Κάποτε είχαμε τη σημαία μας, σημαία ευκαιρίας στις θάλασσες, αργότερα ανακαλύφθηκε ως κερδοσκοπικό πεδίο η παραχώρηση διαβατηρίου, υπηκοότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η χώρα πρόσφερε την πλέον φθηνή εγγραφή σε εθνικό νηολόγιο γι’ αυτό και είχαν γεμίσει οι θάλασσες με την κυπριακή σημαία. Όπως είναι γνωστό, η κυπριακή σημαία, λόγω εκείνης της πρακτικής, δεχόταν για χρόνια μια πολεμική και ως αποτέλεσμα τούτου αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα στα διάφορα λιμάνια που προσέγγιζαν τα πλοία του νηολογίου «μας». Τα τελευταία χρόνια, μετά από πολλές προσπάθειες, διαγράφηκε η χώρα από τη μαύρη λίστα του Παρισιού, γνωστή ως Paris Memorandum. Ωστόσο, μετά τη σημαία ευκαιρίας, ήλθε η σειρά της υπηκοότητας ευκαιρίας, που έχει ανταγωνιστές να αντιμετωπίσει μεταξύ των εταίρων μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι πολλοί εκείνοι που υποστηρίζουν πως η διαδικασία παραχώρησης υπηκοότητας έχει αποφέρει σημαντικά κέρδη στην Κυπριακή Δημοκρατία και οι πιο ειδικοί με τους ψυχρούς τους υπολογισμούς της απλής αριθμητικής υποστηρίζουν πως το μέτρο τούτο είναι ένεση ζωής για την οικονομία, σε μια δύσκολη περίοδο. Ενδεικτικό μιας νοοτροπίας που τείνει να είναι κυρίαρχη, σύμφωνα με την οποία τα πάντα έχουν χρηματική αξία, πωλούνται. 
Όλα αυτά μπορεί να αντιμετωπίζονται ως μια ρομαντική, ιδεολογοκεντρική θεώρηση του θέματος. Αν και στην πραγματικότητα είναι η ψυχρή ανάλυση μιας σοβαρής πτυχής, που αφορά την υπεράσπιση του κράτους και της χώρας. Είναι θέμα επιβίωσης της χώρας και της αξιοπρέπειας ημών των γηγενών. Όχι προσωρινής, πρόσκαιρης που προσφέρει τα εκατομμύρια από εν δυνάμει «συμπολίτες μας», αλλά εκείνης που διασφαλίζει την έντιμη συνέχεια του κράτους. Το παζλ με την παραχώρηση των διαβατηρίων δεν είναι απλό. Είναι σύνθετο και σε αυτό εμπλέκονται πολλά συμφέροντα. Είναι δικηγορικά γραφεία, που για μια ακόμη φορά έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Γνωστή η ρήση, «ο πελάτης έχει πάντα δίκαιο», η οποία μεταφράζεται στην πιο απλοϊκή προσέγγιση: Πωλούμε και αγοράζουν. Είναι, επίσης, οι μεσίτες, οι ντιβέλοπερ και διάφοροι άλλοι, που έχουν μεσολαβητικό ρόλο σε αυτές τις ιστορίες.
Είναι γνωστό και δεν αφορά αυτό το ζήτημα πως οι προσεγγίσεις της αρπαχτής οικοδομούν στην ουσία ένα κλίμα αβεβαιότητας, που δεν πρέπει να προκαλείται καθώς αποβαίνει σε βάρος της Κύπρου. Η κακή φήμη δεν είναι δύσκολο να διαμορφωθεί, όταν τα αντανακλαστικά είναι αργά μέχρι και ανύπαρκτα. Η κακή φήμη δεν είναι δύσκολο να κυριαρχήσει όταν η χώρα δεν έχει μηχανισμούς άμυνας. Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς πως η Κύπρος δεν είναι το μόνο κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχει υιοθετήσει το μέτρο αυτό της παραχώρησης υπηκοότητας έναντι χρημάτων/ επενδύσεων/ αγορών/ καταθέσεων. Η Κύπρος, όμως, που πολλές φορές στο παρελθόν βρέθηκε στο στόχαστρο, οφείλει να υπολογίζει το κόστος της όποιας απόφασής της. Κυρίως, όταν το κράτος υπονομεύεται, είναι στόχος διάλυσης, εποικίζεται, πρέπει να αποφεύγονται κινήσεις και ενέργειες που δείχνουν διάθεση του τύπου «όλα στο σφυρί». Σε ένα κράτος σοβαρό τα πάντα δεν πρέπει να περνούν από οικονομικούς υπολογισμούς, ούτε μέσα από το πελατολόγιο λογιστών, δικηγόρων κ.λπ.