνικής στρατηγικής για επιδίωξη μιας νέας πορείας πλεύσης, μιας νέας διαπραγματευτικής βάσης, είναι μονόδρομος. Ήλθε η ώρα να σπάσει η διαπραγματευτική ομηρεία στην οποία ο κυπριακός Ελληνισμός έχει περιέλθει εδώ και 42 χρόνια και να επανεξεταστεί η διαπραγματευτική βάση με ορθολογικό τρόπο και χωρίς ταμπού, με σκοπό την εξεύρεσης της καλύτερης δυνατής ρεαλιστικής λύσης. Ήλθε η ώρα η ηγεσία μας να πάψει να προβάλλει ως «άλλοθι» το τι ο Μακάριος συμφώνησε πριν 42 χρόνια και το τι προβλέπουν τα ψηφίσματα του ΟΗΕ. Από το 1977 μέχρι σήμερα μεσολάβησαν πολλές εξελίξεις που διαμορφώνουν ένα διαφορετικό περιβάλλον, στην Κύπρο αλλά και διεθνώς. Καλείται η ηγεσία μας να απαλλαγεί από τα φοβικά της σύνδρομα. Οι επινοήσεις των γραφειοκρατών της Γραμματείας του ΟΗΕ, που οδήγησαν και στα σχετικά Ψηφίσματα, δεν είναι θέσφατα, που πρέπει να ακολουθούμε με θρησκευτική ευλάβεια, για να μη χάσουμε το blame game, έστω και αν μας οδηγούν σε εθνική αυτοχειρία. Σε κάθε καλόπιστο μελετητή του Κυπριακού, είναι εμφανές ότι μια λύση Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας (ΔΔΟ) οδηγεί στην κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και στη διαδοχή της από ένα κρατικό μόρφωμα, ανορθόδοξο, αντιδημοκρατικό, ρατσιστικό και μη βιώσιμο. Πάνω από όλα, μια λύση ΔΔΟ ικανοποιεί τους κατακτητικούς σχεδιασμούς της Τουρκίας, όπως ανέλυσα σε προηγούμενα άρθρα. Είναι ευτύχημα που ο λαός μας, στη μεγάλη του πλειοψηφία, έχει κατανοήσει τούτο και θεωρεί απαράδεκτη μια λύση ΔΔΟ, όπως τούτο φαίνεται από τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κοινωνικής Έρευνας (ESS) 2017 – 2019, που πρόσφατα παρουσιάστηκε στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο. Σύμφωνα με την Έρευνα, η ΔΔΟ συγκεντρώνει 27% θετική ψήφο, 35% αρνητική και 38,1% ουδέτερη στάση.
Πρώτιστα, όμως, θα πρέπει, επιτέλους, οι ηγεσίες Κύπρου και Ελλάδας να συνειδητοποιήσουν ότι το Κυπριακό είναι πρόβλημα πανεθνικό. Ειδικά, η Ελληνική ηγεσία οφείλει να αντιμετωπίσει το Κυπριακό ως ζωτικό εθνικό θέμα, όχι απλώς με την έννοια της συμπαράστασης ή συμπαράταξης προς τους «αδελφούς Κυπρίους», αλλά και με την έννοια ότι το Κυπριακό αφορά ευθέως την ασφάλεια του ελληνικού χώρου. Το Κυπριακό είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το θέμα των νησιών του Αιγαίου. Η ασφάλεια της Κύπρου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ασφάλεια της Ελλάδας και αντίστροφα. 
Οι τουρκικές απειλές, τόσο στην Κύπρο όσο και στο Αιγαίο, έχουν παλιά ιστορία και δεν είναι ένα πρόσφατο ξέσπασμα ενός νοσηρού μεγαλοϊδεατισμού του Ερντογάν.  Ο Γκιουνές, που ήταν ο Υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας κατά την εισβολή, δήλωσε απερίφραστα: «Η Κύπρος είναι τόσο πολύτιμη, όπως το δεξί χέρι μιας χώρας που νοιάζεται για την άμυνά της ή για τους επεκτατικούς της στόχους, αν έχει…». Αναφορικά με τα νησιά του Αιγαίου, η Τουρκία έχει θέσει στόχο της την αναθεώρηση του καθεστώτος τους από το 1973. Η Τουρκία ούτε αποκρύπτει ούτε συγκαλύπτει την επιδίωξή της αυτή. Ο πρώην Πρωθυπουργός και Πρόεδρος Τουργούτ Οζάλ δήλωνε το 1986 ότι «η παρούσα κατάσταση η οποία υπάρχει μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας δεν είναι ικανοποιητική. Εάν η Τουρκία ήξερε πού θα την οδηγούσε η Συνθήκη της Λοζάνης δεν θα την είχε υπογράψει ποτέ… Εμείς δεν ξεχνούμε ότι χάσαμε μέσα από τα χέρια μας τα νησιά, τα πάτρια τουρκικά εδάφη». Αρκετά αποκαλυπτικός είναι ο Αχμέτ Νταβούτογλου στο βιβλίο του «Το Στρατηγικό Βάθος, η διεθνής θέση της Τουρκίας»: «Μια Τουρκία που έχει αποκλειστεί από το Αιγαίο κι έχει περικυκλωθεί στα νότια από τη Ρωμαίικη Διοίκηση της νότιας Κύπρου σημαίνει ότι τα περιθώριά της να κάνει ένα άνοιγμα στον κόσμο έχουν περιοριστεί σημαντικά» (σελ. 267). 
Γράφω τα πιο πάνω, γιατί φαίνεται ότι μετά από το προδοτικό πραξικόπημα και την τούρκικη εισβολή του 1974, ένα σύνδρομο ενοχής οδήγησε στο να αναπτυχθεί στην ελλαδική ελίτ μια σχολή σκέψης, βασισμένη σε εκείνο το περιλάλητο καραμανλικό δόγμα «η Κύπρος είναι μακριά», ότι Κύπρος και Ελλάδα είναι δυο ξεχωριστά κράτη με δικά τους συμφέροντα. Έτσι, ακούμε   το μόνιμο υποκριτικό ρεφρέν ότι τον αποφασιστικό ρόλο στο Κυπριακό τον έχει η Λευκωσία: Η Λευκωσία αποφασίζει και η Αθήνα συμπαρίσταται» (K. Καραμανλής) ή «συμπαρατάσσεται» (A. Παπανδρέου).  
Αυτή τη σχολή σκέψης την εξέφρασε κατά τον πιο εύγλωττο τρόπο ο κατά τα άλλα έγκριτος δημοσιογράφος Αλέξης Παπαχελάς στην «Καθημερινή» των Αθηνών ημερ. 15/10/2006. Έγραψε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
«Και εδώ είναι καλό να θυμόμαστε τα αυτονόητα. Πρώτα απ’ όλα η Ελλάδα πρέπει να αποβάλει το σύνδρομο ενοχής για το τι συνέβη το 1974. Η ιστορία έχει στεγνώσει αρκετά από τα πάθη και τα μίση της εποχής, ώστε να καταγραφεί με ψυχραιμία. Η Κύπρος ήταν η αδύναμη κόρη που βιάσθηκε από τον γείτονα, ενώ η μητέρα Ελλάδα την άφησε αβοήθητη και άνοιξε την πόρτα στον βιαστή. Τριάντα δύο χρόνια μετά, η κόρη έχει αποκατασταθεί πλήρως, ιδιαίτερα μάλιστα όταν η Ελλάδα με κόπο και σχέδιο κατάφερε να τη βάλει στην ΕΕ ως πλήρες μέλος. Και ασφαλώς η Ελλάδα φροντίζει την Κύπρο και –όπως κάθε υπεύθυνος γονιός– δεν θα σταματήσει ποτέ να νοιάζεται για την ασφάλειά της. Η Κύπρος όμως ενηλικιώθηκε πλέον και αυτό που εθεωρείτο ταμπού τη δεκαετία του 1960 είναι σήμερα σαφές: Οι Κύπριοι πολιτικοί ηγέτες έχουν τα δικά τους τοπικά πολιτικά συμφέροντα, τη δική τους ατζέντα και τις δικές τους εθνικές επιδιώξεις. Σήμερα μπορούμε πια να καταλάβουμε γιατί το μεγάλο όραμα της Ένωσης μπορεί να ενέπνεε ειλικρινώς πολλούς, αλλά σε κάποιους δημιουργούσε τον φόβο ότι θα ήταν απλοί… νομάρχες σε έναν μικρό τόπο αν η Κύπρος ενωνόταν με την Ελλάδα. Η Ελλάδα δεν μπορεί να ξεχάσει ποτέ την Κύπρο, αλλά και δεν πρέπει να ασχολείται μόνο με το Κυπριακό· τα συμφέροντά της είναι πολύ ευρύτερα και καλώς ή κακώς δεν θα συμβαδίζουν πάντοτε με αυτά της Κύπρου».
Είναι προφανής η πικρία του συντάκτη του άρθρου για την απόρριψη, δυο χρόνια πριν, του σχεδίου Ανάν. Είχε και αυτός την ψευδαίσθηση πως με το ξεπούλημα της Κύπρου, θα λύνονταν και οι ελληνοτουρκικές διαφορές.